Ηταν 28 Ιουνίου του 1970, όταν ο Αρης επικρατούσε στο Καυτανζόγλειο στάδιο του ΠΑΟΚ με 1-0, κατακτώντας το κύπελλο Ελλάδας εκείνης της περιόδου. Από τότε πέρασαν 41 ολόκληρα χρόνια, χωρίς οι κίτρινοι να γευτούν τη χαρά ενός ακόμα τροπαίου. Ο «χρυσός» σκόρερ εκείνου του τελικού, Μανώλης Κεραμιδάς, θυμήθηκε εκείνες τις στιγμές, μιλώντας στο ραδιόφωνο του συλλόγου:
«Όντως εκείνη η ήμερα ήταν η πιο ιστορική του ΑΡΗ. Επιβραβεύτηκε η χρονιά από το κύπελλο, το οποίο το κατακτήσαμε με το σπαθί μας. Τον καιρό εκείνο οι τρεις ομάδες που είχαν πρώτο ρόλο ήταν ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ. Παρόλα αυτά ο ΑΡΗΣ κατάφερε να φτάσει στον τελικό, όπου επιβραβεύτηκαν και οι κόποι μας. Αποκλείσαμε μεγάλες ομάδες εκείνη τη χρονιά και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε εκείνο το παιχνίδι» ενώ συνέχισε λέγοντας:
«Μετά από τον ημιτελικό μέσα στο Καραϊσκάκη με τον Ολυμπιακό, όπου και προκριθήκαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε τον τελικό. Είχαμε τέτοια φιλοδοξία. Δώσαμε τα χέρια και οι έντεκα που βγήκαμε στο γήπεδο και είπαμε ότι δεν θα φύγουμε αν δεν πάρουμε το κύπελλο Ελλάδος. Υπήρχε ψυχή και εγωισμός. Ο Αρης τότε είχε την μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Ακόμα, δεν μπορούσαμε να πικράνουμε τους φιλάθλους μας. Είχαμε δώσει όρκο».
Κάνοντας μια περιγραφή του γκολ που πέτυχε στον τελικό με τον ΠΑΟΚ, ανέφερε:
«Ήταν στη επίθεση ο Αρης με τον Συρόπουλο να έχει την μπάλα. Στη συνέχεια, ο Μιχαηλίδης έκανε τη σέντρα μέσα στην μεγάλη περιοχή, ήρθα εγώ από πίσω και με σουτ-βολέ έστειλα την μπάλα στα δίχτυα. Αυτό που θέλαμε ήταν να δώσουμε χαρά στον κόσμο μας γιατί ο Αρης είναι η μοναδική τους απόλαυση. Άξιζε να παίζουμε μπάλα για αυτούς».
Για το γεγονός ότι εκείνο το βράδυ ο ίδιος φορούσε στο στήθος του το σήμα με το θεό του πολέμου: «Αυτό σήμαινε ότι εκείνο το βράδυ είχαμε πόλεμο και έπρεπε να κερδίσουμε. Το σήμα του Αρη το τιμήσαμε πολλές φορές, ειδικά στην έδρα μας. Το μεγαλύτερο μυστικό σε μια ομάδα είναι η έδρα της. Ποτέ δεν αφήσαμε τους φιλάθλους του Αρη να φύγουν με σκυμμένο το κεφάλι. Οι αντίπαλοι ερχόντουσαν και σκεφτόντουσαν να φάνε όσο λιγότερα γκολ γινόταν».
Όσον αφορά το κλίμα που υπήρχε εκείνη την εποχή στην ομάδα του Αρη, δήλωσε: «Ήμασταν μια οικογένεια. Αυτό τα λέει όλα. Η διοίκηση, οι ποδοσφαιριστές και ο φίλαθλοι ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι. Σε προπόνηση ο Αρης είχε πέντε χιλιάδες κόσμο. Στο γήπεδο γινόταν μαύρη αγορά για τα εισιτήρια. Όταν μπαίναμε και βλέπαμε τον κόσμο, λέγαμε ότι θα παίξουμε και θα πεθάνουμε για αυτούς. Μάλιστα θυμάμαι που στον τελικό με τον ΠΑΟΚ οι φίλαθλοι μας είχαν ανάψει κεριά και τραγουδούσαν τον ύμνο του Αρη. Ήταν φανταστικό. Αυτό πρέπει να βλέπουν και οι σημερινοί παίκτες που ακριβοπληρώνονται».
Για την παράδοση που είχε δημιουργηθεί με τον ΠΑΟΚ: «Από το 1963 μέχρι το 1973 που χάσαμε στο κύπελλο δεν είχαμε χάσει από τον ΠΑΟΚ. Κάθε χρόνο ο Αρης έπαιζε στο κύπελλο Uefa μέσα το Καυταντζόγλειο και ο Αρης έφερε τις μεγαλύτερες ομάδες στη Θεσσαλονίκη και ήταν η ομάδα που εκπροσωπούσε την Βόρεια Ελλάδα εκείνη την δεκαετία».
Μιλώντας για τις ευκαιρίες που είχε ο Αρης να πάρει κάποιο τίτλο τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερε, σχολίασε: «Ήρθαν οι ευκαιρίες αλλά έλλειπε η ψυχή. Όταν χάσαμε στον τελικό του κυπέλλου το 2008 με τον Ολυμπιακό στο Καυταντζόγλειο, από τη στεναχώρια μου, άφησα το αμάξι και πήγα με τα πόδια στο σπίτι. Η φανέλα του Αρη είναι βαριά και οι ποδοσφαιριστές που τη φορούν πρέπει να την τιμούν».
Αναφερόμενος στον βετεράνο τερματοφύλακα του Αρη, Νίκο Χρηστίδη, τόνισε: «Έχει γράψει ιστορία. Ήταν ο μεγαλύτερος μεταπολεμικός τερματοφύλακας που έπαιξε στην Ελλάδα. Αποτελούσε εγγύηση κάτω από τα δοκάρια. Όταν τον είχαμε μαζί μας δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα χάσουμε. “Κατέβαζε τα ρολά” έχοντας μια σταθερότητα και μια σιγουριά που μας ενθουσίαζαν».