Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα, ο Ντέμης Νικολαΐδης ήταν ο καλεσμένος της νέας εκπομπής που δημιούργησε η nova με τίτλο «legend stories». Ο Ντέμης θυμήθηκε τα σημαντικότερα γκολ και τις κορυφαίες στιγμές του...

Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα, ο Ντέμης Νικολαΐδης ήταν ο καλεσμένος της νέας εκπομπής που δημιούργησε η nova με τίτλο «legend stories». Ο Ντέμης θυμήθηκε τα σημαντικότερα γκολ και τις κορυφαίες στιγμές του…

H συνέντευξη του Ντέμη Νικολαϊδη:

Για το ξεκίνημα της καριέρας του και τη μεταγραφή που δεν ερχόταν:

«Από 15 χρόνων έπαιζα στις Εθνικές Ομάδες, 15 μισό Εθνική Παίδων. Κάθε χρόνο περίμενα να πάρω μεταγραφή, να πάω στην Α’ Εθνική. Κάθε χρόνο δεν γίνονταν αυτό. Πήγα 16, 17, 18, 19. Φανταστείτε ότι στα 20 μου πήρα μεταγραφή. Δεν μπορώ να πω πως δεν πέρασα περιόδους που είχα απογοητευτεί. Δηλαδή ήμουν στα όρια. Έφυγα πολύ μεγάλος. Κάθε καλοκαίρι έρχονταν να με δουν. ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ και μεταγραφή δεν έπαιρνα».

Για το αν τον επηρέαζε που δεν έπαιρνε μεταγραφή

«Έχω ξαναπεί πως οι ποδοσφαιριστές, οι αθλητές γενικότερα είμαστε πολύ τυχεροί άνθρωποι. Το χόμπι μας γίνεται επάγγελμα. Εκείνη την εποχή το χόμπι μου έκανα. Ήθελα να πάρω μεταγραφή,  σκεφτόσουν εκείνη την εποχή τα χρήματα, την δόξα σίγουρα. Αλλά έκανα το χόμπι μου οπότε δεν είναι και πολύ δύσκολο να συγκεντρωθείς. Είχα και τις απογοητεύσεις μου γιατί δεν έφευγα αλλά συγκεντρωνόμουν πάλι σε κάτι που ήταν το χόμπι μου. Μπορεί να έβγαζα και τότε καλά χρήματα σαν 19χρονος, 20χρονος αλλά ήταν χόμπι. Οπότε αυτό το πράγμα επειδή το αγαπούσαμε όλοι οι ποδοσφαιριστές, σίγουρα μπορούμε και το υπηρετούμε καλύτερα».

Για τη μεταγραφή στον Απόλλωνα:

«Θυμάμαι ότι δεν υπήρχαν περιθώρια να επιλέξω, είχα φτάσει 20 χρονών. Θυμάμαι είχα κατέβει στην Αθήνα με τον πρόεδρο του Εθνικού Αλεξανδρούπολης σ’ ένα ξενοδοχείο στον Λυκαβητό. Ήταν εκεί ο κ. Αλαμάνος, σοβαρός άνθρωπος, εγώ 20 χρονών λίγο ψαρωμένος. Οπότε συζητά λίγο με τον πρόεδρο του Εθνικού, τα λένε οι δυο τους και μετά φωνάζει εμένα να υπογράψω συμβόλαιο. Αν και δεν μ’ ένοιαζε τίποτε, πήγα να υπογράψω και εκεί που έγραφε το ποσό δεν υπήρχε, ήταν κενό. Τους λέω μισό λεπτό πρέπει να μιλήσω στο τηλέφωνο. Παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου και του λέω: «Πήγα να υπογράψω συμβόλαιο στον Απόλλωνα αλλά δεν έχει χρήματα είναι μηδέν». Και μου λέει ο πατέρας μου στο τηλέφωνο : «Υπέγραψε κι ας είναι μηδενικό το συμβόλαιο. Απλά φύγε από δω». Και γύρισα κι έβαλα την υπογραφή μου».

Για τη συμβουλή του πατέρα του και το ξεκίνημα στον Απόλλωνα:

«Ότι και να είναι, ήθελα να παίξω Α’ Εθνική. Με πίστευα όπως κι ο πατέρας μου. Αυτό εννοούσε. Πήγαινε στην ‘Α Εθνική κι ας είναι μηδέν. Θα έρθει. Θα έρθει και η οικονομική καταξίωση. Οπότε έτσι έγινε. Αργότερα θυμάμαι μου έβαλε κι ένα μισθό δήθεν ο κ. Αλαμάνος, μου έκανε κάποιες χάρες, με πρόσεχε γιατί ήμουν καλός παίκτης. Αν του ζητούσα λεφτά μου έδινε. Αλλά επειδή ήταν καλές χρονιές κι εκείνος φαντάζομαι ποτέ δεν έχει πληρώσει στον Απόλλωνα τόσα λεφτά για πριμ, τα χρήματα που πήραμε εκείνες τις δύο χρονιές τουλάχιστον στον Απόλλωνα ήταν πάρα πολλά. Δηλαδή για μένα που ήμουν μόνος μου και κατέβηκα στην Αθήνα ζούσα πάρα πολύ άνετα».

Για την επιτυχημένη πορεία του Απόλλωνα τότε:

«Με προπονητή τον κ. Παθιακάκη ο οποίος ήταν πολύ της πειθαρχίας, ήξερε μπάλα, συγκυρία ότι υπήρχαν μονάδες μέσα καλές, καλοί παίκτες δηλαδή και ταυτόχρονα ένα πολύ καλό κλίμα. Υπήρχε ο Μήνου, ο Κοβάσεβιτς, ο Βελέντζας, ο Ποζαπαλίδης, ο Μπάρνιακ, ο Κόλα, μονάδες δηλαδή καλές. Κι όλα αυτά θέλουν και μια τύχη κι έτυχε το κλίμα να είναι καλό. Και κάναμε πράγματα τα οποία ούτε και πιστεύαμε».

Για το γεγονός ότι δεν πέτυχε ποτέ γκολ εναντίον της ΑΕΚ:

«Ίσως είναι η μοναδική ομάδα η ΑΕΚ στην οποία δεν έχω βάλει γκολ. Και το θέμα δεν είναι πως δεν ήθελα να βάλω γκολ επειδή ήμουν ΑΕΚ. Ήθελα να βάλω γκολ πιο πολύ απ’ όλες τις ομάδες για να με δουν και να με πάρουν στην ΑΕΚ. Θυμάμαι κάτι χαμένες ευκαιρίες, κάτι αστείες ευκαιρίες που δεν μπορούσα να βάλω γκολ, δοκάρι μέσα στην Ριζούπολη. Εν τω μεταξύ έχανα ευκαιρίες και ο κόσμος της ΑΕΚ με χειροκροτούσε γιατί ήταν γνωστό πως ήμουν Αεκτζής, οπότε νόμιζε. δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του. Είναι από τα περίεργα αυτό. Νομίζω ότι έχω βάλει παντού γκολ, σίγουρα δεν έχω βάλει στην ΑΕΚ».

Για το γεγονός ότι δεν έγινε η μεταγραφή του το 1995 στην ΑΕΚ και αν τον επηρέασε:

«Θυμάμαι ότι υπήρχε απογοήτευση που δεν πήρα μεταγραφή στην ΑΕΚ. Δεν θυμόμουν καθόλου πως είχα οκτώ αγωνιστικές να πετύχω γκολ. Αλλά από την άλλη εκείνη την εποχή ήταν γνωστό γενικότερα  πως ήμουν Αεκτζής κι όταν πέρασε κι εκείνη η μεταγραφική περίοδος και δεν είχε γίνει η μεταγραφή μου, έχει τύχει 2-3 φορές να γυρνάω σπίτι μου στην Καλογρέζα έμενα τότε, κι έβρισκα σημειώματα από οργανωμένους Αεκτζήδες από κλαμπ, μου τα πετούσαν κάτω από την πόρτα και μου έλεγαν κουράγιο, εμείς σε αγαπάμε, θα σε περιμένουμε στην ΑΕΚ. Γενικά υπήρχε ένα τέτοιο κλίμα».

Για το γεγονός ότι δέχτηκε το χειροκρότημα στην Τούμπα από τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ

«Το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ το έχω στο μυαλό μου γιατί εκεί με έμαθε όλη η Ελλάδα. Έτσι το
έχω. Μου έχει μείνει το χειροκρότημα της Τούμπας, δεν είναι εύκολο κοινό. Στον Απόλλωνα έπαιζα βέβαια αλλά και πάλι δεν είναι εύκολο κοινό. Η ομάδα τους έχανε σε ημιτελικό Κυπέλλου Ελλάδας. Ήταν δύσκολο. Είναι δύσκολο να χειροκροτείς αντίπαλο παίκτη. Μου έχει μείνει και για το ότι σ’ ένα τόσο σημαντικό ματς έβαλα δύο ωραία γκολ. Δεν ξέρω  ποιο είναι καλύτερο. Το ότι με χειροκρότησε όλο το γήπεδο ή το ότι έβαλα τα δύο γκολ. Δεν ξέρω. Ακόμη τα ζυγίζω.»

Δυο μήνες μετά συνέβη το ίδιο με τους φιλάθλους του Ολυμπιακού:

«Σ’ ένα πιο αδιάφορο βαθμολογικά παιχνίδι έτυχε να βάλω ένα από τα πιο ωραία γκολ μου νομίζω. Υπήρχαν και οι φήμες ότι είχα κλείσει στον Ολυμπιακό. Όλο αυτό νομίζω μέτρησε».

Για την άρνηση του να πάρει μεταγραφή από τον Απόλλωνα στον Ολυμπιακό:

 «Ήταν δύσκολο. Από πού να αρχίσω. Είχα φύγει, είχα κρυφτεί, με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μέρα ο Αλαμάνος για να πάω να υπογράψω, καθώς τα είχε βρει με τον Ολυμπιακό.  Ήμουν σε ένα νησί με έναν φίλο μου και δεν απαντούσα στα τηλεφωνήματα. Ο μάνατζερ μου  δεν με πίεζε για τον Ολυμπιακό, απλά μου έλεγε «κάνε ένα ραντεβού, θέλουν να σε δουν». Δεν με πίεζε για να πάω στον Ολυμπιακό, του είχα ξεκαθαρίσει ότι θέλω να πάω στην ΑΕΚ. Το ραντεβού τελικά έγινε, αντιμετώπισα έναν άνθρωπο του Ολυμπιακού γνωστό, ο οποίος μιλούσε απέναντι σε έναν νεαρό, είχε και λίγο ύφος. Κλείνοντας, η κουβέντα ήταν «αν δεν έρθεις στον Ολυμπιακό θα μείνεις στον Απόλλωνα». Άγνοια κινδύνου από μένα, ως πιτσιρικάς, με το που τελείωσε η συνάντηση δεν υπήρχε. δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς, αλλά και η συμπεριφορά δεν μου άρεσε. Μετά ήθελε να μου μιλήσει στο τηλέφωνο, γιατί εγώ είπα δεν υπάρχει πιθανότητα να πάω στον Ολυμπιακό. Πάλι οι πιέσεις να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον Ολυμπιακό, μιλάω και στο τηλέφωνο, με τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Του είπα ότι εσείς είπατε ότι αν δεν πάω στον Ολυμπιακό θα μείνω στον Απόλλωνα, οπότε θα μείνω στον Απόλλωνα. Έτσι του έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά σκεφτόμουν τι να κάνω για να μπορέσω να πετύχω αυτό που θέλω, πως θα πάω στην ΑΕΚ. Ο Αλαμάνος μου έλεγε θα πας στον Ολυμπιακό, αλλιώς θα μείνεις στον Απόλλωνα. Με την ΑΕΚ είχα κάνει μια συνάντηση, όχι επίσημη. Η ΑΕΚ με ήθελε, αλλά είχαν συμφωνήσει στον Απόλλωνα. Ένα βράδυ που ήμουν στο γραφείο του μάνατζέρ μου, του Πασχάλη Παπαδόπουλου, σκέφτηκα κάτι. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός είχε κάνει καλές μεταγραφές, είχε πάρει και τον Μπάγεβιτς, γενικά υπήρχε ένα κλίμα ότι πάει για το πρωτάθλημα, ότι γίνεται μεγάλη ομάδα, γιατί είχε και μια περίοδο που δεν ήταν πολύ καλή, για δέκα χρόνια. Οπότε ρώτησα τον μάνατζέρ μου πως θα κάνω γνωστό σε όλους -μιας και δεν είχα πολλές σχέσεις με δημοσιογράφους-  ότι θέλω να κάνω μία δήλωση. Μου είπε κάποιον στην Ώρα για Σπορ νομίζω και κάπου αλλού. Θυμάμαι ότι πήρα τηλέφωνο, ότι δεν πίστευαν πως είμαι εγώ στο τηλέφωνο στην εφημερίδα και έκανα μια δήλωση ότι είτε θα πάω στην ΑΕΚ είτε θα μείνω στον Απόλλωνα. Την επόμενη μέρα γράφτηκε παντού, όπως περίμενα αντέδρασε ο Ολυμπιακός και είπε ότι παίκτης που δεν θέλει να έρθει σε μας, ούτε εμείς τον θέλουμε και όλα πήραν τον δρόμο τους».

Για το ρίσκο της απόρριψης του Ολυμπιακού:

«Δεν σκεφτόμουν τέτοια πράγματα, είχα άγνοια κινδύνου. Δεν θυμάμαι να φοβόμουν για κάτι. Δεν λέω πως ήμουν θαρραλέος, ήμουν ένας πιτσιρικάς που είχε κάτι στο μυαλό του και έπρεπε να γίνει».

Για το αν επηρεάστηκε από τη μετακίνηση του Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό και την περίπτωση να τον ακολουθούσε:

«Καθόλου. Είχα λατρεία στον Μπάγεβιτς, όπως όλοι μας, αλλά όχι. Πριν από τη μεταγραφή, έτρωγα σε ένα εστιατόριο, ήταν νομίζω Απρίλιος και στο διπλανό τραπέζι ήταν ο Μπάγεβιτς. Σε κάποια στιγμή από ευγένεια τον χαιρέτησα, είχαμε παίξει και στο Κύπελλο είχαμε χάσει στον τελικό και θυμάμαι να μου έχει πει ο Μπάγεβιτς, «θα ήθελα να σ’ έχω στην ομάδα μου» ή κάτι τέτοιο. Εκ των υστέρων σκεφτόμουν τι εννοούσε, γιατί τότε ήταν στην ΑΕΚ. Αναρωτιόμουν τι εννοούσε ακριβώς λέγοντας ομάδα μου, είχε κλείσει στον Ολυμπιακό;  Εμένα να με επηρεάσει αυτό, όχι. Κατ’ αρχήν ήμουν από τους πικραμένους ΑΕΚτζήδες επειδή έφυγε ο Μπάγεβιτς, δεν τον κρίνω, έτσι ήταν εκείνη την εποχή, ήμουν ΑΕΚ».

Για την αντιπαλότητα ΑΕΚ-Ολυμπιακού:

 «Ο Μπάγεβιτς έφυγε  και πήγε στον Ολυμπιακό, η ΑΕΚ ήταν πικραμένη από αυτό, Ο Ολυμπιακός έκανε όλες τις μεταγραφές, έριξε πολλά χρήματα, γενικά υπήρχε μια τρομερή αντιπαλότητα μεταξύ ΑΕΚ και Ολυμπιακού. Θυμάμαι εκείνο το ματς του Κυπέλλου, ως πιτσιρικάς, κάνοντας πλάκα. Θυμάμαι ότι στρίψαμε στον ιππόδρομο, παίρνοντας την ευθεία για το Καραϊσκάκη και θυμάμαι να σπάνε τα πάντα! Άκουγες μόνο πέτρες να πέφτουν στο λεωφορείο. Όλοι ήμασταν κάτω και γινόταν πόλεμος. Το λεωφορείο πήγαινε όμως, πώς να σταματήσει. Μιλούσα με μια φίλη μου στο τηλέφωνο και δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα βάλει τα γέλια. Τώρα που το σκέφτομαι είναι τρομακτικό, τότε, πάλι θα ξαναπώ, ως πιτσιρικάς γελούσα. Έκανα πλάκα. Όταν πήγα την πρώτη χρονιά η ομάδα ήταν καλή, ήταν στρωμένη ομάδα. Οπότε όταν ανέλαβε ο Ραβούσης, ο οποίος ήταν βοηθός του Μπάγεβιτς, η ομάδα ήταν στρωμένη και ήταν μια καλή ομάδα. Πιστεύαμε στα πόδια μας. Λέω στο τηλέφωνο  σε μια φίλη μου, τη Σοφία, αν φτάσουμε στο γήπεδο, θα κερδίσουμε! Το πίστευα πολύ. Γενικά το πίστευε και ο κόσμος πολύ. Φτάσαμε τελικά!  Κερδίσαμε κιόλας, ήταν ωραίο ματς. Μια ωραία κούρσα του Κετσπάγια, πάνω από το μισό γκολ είναι του Κετσπάγια, εγώ απλά την έσπρωξα στα δίχτυα».

Τα χρόνια στην ΑΕΚ:

 «Τα πρώτα χρόνια μου στην ΑΕΚ αντίπαλος ήταν ο Ολυμπιακός για πολύ συγκεκριμένο λόγο, λόγω Μπάγεβιτς, λόγω του ότι μπήκε πολύ δυναμικά και ήταν ο αντίπαλος στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος και επειδή υπήρχε αυτή η σχέση των οπαδών της ΑΕΚ με τον Μπάγεβιτς σε μεγάλη ένταση. Αυτό που με ενδιέφερε παραπάνω εμένα ήταν να δίνω χαρά σε αυτόν τον κόσμο, πάντα τα 3-4 πρώτα χρόνια η νίκη με τον Ολυμπιακό είχε μεγαλύτερη σημασία, από τη νίκη με τον Παναθηναϊκό. Ήταν το ντέρμπι. Εκείνο το ματς στο ΟΑΚΑ, που νομίζω ότι είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή σίγουρα για μένα στην ΑΕΚ, ήταν σαν ταινία. Έχω πει με τους φίλους μου πριν δύο βράδια πως θα γίνει, το προηγούμενο βράδυ στο ξενοδοχείο ήρθε ο «Ντούντου» μαζί με τον Βαμβακά να συζητήσουμε αν πρέπει να ξεκινήσω ή αν πρέπει να μπω αλλαγή, ποια είναι η γνώμη μου, φυσικά δεν είχα γνώμη. Δε θυμάμαι καν τι είπα. Ο Ντούντου είπε στο τέλος ότι θα κρατήσουμε το μηδέν, θα σε βάλω αλλαγή στο δεύτερο ημίχρονο και θα βάλεις το γκολ. Θα κερδίσουμε και θα φύγουμε. Ξεκινάει το ματς, δεν θυμάμαι άλλο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, όπου είχε τόσο μεγάλη υπεροχή ο Ολυμπιακός. Δηλαδή είχε κατηφόρα, όπως λέμε στο ποδόσφαιρο, δεν περνούσε η μπάλα το κέντρο με τίποτα. Ο Ατματσίδης έπιανε τα πάντα, από το 10ο λεπτό προσπαθούσα να βρω τα μάτια του προπονητή, να με δει για να μπω. Ήμουν στον πάγκο και τον κοιτούσα συνέχεια. Αυτός τίποτα. Έχανε ο Ολυμπιακός ευκαιρίες συνέχεια, ήταν μαρτύριο, δεν ξέρω πως πέρασαν τα πρώτα 45 λεπτά. Ποδοσφαιρικά μας είχε ισοπεδώσει. Ημίχρονο. Εγώ να περιμένω, να είμαι σε αναμμένα κάρβουνα. Ξεκινάει το δεύτερο, πάλι το ίδιο. Ο Ολυμπιακός στην επίθεση, εμείς στην άμυνα. Για ένα λόγο πίστευα ότι αυτό που έχουμε συμφωνήσει θα γίνει. Δεν ξέρω γιατί, νομίζω το πίστευε και ο κόσμος. Και σε κάποια φάση γυρίζει και μου κάνει νόημα να σηκωθώ για ζέσταμα. Με το που σηκώνομαι, θυμάμαι τον κόσμο μας, να πανηγυρίζει θαρρείς και θα κερδίσουμε. Ήμασταν υπερτυχεροί που ήταν ακόμα 0-0. Κάνω ζέσταμα και τελικά επειδή έτσι τα ήθελε η τύχη και η μοίρα, μπήκα, έκανα το γκολ και κερδίσαμε 0-1».

Για το ρίσκο της επέμβασης στη μέση:

«Όλα με ρίσκο τα έκανα στο ποδόσφαιρο. Πολλές φορές. Τα πρώτα 2-3 χρόνια έπρεπε να παίζω στα ματς με τον Ολυμπιακό. Έπρεπε να βρω τρόπο. Θυμάμαι ότι έναν μήνα δεν έκανα προπονήσεις. Ρώτησα τον φυσιοθεραπευτή μου, γιατρούς, έκανα μια ένεση ξυλοκαϊνη-κορτιζόνη στη μέση, μια μέρα πριν. Θυμάμαι ότι για έναν μήνα ήμουν στο κρεβάτι, για να σηκωθώ έπρεπε να πιάνω τους τοίχους. Είχα ισχυρούς πόνους. Δεν μπορούσα με τίποτα να σταθώ. Έκανα την ένεση, επί της ουσίας ήταν παυσίπονη, για να μπορέσω να σηκωθώ χωρίς να πονάω. Για να παίξω έστω και λίγο. Πήγα αποστολή, πήγα για ζέσταμα με τον φυσιοθεραπευτή νωρίτερα και θυμάμαι ότι ήταν σαν να μην είχα κανένα πρόβλημα. Τίποτα, σαν να ήμουν κανονικά στις προπονήσεις. Έβλεπα τον κόσμο που πανηγύριζε και πετούσα. Σπριντ, άλματα, τα πάντα. Γυρνάω μέσα και λέω στον προπονητή πως είμαι ΟΚ. Αλλάζω φανέλα, ετοιμάζομαι και μαζευόμαστε για να βγούμε έξω. Εκεί πονάω πάλι. Με πιάνει η μέση και δεν μπορώ να κουνηθώ! Λέω του προπονητή, ότι δεν μπορώ να κουνηθώ. Μου λέει, δεν πειράζει, βγες! Ήμουν σαν να έχεις καταπιεί καδρόνι και δεν μπορείς να στρίψεις. Βγήκα, παραλίγο να βάλω και γκολ. Αλλά εντάξει, όχι ότι έπαιξα, απλά στεκόμουν για 45 λεπτά».     

Η ψυχολογία των ντέρμπι:

«Η ψυχολογία ήταν πολύ ισχυρός παράγοντας. Το έβλεπες στα μάτια των αντιπάλων στη Φιλαδέλφεια ότι έχουν χάσει! Τα δύο πρώτα χρόνια, το έβλεπα στα μάτια τους. Υπήρχε φόβος. Μας φοβόταν ο αντίπαλος, ήμασταν και καλή ομάδα όμως. Ο Ολυμπιακός χτιζόταν εκείνα τα δύο χρόνια, η ΑΕΚ ήταν πιο έτοιμη. Ένιωθες δηλαδή ότι ήμασταν πολύ πιο έτοιμοι για τα ματς».

Για το αν σκεφτόταν τι σημαίνει ο ίδιος για τον κόσμο της ΑΕΚ:

«Ναι, έπρεπε να βάλω το γκολ. Έπρεπε να παίζω για να σκοράρω. Επειδή οι συγκυρίες ήταν έτσι και πήγα στην ΑΕΚ όταν έφυγε ένα σύμβολο τόσων χρόνων, που λάτρεψαν όλοι, και πήγα εγώ, αρνούμενος να πάω στον Ολυμπιακό, με υποδέχτηκαν οι ΑΕΚτζήδες πολύ ζεστά από την πρώτη στιγμή. Οπότε ήταν πιο εύκολο για μένα να αποδώσω από την πρώτη χρονιά. Μου προκαλούσε ευθύνη, όχι όμως άγχος αυτό. Και να ένιωθα άγχος, θα ήταν πριν το ματς. Μες το γήπεδο να έχω άγχος, δεν με θυμάμαι».

Για το ματς που ο Βάντσικ του στέρησε πολλά γκολ και τελικά κατάφερε να σκοράρει (1997-1998, 2-1):

«Κοιτάξτε ποια είναι η διαφορά μεταξύ τερματοφύλακα και επιθετικού. Το ματς δεν έληξε 5-1 υπέρ του Παναθηναϊκού επειδή, πέντε μου έπιασε ο Βάντσικ και ένα έφαγε! Έληξε 2-1 υπέρ μας. Ο Βάντσικ μπορεί να μου έπιασε πέντε, τελικά ένα έβαλα και κερδίσαμε. Είναι λίγο άδικο αν το σκεφτείς. Ο Βάντσικ μπορεί να μην έτρωγε γκολ, στατιστικά είχε πιάσει πάρα πολλά στο ματς. Εγώ είχα πείσμα. Με θυμάμαι μέχρι το 90′ να προσπαθώ να βάλω γκολ. Δεν θυμάμαι να μ’ έχει πάρει ποτέ από κάτω σε έναν αγώνα, το να χάσω μια ευκαιρία. Η ΑΕΚ ήταν καλύτερη και είχα χάσει εγώ πολλές φάσεις. Αλλά και στατιστικά δηλαδή, τόσες φορές προσπάθησα να βάλω γκολ στον Βάντσικ και μπήκε ένα από τα έξι σουτ σε εκείνο το παιχνίδι».

Για τον αποκλεισμό στα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων από τη Λοκομοτίβ και τις επαφές με την Άντερλεχτ:

«Υπήρχε ένα κλίμα μετά το ματς, κυρίως επειδή έχασα μια ευκαιρία καλή για να κερδίσουμε, έτσι την έχω στο μυαλό μου. Οι ΑΕΚτζήδες την έχουν ως μια ευκαιρία που δεν χάνεται, αλλά έχω χάσει πολύ πιο εύκολες. Αλλά υπήρχε πολύ αρνητικό κλίμα, το ένιωθα. Νομίζω ότι όλοι ήθελαν να φύγω, ότι ήμουν ο μοναδικός υπεύθυνος για τον αποκλεισμό και ότι δεν με ήθελαν. Αυτό ένιωθα. Ίσως ήταν άδικο, ίσως ήταν για λίγο. Για 2-3 βδομάδες, αλλά δεν το σκεφτόμουν αλλιώς. Δεν το σκέφτηκα ως αχαριστία. Κατ’ αρχήν, στις εφημερίδες είχε γραφτεί ότι δεν με ένοιαζε, ότι στην επιστροφή έκανα πλάκα, γελοιότητες.  Όλος ο κόσμος ήθελε να πάμε στους «4» και εγώ δεν ήθελα. Ή φταίω εγώ που έχασα την ευκαιρία και όχι όλη η ομάδα που καθόμασταν απέναντι σε μια μέτρια ομάδα, τα τελευταία 10 λεπτά δεν βγήκαμε από το τέρμα μας. Το θεώρησα άδικο όλο αυτό. Δεν μπορεί να φταίει ένας ποδοσφαιριστής που έχασε μια ευκαιρία σε ένα ματς και να δέχεται τρομερή κριτική απ’ όλο τον Τύπο. Δεν είναι μόνο ο Τύπος, είναι και οι συμπαίκτες, όλοι και η διοίκηση της ΑΕΚ δεν είχε κανένα πρόβλημα. Δεν πήγα μόνος μου, δεν το έσκασα για να πάω να μιλήσω με την Άντερλεχτ. Θυμάμαι ότι πήγα εκεί και η Άντερλεχτ είχε ετοιμάσει τα συμβόλαια. Δηλαδή περίμεναν να υπογράψω. Μου είχαν δώσει φανέλα. Για έναν λόγο δεν το έκανα. Δεν ξέρω γιατί. Τους είπα όχι, θα γυρίσω πίσω πρώτα και μετά θα υπογράψω. Γύρισα πίσω, με περίμεναν κάποιοι φίλοι της ORIGINAL έξω από τα γραφεία του μάνατζερ που είχα. Κάναμε μια μεγάλη κουβέντα μαζί, εισέπραξα αγάπη. Είπαν «δεν είναι όπως νομίζεις, σ’ αγαπάμε». Μετά έφυγα, πήγα σε ένα ξενοδοχείο στα νότια προάστια για τρεις μέρες, μόνος μου. Θυμάμαι ότι ήμουν ολομόναχος και τσακωνόμουν στο τηλέφωνο με οικογένεια, φίλους, με όποιον μ’ αγαπούσε, γιατί όλοι έλεγαν «φύγε» και θυμάμαι αυτό που μου είχε πει και ο πατέρας μου, όταν ήμουν στον Εθνικό στην Αλεξανδρούπολη, «φύγε για να πας Α’ Εθνική», το ίδιο και πάλι, «φύγε». Εγώ έλεγα όχι, θα μείνω. Δεν έχω τσακωθεί ξανά με τους γονείς μου. Ένα κλίμα απ’ όλους τους φίλους μου, την οικογένειά μου ήταν να φύγω, και εγώ να τους λέω όχι, τελικά θα μείνω. Τόσο απλά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι έκανα αυτό το τριήμερο. Ήμουν εκεί και σκεφτόμουν. Δεν είχα επαφή με κανέναν άλλο, μόνο με φίλους στο τηλέφωνο. Είναι πολύ δύσκολο να πω τι θα έκανα αν γυρνούσα το χρόνο πίσω. Νιώθω πολύ καλά. Όσο έπαιζα, νόμιζα ότι απλά ήμουν ένας καλός παίκτης, ο οποίος είναι παθιασμένος με αυτό που κάνει. Αφού τελείωσα, κατάλαβα ότι ήμουν καλός παίκτης, αλλά παρόλο που είχα αυτοπεποίθηση όταν έπαιζα, ποτέ δεν πίστευα ότι ήμουν πολύ καλός παίκτης, το κατάλαβα αφού τελείωσα την καριέρα. Αν το δω εντελώς ποδοσφαιρικά, αν έφευγα τότε, θα έκανα μια άλλη καριέρα. Αλλά επειδή, το είχα δηλώσει και παλιότερα,  ποτέ δεν ήμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής -δεν μπορώ να πω ότι λειτούργησε υπέρ μου αυτό, αλλά έτσι ένιωθα και έτσι νιώθω –  όχι δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο, είναι και το πώς νιώθεις, είναι πολλά πράγματα μαζί. Οπότε τα ίδια θα έκανα».

Για τις κατά καιρούς διαπραγματεύσεις του με την ΑΕΚ:

«Δεν έκανα ποτέ διαπραγμάτευση με κανέναν πρόεδρο της ομάδας και κανένας πρόεδρος της ΑΕΚ και κανένας πρόεδρος, δεν έκανε ούτε καν με τον μάνατζέρ μου, σχετικά με τα χρήματα. Γιατί πολύ απλά, προτείνανε καλά συμβόλαια και η απάντησή μου ήταν «ναι». Στην Άντερλεχτ, πήρα τηλέφωνο τον κ. Νικολάου και του είπα πως θέλω να μείνω, μου είπε «αυτή είναι η πρόταση» και του είπα «ναι». Ούτε μάνατζερ έβαλα, ούτε τίποτα. Ποτέ δεν έκανα παζάρι ή διαπραγμάτευση με την ΑΕΚ, σε κανένα συμβόλαιο μου».

Για τον αγώνα με τον Ολυμπιακό και τον χαρακτηριστικό πανηγυρισμό του στα κάγκελα της Σκεπαστής:

«Γενικά όλα μου τα γκολ τα πανηγύριζα μπροστά στους οπαδούς μας, δεν νομίζω ότι έχω πανηγυρίσει μπροστά σε οπαδούς αντιπάλων ποτέ, όπου κι αν ήταν. Και την προηγούμενη χρονιά ήταν στο άλλο τέρμα και έπρεπε να πάω εκεί, δεν μου άρεσε ποτέ να πικραίνω οπαδούς, έχω ένα σεβασμό στον οπαδό, απλά ήθελα να κάνω χαρούμενους τους δικούς μας. θυμάμαι ανέβαινα στα κάγκελα και ήθελα να ανέβω και ξαπλώσω, είχε ένα δίχτυ πάνω από τη σκεπαστή εντάξει δεν θα έφευγα ποτέ από εκεί, ευτυχώς που δεν το έκανα…Πάρτι»

Για την απόσυρσή του από την Εθνική ομάδα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις κακές διαιτησίες εναντίον της ΑΕΚ:

«Η Εθνική ομάδα είναι τιμή. Ξεκίνησα να παίζω στην Εθνική το 1988. Αν εξαιρέσω το Euro 2004, που είχα τραυματισμούς, από το 1988 ως το 2004 ήμουν βασικός σε όλες τις Εθνικές ομάδες. Αυτά τα δύο χρόνια έλειπα μόνο. Αλλά εντάξει, μου κόστισε. Δεν θεωρώ ότι ήταν λάθος μου. Ιδίως τώρα που μπορεί να καταλάβει και ο κόσμος τι γινόταν. Ιδίως τώρα που όλοι έχουν συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Δεν είναι απλά μια Εθνική ομάδα και το ελληνικό πρωτάθλημα είναι κάτι άλλο, δεν είναι έτσι. Κάπως έπρεπε να αντιδράσουμε. Αυτοτιμωρία ήταν, δεν τιμωρούσαμε κάποιον, αλλά κάπως έπρεπε να αντιδράσουμε, κάπως. Κανείς δεν είχε αντιδράσει ποτέ. Ήταν ένας τρόπος, σωστός ή λάθος, ήταν ένας τρόπος διαμαρτυρίας. Ήξερα ότι ήταν βαρύ αυτό που θα έκανα, αλλά το σκέφτηκα καλά στα αποδυτήρια».

Για το διεθνές βραβείο Fair Play μετά το γκολ του που ζήτησε να ακυρωθεί στον τελικό Κυπέλλου με τον Ιωνικό:

«Ήταν μια δικαίωση, από πού να δικαιωθώ, από το ελληνικό πρωτάθλημα που παίζαμε; Δεν μπορώ να διανοηθώ να γίνει κάτι άλλο. Δηλαδή θα ήμουν αυτή τη στιγμή και θα είχα κερδίσει ένα Κύπελλο «κλέβοντας» τους παίκτες και την ομάδα του Ιωνικού;  Θα κοιμόμουν ήσυχος; Δεν γίνεται, δεν το συζητάω. Δεν είναι καν θέμα προς συζήτηση».

Για τα διοικητικά της ΑΕΚ όσο ήταν ποδοσφαιριστής:

«Οι ευθύνες που λέγαμε νωρίτερα ότι ένιωθα, το ότι με ένοιαζε το μέλλον της ομάδας και όχι απλά η απόδοσή μου, μοιραία μείωσαν την απόδοσή μου στο γήπεδο, το μυαλό μου ήταν συνέχεια στο ποιος απατεώνας ήρθε να διοικήσει την ομάδα, θυμάμαι ότι ήμουν διακοπές σε κάτι νησιά στο εξωτερικό και σηκώθηκα και έφυγα, γιατί ένας τύπος από το Μεξικό, ήρθε να πάρει την ομάδα. Δεν κέρδισα κάτι από αυτό».

Για την πίστη στον πρωταθλητισμό και την αποχή του από τις προπονήσεις στην ΑΕΚ:

«Κάθε χρόνο πίστευα. Δεν ξέρω που έβρισκα την πίστη, αλλά ήμασταν στα αποδυτήρια, από τη μία πλευρά εγώ, από την άλλη 4-5 πιο έμπειροι ποδοσφαιριστές από μένα, και είχαμε μια τεράστια διαφορά αντίληψης. Εγώ που έλεγα, πάμε, φέτος θα το πάρουμε το πρωτάθλημα και οι 4-5 που λέγανε αποκλείεται, πάλι ο Ολυμπιακός θα το πάρει στο τέλος. Η διαφορά του αισιόδοξου από τον απαισιόδοξο. Στο τέλος δίκιο είχαν. Απλά στο μεσοδιάστημα, περνούσα καλύτερα από αυτούς. Τι εννοώ, το ότι είχα πίστη και είχα κίνητρο να παίξω, με κρατούσε ζωντανό όλη τη χρονιά. Ενώ το να είσαι απαισιόδοξος, σε κάνει να τα παρατάς λίγο πιο εύκολα, πιο γρήγορα. Αν έχεις στο μυαλό σου, το «ό, τι και να κάνω είναι μάταιο» σίγουρα δεν μπορείς να αποδώσεις. Και νομίζω με τα χρόνια στην ΑΕΚ, επειδή ήταν μια σκληρή πραγματικότητα, χανόταν η πίστη. Τώρα αν με επηρέασε για την αποχή μου από τις προπονήσεις, δε νομίζω ότι σκεφτόμουν αυτό. Μετανιώνω γι’ αυτό, απλά άρχιζα να νομίζω ή να έχω ευθύνη να με ενδιαφέρει ακόμη και η διοίκηση της ομάδας, το οποίο δημιουργούσε πρόβλημα αυτοσυγκέντρωσης στα παιχνίδια. Από τη στιγμή που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, έπρεπε να είχα φύγει από την ομάδα. Αν δεν μπορούσα να αλλάξω κάτι στη διοίκηση ή δεν μου άρεσε αυτό το πράγμα, τότε έπρεπε να είχα φύγει και όχι να έμενα αντιδρώντας. Ο προπονητής με έπεισε να συνεχίσω. Αγαπούσα κάθε προπονητή. Και ιδίως τον Φερνάντο. Ανθρώπινος. Τον πίστεψα μέχρι το τέλος. Δεν είχαμε μιλήσει μόνο για ποδόσφαιρο. Ήταν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, σοφός. Και τον αγαπάω. Τότε ίσως ήθελα και εγώ από κάπου να πιαστώ, να πιστέψω. Για να έχω πάλι κίνητρο. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο, ποδοσφαιριστές και προπονητές. Μιλάμε μεταξύ μας και βρίσκουμε άκρη. Δεν πάει να πει ότι έφτιαξαν όλα, αλλά μου έλειπε».

Για τον Μάκη Ψωμιάδη ως ιδιοκτήτη της ΑΕΚ και τις διαφορές του με τον Φερνάντο Σάντος:

«Με ιδιοκτήτη τον Ψωμιάδη, τότε. Ο οποίος αν θυμάμαι καλά έκανε μεταγραφές μόνος του, χωρίς να ρωτήσει τον προπονητή, τον Σάντος. Ο Σάντος ως σοβαρός άνθρωπος και προπονητής είπε ότι παραιτείται, δεν μπορούσε να μείνει σε μια ομάδα που η διοίκηση έκανε μεταγραφές χωρίς να τον ρωτάει. Όχι ότι είχε πρόβλημα με τον Ίβιτς για παράδειγμα, κι αυτό φάνηκε και στη συνέχεια, καθώς τον έβαζε βασικό. Εκεί χάλασε το κλίμα. Ενώ ήμασταν πολύ δεμένοι μέχρι τότε στο ποδοσφαιρικό τμήμα, γίναμε στρατόπεδο.  Κάποιοι ήταν με τη διοίκηση και οι περισσότεροι με τον Σάντος, όπως εγώ. Εκεί μπορώ να πω, πρώτη φορά στη ζωή μου θυμάμαι να έχω κάνει πράγμα. Δηλαδή έχω πάει στο σπίτι του Ψωμιάδη, τον έχω πάρει τηλέφωνο, του έχω πει θέλω να σε δω, ενώ δεν του μιλούσα καν. Έχω πάει σπίτι του, του έχω πει ότι αν θες να πάρουμε το πρωτάθλημα πρέπει να κρατήσεις τον Σάντος. Μπροστά μου πήρε τηλέφωνο τον μεταφραστή και κίνησε τις διαδικασίες για να μείνει. Δεν μου άρεσε αυτό που έκανα, αλλά κοιτούσα να μην πάει χαμένη η χρονιά. Δεν είχα άλλο τρόπο να αντιδράσω. Είχα πάει στο σπίτι του Φερνάντο για να του μιλήσω, απέξω ήταν αυτοκίνητα με μπράβους. Δηλαδή ήταν μια κατάσταση κινηματογραφική λίγο. Τελικά έμεινε. Όπως αυτός μου μίλησε και συνέχισα στην αρχή της σεζόν, πιστεύω ότι μαζί με τον Άκη Ζήκο τον επηρεάσαμε θετικά. Είδε ότι έχει ποδοσφαιριστές να στηρίζεται και ήμασταν τότε και έμπειροι ποδοσφαιριστές, δεν ήμουν νεαρός. Μετά όμως δεν ήταν ίδιο το κλίμα μεταξύ των παικτών. Δεν είχαμε καλό κλίμα. Ήταν κάποιοι με τον Ψωμιάδη και οι περισσότεροι ήμασταν με τον Φερνάντο. Τραγικό! Τραγικό ότι μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα στα δύο. Είναι τραγικό το δίλλημα από μόνο του, δεν στέκει. Η ομάδα άλλαξε και ποδοσφαιρικά. Μέσα στο γήπεδο έβλεπα αλλαγή. Δεν έπαιρνα πάσες. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά είναι τραγικό».

Για το κλίμα με Μπάγεβιτς:

 «Δεν αντεχόταν άλλο. Ήταν η τελευταία χρονιά, με επιστροφή Μπάγεβιτς, ένα κομμάτι του κόσμου μας δεν μπορούσε να το δεχτεί. Υπήρχε ένα κλίμα, με το οποίο δεν θα απέδιδα καλά, δεν θα μπορούσα να συνεχίζω να παίζω. Όπως δεν ήταν καλή και η τελευταία μου χρονιά».

Για το μεταγραφικό ενδιαφέρον και η φυγή στο εξωτερικό:

«Θυμάμαι ότι υπήρχε ενδιαφέρον από τη Μονακό, μετά την Παρί Σεν Ζερμέν. Κάτι πρωταθλήματα τα οποία δεν με ενδιέφεραν. Η Ρέιντζερς, η οποία είχε ενδιαφερθεί και παλιότερα. Η Παρί Σεν Ζερμέν μου άρεσε. Ξεκίνησα προπονήσεις, μεταξύ μας φιλικά παιχνίδια, με Χαλίλχοτζιτς προπονητή.  Μετά από 10 μέρες, ενώ έπρεπε να υπογράψω, μου έκαναν τα ιατρικά τεστ. Με φώναξε στο γραφείο του και άρχισε να μου κάνει. Τότε την μεταγραφή την έκανε ένας μάνατζερ, ο Τσάλασαν, ο οποίος είχε τον Καρεμπέ στον Ολυμπιακό. Γνωστό όνομα. Εγώ δεν είχα ντιλάρει ποτέ στη ζωή μου, ούτε στην ΑΕΚ, ούτε εκεί. Είχα πει θέλω αυτά τα χρήματα, αυτό το συμβόλαιο. Και με είχε φωνάξει στο γραφείο του να μου κάνει παζάρια για το συμβόλαιο. Πράγμα για το οποίο, ούτε έτοιμος ήμουν, ούτε ήθελα να μιλήσω εγώ για τέτοια πράγματα. Αλλά είχαν περάσει 10 μέρες και ήταν όλα ΟΚ. Δεν μου άρεσε, θεώρησα ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν καλή. Πήγα στο ξενοδοχείο, πήρα τα πράγματα, πήγα στο κέντρο του Παρισιού σε ένα ξενοδοχείο και έκατσα εκεί. Ήρθε ο μάνατζερ και μου λέει, σε ψάχνει ο Χαλίλχοτζιτς. Του λέω πως δεν υπάρχει πιθανότητα να γυρίσω, δεν υπογράφω στην Παρί. Μου λέει ότι εκ των υστέρων έμαθε, ότι η Παρί και όλες οι γαλλικές ομάδες όταν έχουν χρωστούμενα των προηγούμενων μηνών, δεν έχουν δικαίωμα να καταθέσουν νέο συμβόλαιο, έπρεπε να ξεπληρώσουν και μετά. Δεν μου το είχε πει κανείς, δεν μου άρεσε η συμπεριφορά του Χαλίλχοτζιτς, έπαιρνε τηλέφωνο για να μιλήσουμε, δεν του μιλούσα, στενοκέφαλος, είχαν περάσει οι μέρες, είχαν μείνει λίγες, δεν είχα ομάδα και παρόλα αυτά, είπα όχι. Δεν θέλω  να πάω στην Παρί. Άρχισε λίγο το άγχος. Στη γυναίκα μου είπα, ότι αν δεν βρω ομάδα δεν γυρίζω στην Αθήνα, θα μείνω Παρίσι. Όλοι ήταν λίγο αγχωμένοι γιατί περνούσαν οι μέρες. Και μετά, μια μέρα ήρθε η πρόταση από την Ατλέτικο. Δεν σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω όσο δεν έβρισκα ομάδα. Μετά από 10-20 χρόνια που θα έχω μεγαλώσει περισσότερο και θα κάνω μια αναδρομή, θα πω περισσότερες λεπτομέρειες για το τι έγινε εκείνο το καλοκαίρι. Τώρα δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες. Έκατσε η Ατλέτικο Μαδρίτης, μου άρεσε και το ισπανικό πρωτάθλημα και έγιναν όλα πολύ εύκολα. Πήγα, υπέγραψα και πέρασα 7 μαγικούς μήνες».

Διαφορές ανάμεσα στην Ισπανία και την Ελλάδα:

«Αυτό που μου έχει μείνει και δεν μπορώ να το περιγράψω αν προσπαθήσω είναι το ότι σαν να άδειασε το σώμα μου και το μυαλό μου, σαν να κουβαλούσα τόσα πολλά πράγματα, προβλήματα, σκέψεις, χιλιάδες και εκεί δια μαγείας ήμουν τόσο ελεύθερος και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ιδίως στην αρχή, δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Ήμουν τόσο ελεύθερος. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να κάνω καλή διατροφή, να κάνω καλή γυμναστική και να παίζω. Τίποτα άλλο. Είχα πάει 70 κιλά, είχα 6,5% λίπος, όλες μου οι μετρήσεις ήταν άψογες. Έκανα δυο φορές τη μέρα προπόνηση, τίποτα, μόνο μπάλα. Μετά σκεφτόμουν, αν ήμουν έτσι στην Ελλάδα και δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο, θα έπαιζα πολύ καλύτερα. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, νομίζω συνολικά και όχι ανά παιχνίδι δεν νομίζω να έχω παίξει πάνω από το 70%. Η φυσική μου κατάσταση, η ψυχραιμία, η διαύγεια που είχα ήταν τεράστια η διαφορά. Έπαιζα, υποδεχόμουν τη μπάλα τις πρώτες δύο αγωνιστικές και πάντα το μυαλό μου ήταν ότι ένας έρχεται, είτε μου ρίχνει κλωτσιά, είτε μου τραβάει τη φανέλα. Μέχρι να καταλάβω ότι μπορούσα να πάρω τη μπάλα και να γυρίσω, ότι ο αντίπαλος δεν είναι κολλημένος επάνω μου, πέρασαν τρεις αγωνιστικές. Δηλαδή είχε πλάκα. Έπαιρνα τη μπάλα και έστριβα, δεν είχα ούτε κλωτσιά ούτε φανέλα! Θυμάμαι ένα ματς με τον ΟΦΗ, όπου είχα τον προσωπικό αντίπαλο σε όλο το ματς από την φανέλα. Κατ’ αρχήν δεν έχω τσακωθεί ποτέ με προσωπικό αντίπαλο. Ποτέ, όσο και να με χτυπούσε. Παίζαμε, παίζαμε, πάντα από τη φανέλα ο στόπερ του ΟΦΗ. Σε μια φάση ο ΟΦΗ κερδίζει κόρνερ, εγώ είμαι στο κέντρο του γηπέδου. Ο στόπερ του ΟΦΗ είναι δίπλα μου και με πιάνει από τη φανέλα. Η μπάλα είναι δικιά τους και εκτελούν κόρνερ. Γυρνάω, τον κοιτάω και του λέω «τι κάνεις;», ήταν πολύ αστείο. Μου απαντάει, «τι να κάνω ρε Ντέμη, δεν μπορώ αλλιώς»! Εντάξει, σεβασμός. Δεν του ξαναμίλησα ποτέ. Από συνήθεια την έπιανε, σου λέει τόσα λεπτά την πιάναμε, τώρα θα την αφήσουμε. Και μετά πάω σε ένα πρωτάθλημα, το οποίο σίγουρο θα τύχει μια τέτοια φάση, αλλά δε νομίζω στην Ελλάδα να έχω υποδεχτεί τη μπάλα χωρίς να έχω κολλημένο αντίπαλο. Ποτέ! Ποτέ όμως. Άλλο ποδόσφαιρο και άλλη η δική μου ψυχολογία».

Για το συμβόλαιο με την Ατλέτικο:

«Για ένα λόγο. από την αρχή ήταν να κάνω δύο χρόνια συμβόλαιο, όμως τους είπα ένα. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είχα τίποτα στο μυαλό μου. Σαν να ήθελα να τους πω, δείτε με πρώτα και μετά αν θέλετε εγώ εδώ είμαι. Τον Ιανουάριο που με φώναξε ο πρόεδρος για να κάνουμε το άλλο συμβόλαιο, το μυαλό μου ήταν σε άλλα πράγματα. Δεν δέχτηκα, είχα πάρει την απόφαση ότι θα σταματήσω την καριέρα μου το καλοκαίρι. Θεωρώ ότι είμαι λογικός άνθρωπος. Ότι κάνουμε στη ζωή μας, δεν το κάνουμε για κανέναν,  το κάνουμε για εμάς. Τα πάντα. Δεν θέλω να φανεί ότι έχω κάνει κάτι για κάποιον, για μένα το έκανα, ένιωθα καλά. Και ελεημοσύνη να κάνεις, για σένα την κάνεις. Νιώθεις καλά όταν την κάνεις. Ότι έκανα στην καριέρα μου ή στη ζωή μου και ότι κάνει ο οποιοσδήποτε, το κάνει πρώτα για τον εαυτό του. Αυτό λέγεται βαθύτατος εγωισμός και νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εγωιστές αν και είναι παρεξηγημένη λέξη, αλλά από τη στιγμή που τα έκανα όλα αυτά για να νιώθω καλά σημαίνει ότι τουλάχιστον δεν είναι παράλογο».

Για τον τραυματισμό του πριν το Euro 2004:    

 «Δεν μπορούσα καν να τρέξω. Ήθελε να δηλώσει παίκτες ο Ρεχάγκελ και γινόταν κουβέντα, να με δηλώσει ή όχι. Δεν μπορούσα να κάνω προπόνηση. Το ιατρικό τιμ έλεγε ότι ήταν η γάμπα μου και μου έκαναν μασάζ στη γάμπα, ο φυσιοθεραπευτής μου, τον οποίο δεν άφηναν να έρθει εκεί να με εξετάσει, μου έλεγε από το τηλέφωνο ότι είναι από τη μέση μου η ενόχληση, δεν χρειαζόταν καν να με εξετάσει. Χάρη σε αυτόν έπαιζα τόσα χρόνια, έχασα ελάχιστα ματς, οπότε του είχα τυφλή εμπιστοσύνη. Το 80% των παικτών της Εθνικής, αυτόν είχε φυσιοθεραπευτή, τον εμπιστευόμασταν τον κ. Καρβουνίδη. Είχαμε ένα ρεπό τις τελευταίες ημέρες της προετοιμασίας, να πάμε στην πόλη και το βράδυ στις 10 να ήμαστε πίσω. Μιλάω με τον Χρήστο στο τηλέφωνο, μου είχε πει από την προηγούμενη μέρα  ότι κανόνισε με τον γιατρό της Εθνικής στίβου της Γερμανίας να με δει στο Φράιιμπουργκ. Πήρα τον Κατσουράνη που είναι σαν μικρός μου αδερφός για παρέα. Νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο δεν πρέπει να είχα καν δίπλωμα, φύγαμε, περάσαμε τα σύνορα, βρήκαμε την κλινική. Με βάζει να προχωρήσω λίγο, περπατάω, βλέπει την κίνησή μου, μου λέει για το στυλ παιχνιδιού μου, αρχίζει και μου κερδίζει την εμπιστοσύνη και μετά μου λέει:  «Θα συνεχίζεις να παίζεις μπάλα μετά το Euro;». Του λέω: « Όχι, θα σταματήσω». Μου λέει ότι υπάρχει μια πιθανότητα να παίξεις. Θα σου κάνω ένα κοκτέιλ φαρμάκων και υπάρχει πιθανότητα να μπορείς να παίξεις για ένα διάστημα. Θα σου δώσω χαρτιά με τα συστατικά για την ΟΥΕΦΑ και την ομοσπονδία σου. Παίρνω τηλέφωνο τον Καρβουνίδη και μου λέει, ότι σου πει, κάντο! Ο γιατρός μου λέει, ξάπλωσε. Ξαπλώνω και είναι αστείο να το περιγράψει και ο Κατσουράνης κάποια στιγμή αυτό. Αρχίζει και μου βάζει βελόνες, από την πλάτη ως τη γάμπα. 22 ή 23 βελόνες. Κάνει κάτι μείγματα και μου κάνει  ενέσεις στη σειρά. Μου λέει μην οδηγήσεις, γιατί μπορεί να ζαλιστείς και σε δύο μέρες θα μπορείς να τρέχεις. Δεν μπορούσα να τρέξω καν τότε. Περπατούσα και κούτσαινα. Εν τω μεταξύ έχει περάσει η ώρα. Επιστρέφουμε, οδηγεί μια ώρα ο Κατσουράνης και στη συνέχεια εγώ, αφού δεν με έπιασε το φάρμακο. Στα σύνορα Γερμανίας-Ελβετίας μας σταματά η αστυνομία. Έγινε κανονικός έλεγχος. Μου είπαν βγες έξω, βάλε τα χέρια στον τοίχο. Δεν είχαμε χαρτιά επάνω μας. Είπαμε τα στοιχεία μας, τα επιβεβαίωσαν και μας είπαν ΟΚ, μπορείτε να συνεχίσετε. Φτάνουμε στις 12 στο ξενοδοχείο, με τον Ρεχάγκελ να είναι στη ρεσεψιόν και εμείς θα πρέπει κάπως να περάσουμε, να πάμε στο δωμάτιο. Το καταφέρνουμε κι αυτό. Σε δύο μέρες ξεκινάω τρέξιμο, όντως. Αυτό που σκέφτηκα εκ των υστέρων, είναι ότι ο άνθρωπος μου έκανε ένα κοκτέιλ και σου λέει, πόσο να πάει η Ελλάδα, στους ομίλους θα παίξει. Δηλαδή με έπιασε το φάρμακο μέχρι και τη Γαλλία! Που να φανταστεί ο άνθρωπος ότι θα πρέπει να μου κάνει ένεση που θα με πιάσει μέχρι και τον τελικό! Έπαιξε με τη Γαλλία, τελευταίο ματς και μετά τελείωσε. Ο Κατσουράνης που με έβλεπε την ώρα των ενέσεων, είχε δακρύσει γιατί με έβλεπε ματωμένο. Με τρυπούσε παντού και είχε τρομάξει, είχε σοκαριστεί».

Για το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του με τη Γαλλία:

 «Προημιτελικός. Τελείωσε ωραία, αν και χωρίς να έχω ενεργό ρόλο, ωραία τελείωσε. Χάρηκα με μένα, γιατί μπόρεσα και χάρηκα με την επιτυχία χωρίς να είμαι πρωταγωνιστής.  Είναι σημαντικό. Αποφάσισα να είμαι πρωταγωνιστής σε άλλα πράγματα, έβλεπα πως δεν μπορούσα άλλο και ειδικά στα τελευταία 2-3 ματς. Αλλά ήμουν πολύ κοντά στην ομάδα, ήμουν δίπλα τους, προσπάθησα να βοηθήσω κάπως αλλιώς. Εννοείται πως ήμουν ο βασικός σέντερ φορ, αλλά αν ήμουν ο βασικός σέντερ φορ δεν θα παίρναμε το Euro. Γιατί έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Οι αντικαταστάτες μου πέτυχαν τα γκολ , αν ήμουν εγώ δεν θα το παίρναμε. Αλλά το κρατάω αυτό. Τελείωσε σύντομα η καριέρα μου, αλλά τελείωσε με ένα σπουδαίο γεγονός. Δεν είχα πάρει πρωτάθλημα στην Ελλάδα και πήρα πρωτάθλημα Ευρώπης. Αστείο. Δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη στιγμή από το Euro».

Καλύτερη στιγμή στην καριέρα του :

«Το Euro 2004, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο».

Ο  καλύτερος αντίπαλος:

«Αν και τον αντιμετώπισα δύο φορές ή ίσως μία, είναι ο Αγιάλα. Ήταν ο πιο σκληρός αντίπαλος. Καλός αμυντικός, της Βαλένθια».

Ο καλύτερος συμπαίκτης:

«Με τον Μπατίστα ήμασταν καλό δίδυμο, με τον Ιμπαγάσα στην Ατλέτικο, με τον Τόρες. Λέω παίκτες που είχα συνεργασία, έπαιζαν δίπλα μου ή πιο πίσω από μένα, αυτούς τους ξεχωρίζω. Και με τον Τσιάρτα τον πρώτο χρόνο”.

Το καλύτερο γκολ του:

«Νομίζω με τον Παναθηναϊκό το 2-1. Αντιγραφή είναι το σουτ, «έκλεβα» τον Βαζέχα τα προηγούμενα χρόνια. Σταματούσε τη μπάλα, γυρνούσε με τη μία. Από τον Βαζέχα το έχω «κλέψει» και την πλήρωσε η ομάδα του σε εκείνο το ματς. Άλλα όντως ήταν σπουδαίος σε αυτό ο Βαζέχα και τον παρατηρούσα».

Το αξέχαστο γκολ:

 «Στο ΟΑΚΑ με τον Ολυμπιακό. Είναι η πιο ευτυχισμένη μου στιγμή, γιατί πρέπει να είναι και από τις πιο χαρούμενες στιγμές των ΑΕΚτζήδων. Δεν ξέρω γιατί, δεν έκρινε και κάτι αυτό το ματς. Δεν έκρινε το πρωτάθλημα ή κάποιον τίτλο, ήταν νωρίς. Κι όμως δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, γιατί πήγα στον κόσμο και έβλεπα μόνο κύματα, θολά.»

Η χειρότερη στιγμή:

 «Το 4-3 με τον Ολυμπιακό. δικαίως χάσαμε, πιο έτοιμος μπήκε ο Ολυμπιακός στον αγώνα. Όπως πιο έτοιμη μπήκε η ΑΕΚ μια βδομάδα μετά και πήραμε το κύπελλο, έτσι και στο ματς αυτό ο Ολυμπιακός ήταν καλύτερος, για Χ λόγους, παρουσιάστηκε πιο έτοιμος. Αλλά ήταν μια προσπάθεια… Ήμασταν 10 άτομα, καλοί παίκτες και ο προπονητής, ήταν όμως κακή στιγμή».

Καλύτερος προπονητής που συνεργάστηκε:

«Ο Σάντος. Στα 28 μου βρήκα προπονητή να μου κάνει τακτική, μέχρι τότε έλεγαν μόνο το όνομά μου στην ενδεκάδα. Κανείς δεν μου είχε πει τίποτα. Ήμουν καλός παίκτης και με έβαζαν να παίζω. Αν εξαιρέσω τον Ραβούση που μου έλεγε να παίζω κοντά στο αράουτ και γενικά μου έδινε 2-3 εντολές, δεν υπήρχε ποτέ προπονητής να με μάθει να παίζω. Έπαιζα αυθόρμητα. Ο Σάντος είχε συγκεκριμένες εντολές. Παίζαμε στην Παναχαϊκή, κερδίζαμε 0-1, τελείωνε το παιχνίδι, ερχόταν με αγκάλιαζε, μου έλεγε «ήσουν ο καλύτερος παίκτης, μπράβο». Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν τα χειρότερα, ότι δεν έβαλα γκολ, δεν έκανα φάση, αλλά εγώ έκανα αυτό που ήθελε ο προπονητής, μου έφτανε, έκανα αυτό που μου είπε. Ποιον πρέπει να μαρκάρω, ποιους χώρους πρέπει να κλείνω. Άλλος προπονητής δεν υπήρχε να μου δώσει εντολές. Δεν είχα βάλει πολλά γκολ με τον Σάντος, κι όμως ξέρω ότι ήταν η καλύτερη μου χρονιά. Δηλαδή, το πόσο βοήθησα την ομάδα. Είχαμε σχέδιο, αν ρωτήσεις τον Άκη Ζήκο θα σου πει το ίδιο. Έτρεχε αριστερά, δεξιά όλα τα χρόνια και του είπε ο Σάντος τι πρέπει να κάνει. Ήταν μορφή και είναι ακόμη».

Το 11 στη φανέλα:

«Δεν ξέρω, ίσως λόγω του Μαύρου. Και μετά λόγω Ρομάριο. Ο Μαύρος ήταν ο μεγαλύτερος σκόρερ, έπαιζε στην ομάδα μου. Μετά ο Ρομάριο. θυμάμαι που έλεγε ότι θα μας βάλει 3 γκολ μέσα στην Αϊντχόφεν και μετά. εντάξει, μας έβαλε τρία γκολ!».

Για τη σχέση με τον κόσμο της Ατλέτικο:

«Δεν είχα κάνει συνεντεύξεις, δεν είχα πάει ποτέ σε συνεντεύξεις Τύπου. Έπαιρνα πολύ αγάπη από τον κόσμο της Ατλέτικο. Δεν ξέρω τον λόγο. Ήμουν στον πάγκο και φώναζαν το όνομα μου από το 10λεπτο, να μπω μέσα. Δεν έχω καταλάβει γιατί. Ίσως είχαν διαβάσει το ιστορικό μου. Ότι ήμουν στην ΑΕΚ, ότι ήμουν οπαδός της και έγινα ποδοσφαιριστής της. Δεν ξέρω, είναι ανεξήγητο».

Το πιο δύσκολο γκολ:

 «Στη Μπαρτσελόνα, το πιο δύσκολο».

Το γκολ στο Νόου Καμπ:

 «Είναι ωραία γιατί υπάρχει μια βοή. Γενικά στα ισπανικά γήπεδα αν κάνεις κάτι καλό, ο κόσμος το υποδέχεται. Ακούς θόρυβο πολύ. Βάζεις γκολ μέσα στο Νόου Καμπ και ακούς τεράστιο θόρυβο, το οποίο Νόου Καμπ χωράει 100.000, μπορεί να είχε 50.000 με εμάς, όμως πάλι επειδή είναι ψηλό και εντυπωσιακό, κάνεις μια καλή ντρίμπλα και το εισπράττεις. Ήταν καλό ματς, ίσως το καλύτερο μου, μέσα στη Μπαρτσελόνα».  

Ηθοποιός που θα ήθελε να υποδυθεί τη ζωή του:

«Θα σου πω τον αγαπημένο μου, ο Ματ Ντέιμον, γιατί έχει γράψει το “Good Will Hunting”, μια ταινία που πήρε Όσκαρ σεναρίου, την έχει γράψει ο ίδιος, είναι μια ταινία που μου έχει πει πράγματα». 

Αγαπημένος εν ενεργεία ποδοσφαιριστής:

«Ρούνεϊ. Δεν είναι στο στυλ μου ο Μέσι. Τεράστιος ποδοσφαιριστής φυσικά. Είναι και με ποιον ταιριάζεις. Παλιότερα μ’ άρεσε ο Χιουζ της Μάντσεστερ, που είναι πιο σκληρός, θα κάνει και τάκλιν. Ο ΡούνεΪ μου κάνει πιο σκληρός και είναι καλός παίκτης».