Στον τελικό του πρώτου – και μοναδικού ελπίζω – φάιναλ φορ της ιστορίας που έγινε χωρίς παρουσία κόσμου παρατάχθηκαν δύο ομάδες με σημαντικά διαφορετικές προπονητικές φιλοσοφίες. Από τη μία η στιβαρή Μπάρσα, η μοναδική ομάδα φέτος που πέρασε τη σεζόν χωρίς σημαντικές αναταράξεις σε επίπεδο αποτελεσμάτων. Δεν χρειαζόταν να την παρακολουθήσει κανείς παρά 2-3 φορές για να καταλάβει πως αυτή η ομάδα υποτάσσεται και υπακούει στις προσταγές του προπονητής της σε σχεδόν απόλυτο βαθμό: παιχνίδι μισού γηπέδου, σημείο αναφοράς το low post, πολλές δράσεις μακριά από τη μπάλα, ιδιαίτερη σημασία στις αποστάσεις. Το εκάστοτε πρόσωπο έμπαινε στην υπηρεσία του συνόλου, ακόμα κι αν ο τρόπος δεν το εξυπηρετούσε σε απόλυτο βαθμό. Το κλασικότερο παράδειγμα είναι αυτό του Νικ Καλάθη, ο οποίος είναι ο καλύτερος point guard της Ευρωλίγκας σε κατάσταση ανοιχτού γηπέδου, όμως φέτος έφερε σε πέρας ένα διαφορετικό σχέδιο.
Στην άλλη πλευρά ο Εργκίν Αταμάν ελάχιστα διαφοροποιήθηκε αυτή την τριετία σε σχέση με το μπάσκετ που έφερε την Εφές σε δύο διαδοχικούς τελικούς σε βάθος τριετίας. Βρίσκοντας στο ρόστερ έναν βετεράνο χαρισματικό 2-3άρι (Σίμον) και προσθέτοντας άλλους τρεις (Λάρκιν, Μίτσιτς, Μπομπουά), ο Τούρκος άφησε στο ταλέντο των παικτών του την απόφαση σχεδιάζοντας απλά για αυτό το επίπεδο plays, κυρίως με σκριν στη μπάλα και οικοδομώντας με καλούς σουτέρ στις υπόλοιπες θέσεις τις απαραίτητες αποστάσεις. Ακόμα και αν η Εφές δεν είχε κερδίσει χθες βράδυ το τρόπαιο, ακόμα και αν το Βάσα Μίτσιτς δεν είχε στεφθεί MVP του φάιναλ φορ, η πρόοδος του Σέρβου και συνολικά της ομάδας θα ήταν φανερή. Δίπλα του ο Σέιν Λάρκιν μεταμορφώθηκε από έναν pass first point guard που γνωρίσαμε στην Μπασκόνια στον απόλυτο σκόρερ, πράγμα που επίσης πιστώνεται στον προπονητή του.
Ο Σερτάτς Σανλί είναι η τελευταία περίπτωση ραγδαίας βελτίωσης στην Εφές, αν υποτεθεί πως ο Μπομπουά συνέχισε να είναι ο σταθερός σκόρερ, ο Σίνγκλτον ένας top-3 αμυντικός στην Ευρωλίγκα και παίκτης των μεγάλων αγώνων και ο Ντάνστον η… μάνα του λόχου. Μόνο ο Αντριέν Μοερμάν έριξε τις επιδόσεις του σε σχέση με την πρώτη, οργιαστική χρονιά, όμως σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε εκτός από την ηλικία και ο σοβαρός τραυματισμός που φανερά τον εκτροχίασε.
Σάρας και Μπαρσελόνα θα καταριούνται δικαιολογημένα την τύχη τους επιστρέφοντας στην Καταλονία, αφού ο τραυματισμός του Καλάθη ήταν χτύπημα που το ρόστερ ήταν αδύνατον να αντέξει έτσι όπως ήταν χτισμένο. Είναι ειρωνικό αλλά πέρα για πέρα αλήθεια: ο Νικ μετακόμισε φέτος σε ένα πολυτελές και πανάκριβο ρόστερ, όμως παρέμεινε το ίδιο αναντικατάστατος με όσο ήταν στον Παναθηναϊκό. Σε αυτό φυσικά συνέδραμαν και οι επιλογές του προπονητή του, ο οποίος μετά την αποπομπή Ερτέλ δεν βρήκε ή δεν δημιούργησε εκ των έσω μια βιώσιμη για αυτό το επίπεδο εναλλακτική. Φτάνοντας στον τελικό, όλοι υπέθεταν πως ο Λίο Βέστερμαν θα έβγαινε από τη ναφθαλίνη για να δώσει κάποια ποιοτικά λεπτά και πως ο Άνταμ Χάνγκα θα γινόταν το πρώτο ανάχωμα στην περιφέρεια στην πιθανότατη περίπτωση που ο Καλάθης δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Ο Λιθουανός αποφάσισε διαφορετικά, κράτησε τον Γάλλο εκτός αποστολής, τον Χάνγκα στον πάγκο και αποφάσισε να ζήσει – και εν τέλει να χάσει – με τον ανήμπορο Νικ για 17 λεπτά στο παρκέ και τον Μπολμάρο να βουτά στα πιο βαθιά νερά της καριέρας του.
Επιστρέφοντας στην Εφές, δεν είναι περίεργο που αυτή η ομάδα κέρδισε την συμπάθεια των ουδέτερων. Δεν ήταν όμως μόνο τα υψηλά σκορ, ο υπερηχητικός Λάρκιν, ο πληθωρικός Μίτσιτς. Ήταν κυρίως η αίσθηση του παιχνιδιού χωρίς χαλινάρι, η αποδοχή του ρίσκου και του περιττού, η απόφαση της στιγμής και του ενστίκτου που έκαναν τους μπλε της Κωνσταντινούπολης να πάρουν θέση στις καρδιές πολλών φίλων του μπάσκετ.
Μην με παρεξηγήσετε, λατρεύω τα πινακάκια των προπονητών, να τους βλέπω να σχεδιάζουν αυτό που ο αντίπαλος δεν θα μπορέσει να σκεφτεί. Όσο όμως κι αν προσπαθεί κανείς να τετραγωνίσει τον κύκλο προβλέποντας τα πάντα, η μπάλα θα είναι στρογγυλή. Και θα είναι πάντα στα χέρια των παικτών.