Ο Ντούσαν Ιβκοβιτς έφυγε σε ηλικία 78 ετών. Ο Δημήτρης Καρύδας αποχαιρετά τον μεγάλο δάσκαλο και γράφει πολλές γνωστές και άγνωστες ιστορίες.

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ήταν δάσκαλος του μπάσκετ. Ήταν και πολλά άλλα πράγματα όμως: Σκληρός, συγκρουσιακός και με ένα δικό του κώδικα τιμής και ηθικής. Άπαξ και σε εμπιστευόταν πάει και τελείωσε. Ήσουν ‘’δικός’’ του, άπαξ και σε κοίταγε με στραβό μάτι δύσκολα θα άλλαζαν τα μυαλά του. Υπό αυτό το πρίσμα το γεγονός ότι ευλογήθηκα να έχω καλές σχέσεις μαζί του, να μιλάμε και να μοιραζόμαστε διάφορα το θεωρώ τιμή και παράσημο!

Ο Ντούντα δεν είχε ‘’γκρίζες’’ ζώνης στα 78 χρόνια της ζωής του. Μεγαλωμένος σε μια ζόρικη γειτονιά του Βελιγραδίου σπάνια μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια. Μια απ΄ αυτές μου είπε: ‘’Για να γίνεις άντρας υπήρχε στη γειτονιά μου μια τελετή. Κυκλοφορούσε ένας τύπος που για ψύλλου πήδημα σε έσπαγε στο ξύλο. Σε έστελναν οι μεγάλοι της παρέας να πλακωθείς μαζί του. Και όταν γύριζες μαυρισμένος θεωρούσαν ότι είχες γίνει άντρας και δεν ήσουν πια παιδάκι’’. Κάπως έτσι στην τεράστια καριέρα του δεν δίστασε να τα βάλει με τους πάντες…

Στην πρώτη θητεία του στην Ελλάδα, στον πάγκο του Άρη, φεύγοντας είχε πει σε μια συνέντευξη στο ΦΩΣ: ‘’Ποτέ ξανά σε ομάδα που θα κοουτσάρω στη ζωή μου δεν θέλω τον Γκάλη’’. Ήταν η επίσημη δήλωση που έδωσε το στίγμα της Σέρβικης σχολής προπονητών και φτάνει μέχρι τον μεγαλύτερο μαθητή του, τον Ομπράντοβιτς: Στην ομάδα που έχει Σέρβο προπονητή υπάρχει χώρος για ένα σταρ. Τον προπονητή! Και τη δέσμευση την τήρησε. Κάποια στιγμή ο ΠΑΟΚ προσέγγισε τον Γκάλη και ετοιμαζόταν να τον κλείσει ο Ντούντα έβαλε βέτο στον Νίκο Βεζυρτζή. ‘’Δεν θα δώσεις για αντάλλαγμα τον Παπαχρόνη’’,του είπε. Και ο Γκάλης δεν έπαιξε ποτέ στον ΠΑΟΚ! Λίγους μήνες αργότερα, δεν δίστασε όταν ο Φασούλας έκλεισε στον Ολυμπιακό να τον κατηγορήσει δημόσια ότι είχε προδώσει την ομάδα και είχε μαρτυρήσει τα συστήματα της στον άσπονδο εχθρό του Γιάννη Ιωαννίδη στη διάρκεια των ημιτελικών των πλέι οφ, μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο Φασούλας ήταν ο εμπνευστής του προσωνυμίου που ακολούθησε τον Ιβκοβιτς σε όλη του τη ζωή: Σοφός! Βέβαια, δεν το είχε πει για να τον κολακέψει αλλά στον Ντούντα έμεινε το ‘’σοφός’’ και ελάχιστοι, το μνημόνευαν κοροϊδευτικά ή σκωπτικά! Με τον Φασούλα κουτσά στραβά τα ξαναβρήκαν και είχαν αρμονική συνεργασία μέχρι την τελευταία σεζόν του Παναγιώτη στον Ολυμπιακό. Εκεί θυμήθηκαν τα….παλιά και ξανάρχισαν οι καβγάδες. ‘’Γιατί, δηλαδή να τον βάλω να παίξει’’, θα πει μερικούς μήνες αργότερα σε μια συνέντευξη του ο Ντούντα. ‘’Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε και μου ζήτησε να παίξει άλλη μια χρονιά. Και με παρακάλεσε να μην τον ξεφτιλίσω την τελευταία του χρονιά στο μπάσκετ. Συμφωνία να τον κρατήσω στην ομάδα είχαμε κάνει, όχι πόσο θα τον βάζω να παίζει’’. Μάλιστα….

Δεν χρειάζεται νομίζω να μνημονεύσω την ιστορία με τον Μπουρούση στον Ολυμπιακό, την επίθεση στον Αλεξ Τάιους, τις σφιγμένες γροθιές και το ”ελάτε να παίξουμε μπουνιές” στους οπαδούς του Παναθηναϊκού που τον αποδοκίμαζαν μετά ένα αγώνα με τον Πανιώνιο και τα ”γαλλικά” που αφορούσαν στενά οικογενειακά πρόσωπα με τον Σούμποτιτς στους διαδρόμους του ΟΑΚΑ μετά από ένα ντέρμπι αιωνίων!

Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση του από τον πάγκο της Εφές μιλούσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε μέσες άκρες ότι δεν έχει πρόθεση να κοουτσάρει ξανά στη ζωή του. ‘’Τα πράγματα άλλαξαν μπρε. Εγώ όλη μου την καριέρα ήθελα οι παίκτες μου να με φοβούνται και να με σέβονται ταυτόχρονα. Τώρα ο καθένας τους έχει 10 εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα. Ούτε με φοβούνται, ούτε με σέβονται’’. Και μου αποκάλυψε μια σχετική ιστορία που είχε συμβεί στην Εφές και τον οδήγησε στην απόφαση να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Αλλά αφού δεν την είπε ποτέ δημόσια δεν πρόκειται να το κάνω πλέον…

Έτσι ήταν πάντα και δεν άλλαξε ποτέ. Το 1989, παραμονές του Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, ο Γιουγκοσλαβικός τύπος είχε πέσει πάνω του για την απόφαση να κρατήσει τον Γιούρε Ζντόβτς στη δωδεκάδα εκείνης της ομαδάρας. Και όχι κάποιον πιο γνωστό παίκτη. ‘’Δεν με ενδιέφερε που με έβριζαν. Εγώ ήθελα τον Γιούρε για δύο λόγους. Να έχω ένα παίκτη που να ισορροπεί με την άμυνα και την πάσα του το τεράστιο επιθετικό ταλέντο των υπολοίπων. Σκόρερ είχα όσους ήθελα. Παίκτη που να παίζει τη δική του άμυνα και να πασάρει τη μπάλα, χωρίς να τον νοιάζει πόσους πόντους θα βάλει δεν είχα κανένα. Επίσης, επειδή ήξερα ότι θα παίξουμε με την Ελλάδα ήθελα ένα παίκτη να μαρκάρει τον Γκάλη’’. Τόσο απλά…

Το 1997 όταν ο Ολυμπιακός πήγε στη Ρώμη ο Ντούντα παραμονές του ημιτελικού δεν μάσησε τα λόγια του. Αντί να κρυφτεί πίσω από τη συνηθισμένη δήλωση του τύπου ‘’έχουμε όλοι 25% πιθανότητες’’ σόκαρε τους δημοσιογράφους: ‘’Εμείς ήρθαμε εδώ για να πάρουμε το Κύπελλο. Και θα το πάρουμε’’. Οπερ και εγένετο…
Στη Ρώμη τους παίκτες τους….χαλάρωσε με μια βόλτα σε ένα λούνα παρκ και όταν τους έβαλε να πετάνε πέτρες σε μια λιμνουλα. Στην Πόλη, 15 χρόνια αργότερα, τους πήγε βαρκάδα στον Βόσπορο με το πλοίο που είχε νοικιάσει ο καλύτερος φίλος του στην Ελλάδα, ο Τίτος Κομνηνός.
Μόνο μια φορά άλλαξε τα χούγια του. Τον έπεισε με χίλια δύο τρικ ο Βαγγέλης Αγγέλου, για χρόνια βοηθός και συνοδοιπόρος του στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό. Ο Ντούντα ήθελε να πάρει σουτέρ και μιλούσε με τον Σέρβο Ράζιτς. Ο Αγγέλου με τον Μαρμαρινό είχαν βρει τον Εϊσι Λο αλλά έπρεπε να τον εγκρίνει ο Ντούντα που ήταν ανένδοτος. ‘’Εγώ παίζει τριάντα χρόνια την ίδια επίθεση (Σ.Σ. flex offence). Αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι και αυτή διδάσκω. Αυτός παίζει μόνο πικ εν ρολ’’, ωρυόταν. Οι συνεργάτες του, βρήκαν τρόπο να τον μεταπείσουν και η απόκτηση του Λο άλλαξε τη ροή των πραγμάτων και της ιστορίας του Ολυμπιακού.Και ο Ντούντα μπήκε στον κόσμο του πικ εν ρολ.

Μπον βιβέρ παλαιάς κοπής λάτρευε ένα καλό ποτήρι ουίσκι, ένα πούρο και την καλή παρέα. Το βράδυ που ο Ολυμπιακός ηττήθηκε για Τρίτη φορά από τη Σιένα –την άνοιξη του 2011- τον πέτυχα μόνο του στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Μόνος του γιατί η ήττα είναι….ορφανή, συντροφιά με ένα ποτό, το ‘’γιατρικό’’ ή το ‘’φάρμακο’’, όπως το έλεγε. ‘’Κάτσε μπρε να μου κάνεις παρέα’’, μου είπε,’’να πιούμε ένα γιατρικό’’. Είχε δικαιωθεί με πικρό τρόπο όταν μετά τη νίκη-μαμούθ του Ολυμπιακού επί της Σιένα στο ΣΕΦ ήταν ο μόνος που δεν χαμογελούσε στα αποδυτήρια. Σχεδόν….έκαιγε προβλέποντας τη συσπείρωση της Ιταλικής ομάδας στα επόμενα ματς. ‘’Δεν έπρεπε να τους ξεφτιλίσουμε. Αλλά τι να κάνω; Όποιον και να έβαζα έκανε….όργια. Ήθελα να κρατήσω την ομάδα και δεν μπορούσα’’. Εκείνο το βράδυ, μου μίλησε πολύ ανοιχτά για τις παθογένειες της ομάδας, τα προβλήματα στα αποδυτήρια, τη γκρίνια που υπήρχε και δεσμεύθηκε ότι ‘’αν μείνω θα τους ξηλώσω όλους. Όποιος μένει στον Ολυμπιακό πολλά χρόνια γίνεται….κατάρα για την ομάδα’’. Το είπε και το έκανε μερικούς μήνες αργότερα όταν η μείωση του μπάτζετ ήταν ένα καλό πρόσχημα για να ξεφορτωθεί όσους παίκτες θεωρούσε…. ανεπιθύμητους. Λάτρευε να δουλεύει με νέους παίκτες, επειδή ήξερε ότι θα τον ακούνε και θα τον σέβονται. Με τους βετεράνους και τις πριμαντόνες δεν τα πήγε ποτέ καλά με εξαίρεση την ενιαία εθνική Γιουγκοσλαβίας και αργότερα την εθνική Σερβίας. Εκεί ήταν άρχοντας, σε ένα διαρκές απυρόβλητο, ένας μπασκετικός Θεός στο θρόνο του. Το ίδιο βράδυ, μου είχε πει μια ατάκα που μερικούς μήνες αργότερα θα την επαναλάμβανε στους παίκτες του μερικούς μήνες αργότερα στα αποδυτήρια πριν την έναρξη του ιστοριού τελικού με την ΤΣΣΚΑ. Είχε ξημερώσει στη Σιένα, πετάγαμε νωρίς για την επιστροφή και προσπάθησα να τον καληνυχτίσω. ”Ξέρεις μπρε τι με ενοχλεί με εσάς τους Έλληνες. Πάω στα μπουζούκια, στον φίλο μου τον Ρέμο και βλέπω να φεύγουν χωρίς να έχουν πιεί όλο το μπουκάλι. Κάτσε να πιούμε και το υπόλοιπο γιατρικό”. Και το ήπιαμε, φεύγοντας αύπνοι για Αθήνα.

Λάτρευε τους εργάτες, τους team players, εκείνους που έβαζαν το εγώ πολύ πιο κάτω από το εμείς. Στην ΑΕΚ, για παράδειγμα, αγαπημένο του παιδί ήταν ο νυν υπουργός Βασίλης Κικίλιας. ”Οταν βλέπω ότι βαριούνται να παίξουν άμυνα οι υπόλοιποι, βάζω τον Βασιλάκη μέσα. Θα μπει, θα παίξει άμυνα για όλους και θα κάνω τη δουλειά μου”, έλεγε χαρακτηριστικά.

Ελληνικά έμαθε από πολύ νωρίς αλλά τα μιλούσε με ένα δικό του τρόπο. Συχνά γελάγαμε ακούγοντας τον και στην αρχή απορούσε, μετά το πήρε απόφαση και έπαψε να ασχολείται με τις αντιδράσεις μας όταν έλεγε ‘’περιμενούσαμε’’ ή ‘’οι πανεπιστήμονες του μπάσκετ’’. Είχε τη δική του αίσθηση του χιούμορ σε βαθμό που δεν ήξερες αν σε δούλευε ή σοβαρολογούσε αλλά ποτέ δεν τον ρώτησα. Μια φορά, έτυχε να ταξιδεύω με τον Ολυμπιακό, ανήμερα της γιορτής μου, του αγίου Δημητρίου. Συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο, έκανε τη σήμα κατατεθέν χειρονομία του (ένα τσίμπημα στο μάγουλο του άλλου) και μου είπε απαθέστατος: ‘’Χρόνια πολλά….Κωστάκη’’. Και με άφησε απορημένο να τον κοιτάζω σαν χάνος! Άλλοι συνάδελφοι δεν είχαν την ίδια….αντιμετώπιση. Είναι περίπου κλασική η ιστορία της πλάκας που σκάρωσαν σε νεόκοπο δημοσιογράφο οι παλιοί της εφημερίδας. Του έδωσαν το τηλέφωνο του σπιτιού του Ντούντα στο Φάληρο και του είπαν να πάρει στις 3 το μεσημέρι και να του ζητήσει συνέντευξη. Φυσικά, όλοι γνωρίζαμε ότι η συγκεκριμένη ώρα της μέρας ήταν ιερή και απαγορευμένη! Ήταν οι αγαπημένες στιγμές του Ντούντα. Ανέβαινε στην ταράτσα του σπιτιού του και χαλάρωνε με τα αγαπημένα του περιστέρια. Ατομική βόμβα να έπεφτε η συνήθεια αυτή δεν άλλαζε. Και δεν άλλαξε μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Ο ανυποψίαστος συνάδελφος τον πήρε τηλέφωνο και έζησε τον απόλυτο….τρόμο! ‘’Δεν μου λες, μπρε, τον πρωθυπουργό τον παίρνεις στο σπίτι του μέρα μεσημέρι;’’, του είπε οργισμένος ο Ντούντα. Τα όσα ακολούθησαν δεν γράφονται γιατί εμπίπτουν στο νόμο περί….τύπου! Έξω φρενών γινόταν και όταν σε αποστολές που έφευγαν νωρίς το πρωί έβλεπε να τον περιμένουν στο αεροδρόμιο τηλεοπτικές κάμερες και φωτογράφοι. Την πλήρωνε ο ταλαίπωρος ο Φιλέρης που ήταν τότε εκπρόσωπος τύπου στον Ολυμπιακό. Κάποια στιγμή μάθαμε τον λόγο: Φοβόταν ότι επειδή ήταν αγουροξυπνημένος θα έβγαινε ατημέλητος στις κάμερες και τις φωτογραφίες.

Οι αντίπαλοι του έλεγαν ότι είναι στριφνός, δύσκολος, απόλυτος αλλά κανείς μεγάλος στο είδος του δεν ήταν εύκολος χαρακτήρας. Πάνω και πριν από όλα όμως ο Ντούντα ήταν ένας μπασκετάνθρωπος που έγραψε πολλές σελίδες από την ιστορία του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Και τον σεβασμό που αποζητούσε τον είχε κερδίσει με την αξία του. Καλό ταξίδι δάσκαλε….