Ο Λουίς Αρκονάδα ήταν γνωστός για την ηγεσία, τη γενναιότητα και τη συνέπεια και θεωρήθηκε ως ένας από τους καλύτερους Ισπανούς τερματοφύλακες όλων των εποχών.

Ο Λουίς Αρκονάδα ήταν γνωστός για την ηγεσία, τη γενναιότητα και τη συνέπεια και θεωρήθηκε ως ένας από τους καλύτερους Ισπανούς τερματοφύλακες όλων των εποχών.
Ο Ισπανός τερματοφύλακας Λουίς Αρκονάδα (Luis Miguel Arconada Etxarri), γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου του 1954, στο Σαν Σεμπαστιάν, στη Χώρα των Βάσκων. Έχοντας παίξει αποκλειστικά για την Ρεάλ Σοσιεδάδ του Σαν Σεμπαστιάν, σε μια σχεδόν 20ετή επαγγελματική καριέρα, βοήθησε τον σύλλογο στη κατάκτηση 4 τίτλων, συμπεριλαμβανομένων δύο πρωταθλημάτων της ισπανικής La Liga. Σπουδαίος πορτιέρο, ήταν από τους καλύτερους που ανέδειξε ποτέ η χώρα της Ιβηρικής και λατρεύτηκε σαν ήρωας από τους Βάσκους και κυρίως, του οπαδούς της Ρεάλ Σοσιεδάδ. Διέθετε θαυμάσιο ρεφλέξ και διακρίθηκε για τις εξαιρετικές του αποκρούσεις. Το σπουδαιότερο παράσημο της καριέρας του ήταν ότι παρά τις δελεαστικές προτάσεις από μεγάλους ισπανικούς και ευρωπαϊκούς συλλόγους, αρνήθηκε επίμονα να παίξει σε άλλη ομάδα και επέλεξε να παραμείνει για πάντα πιστός στην αγαπημένη του Σοσιεδάδ. Συγκέντρωσε 68 διεθνείς συμμετοχές με την ισπανική εθνική ομάδα για 8 χρόνια, αποτελώντας μέλος των ομάδων σε 2 Παγκόσμια Κύπελλα και ισάριθμα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα. Είχε το παρατσούκλι «El Pulpo» (Το Χταπόδι)!
Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Λακούν Ονάκ, σε ηλικία 10 ετών, το 1964. Το 1973 πήγε στην Ρεάλ Σοσιεδάδ. Μετά από δύο περιόδους ως αναπληρωματικός του Ουρούτι (Javier Urruticoechea) έγινε ο βασικός γκολκίπερ του συλλόγου. Έκανε το ντεμπούτο του, στις 22 Οκτωβρίου του 1975, σε μια ήττα 1-3 για το Κύπελο UEFA από τη Λίβερπουλ. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους διαδοχικούς τίτλους πρωταθλητή που κατέκτησε η Σοσιεδάδ τις σεζόν 1980/81 και 1981/82, φτάνοντας μάλιστα την δεύτερη φορά μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου αποκλείστηκε από το μετέπειτα τροπαιούχο Αμβούργο. Αναδείχθηκε για 3 συνεχόμενες περιόδους, 1979/80, 1980/81 και 1981/82, ο Καλύτερος Τερματοφύλακας της Ισπανίας, κερδίζοντας το Βραβείο Θαμόρα (Trofeo Zamora).
Τραυματίστηκε σοβαρά στο εναρκτήριο παιχνίδι της περιόδου 1985/86, κάτι που τον ανάγκασε να χάσει το υπόλοιπο της σεζόν, αλλά και τη συμμετοχή το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Επέστρεψε και αγωνίστηκε για ακόμα 3 περιόδους, βοηθώντας τη Σοσιεδάδ να φτάσει σε δύο διαδοχικούς τελικούς Κυπέλλου Ισπανίας, κατακτώντας το τρόπαιο το 1986/87. Ύστερα από σχεδόν 17 χρόνια στη Σοσιεδάδ, έχοντας παίξει σε 551 συνολικά παιχνίδια για τους Βάσκους, εκ των οποίων τα 414 για το ισπανικό πρωτάθλημα, αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο σε ηλικία 35 ετών.
Στις 27 Μαρτίου του 1977, έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του για την Ισπανία, σε μια φιλική ισοπαλία 1-1 με την Ουγγαρία στο Αλικάντε, αντικαθιστώντας τον τερματοφύλακα της Ρεάλ Μαδρίτης Μιγκέλ Άνχελ (Miguel Ángel González Suárez) στο β’ ημίχρονο. Συμμετείχε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1978 και του 1982, καθώς επίσης και στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 1980 και του 1984, διατελώντας σε αρκετές περιπτώσει ο αρχηγός της ομάδας. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984, οι Ισπανοί με τον Αρκονάδα «φύλακα άγγελο», στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του, έφτασαν μέχρι τον τελικό του Παρισιού, όπου βρήκαν μπροστά τους τη γηπεδούχο Γαλλία.
Και εκεί, στις 27 Ιουνίου του 1984, ο Βάσκος πορτιέρο έκανε το λάθος που οι φίλαθλοι δεν του συγχώρησαν ποτέ, όντας το μεγαλύτερο θύμα της άδικης μοίρας των τερματοφυλάκων! Ένα λάθος, ειδικά αν καθορίσει αποτέλεσμα, μετράει πολύ περισσότερο στη συνείδηση του κόσμου από δεκάδες σωτήριες επεμβάσεις, ακόμα κι αν αυτές έγιναν μέσα στο ίδιο ενενηντάλεπτο! Αυτή η μοίρα, απ’ όλα τα παιχνίδια της λαμπρής σταδιοδρομίας του, διάλεξε στο σημαντικότερο για να κάνει το μεγαλύτερο λάθος του! Μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, όσα χρειάστηκε η μπάλα για να περάσει κάτω από το σώμα του μετά από το φάουλ του Μισέλ Πλατινί (Michel Platini), ο Αρκονάδα σημαδεύτηκε με το σκληρό τρόπο που έχει το ποδόσφαιρο να «μαρκάρει» τους πρωταγωνιστές του.
Ο «ιπτάμενος» Λουίς μετατράπηκε σε γκαφατζή, που στέρησε από την Ισπανία τον πρώτο μεγάλο τίτλο της και όλοι ξέχασαν την ίδια στιγμή ότι ο ίδιος άνθρωπος, μέχρι το «καταραμένο» τελικό του 1984, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της προσπάθειας των «φούριας ρόχας» να βγάλουν τη ταμπέλα των ηττοπαθών από πάνω τους! Το φάουλ του Πλατινί δεν ήταν ιδιαίτερα καλοχτυπημένο, όμως ο Αρκονάδα δεν υπολόγισε σωστά την πορεία της μπάλας, που τρύπωσε ύπουλα κάτω από το κορμί του, καταλήγοντας στα δίχτυα. Το 1-0 άνοιξε το δρόμο στους Γάλλους, οι οποίοι τελικώς πέτυχαν στο φινάλε του ματς ακόμα ένα γκολ και κατέκτησαν το τρόπαιο.
Από το 1985 και μετά, τη θέση του στην εθνική πήρε ο Αντόνι Τσουμπιθαρέτα (Andoni Zubizarreta). Το τελευταίο παιχνίδι του με την εθνική ομάδα ήταν μια ήττα 0-3 στην Ουαλία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986. Μια σοβαρή ρήξη χιαστού συνδέσμου του στέρησε τη συμμετοχή στο Μουντιάλ του 1986. Έχοντας δεχτεί 62 γκολ σε 68 διεθνείς συμμετοχές, δεν μπόρεσε να βγάλει από το μυαλό του το βράδυ της 27ης Ιουνίου του 1984. Εκείνο το βράδυ, δηλαδή, που σημάδεψε τη ζωή του με τρόπο που ο ίδιος σε μια συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα περιέγραψε καλύτερα από τον καθένα:
«Σε κάθε συζήτηση που έκανα, σε κάθε συζήτηση που κάνω, ακόμα και αν δεν είναι ποδοσφαιρικού περιεχομένου, βλέπω στα μάτια του συνομιλητή μου τη διάθεση να με ρωτήσει: πως το έκανες αυτό το λάθος; Φοβάμαι ότι μέχρι να γεράσω δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν το τελικό».
Υπήρχε μια διάσημη ιδιοτροπία που είχε ο Αρκονάδα, σχετική με την (υποτιθέμενη?) άρνησή του να φορέσει την επίσημη στολή της εθνικής, που περιλάμβανε τα χρώματα της ισπανικής σημαίας κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1982. Η άρνηση αυτή αποδόθηκε από κάποιους με τη καταγωγή του ως Βάσκος, ενώ από άλλους αποδόθηκε στη παράδοση, το ότι φορούσε πάντα άσπρες κάλτσες στη Σοσιεδάδ και διατήρησε το έθιμο στην εθνική. Μια άλλη ιδιοτροπία που είχε είναι ότι δεν άλλαζε ρούχα όσο δεν έχανε αγώνα! Έτσι, την περίοδο 1979/80, κατά την οποία η Σοσιεδάδ, έχασε μόνο το προτελευταίο παιχνίδι, ο Αρκονάδα έπαιξε όλη τη σεζόν με την ίδια φανέλα! Κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του Κυπέλλου, μετά τη νίκη της Ισπανίας στο EURO του 2008, ο 3ος γκολκίπερ της ισπανικής εθνικής ομάδας Αντρές Πάλοπ (Andrés Palop), φόρεσε τη φανέλα του Λουίς Αρκονάδα, όταν αυτός αγωνίστηκε στον τελικό του 1984! Θέλησε έτσι να τιμήσει το είδωλό του!
Το αθλητικό του σωματότυπο, η ταχύτητα, η ικανότητά του στις αποκρούσεις, τα αντανακλαστικά του και το ακροβατικό του στυλ, αποτέλεσαν έμπνευση για πολλούς νεότερους γκολκίπερ, ιδιαίτερα συμπατριώτες του, με διασημότερο όλων τον Παγκόσμιο και Ευρωπαίο Πρωταθλητή, τον Ίκερ Κασίγιας (Iker Casillas).
Μετά την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο παρέμεινε έξω από τον κόσμο του ποδοσφαίρου, αφοσιωμένος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τα τελευταία χρόνια, το όνομά του έχει αναδειχθεί ως προεδρικός υποψήφιος της Ρεάλ Σοσιεδάδ, χωρίς να προκύψει κάτι περισσότερο. Ο νεότερος αδελφός του, Gonzalo, ποτέ δεν έπαιξε επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά είχε μια εκτενή καριέρα προπονητή, κυρίως στην Γ’ κατηγορία, ενώ για μερικούς μήνες στις αρχές του 2006, προπόνησε την πρώτη ομάδα της Ρεάλ Σοσιεδάδ.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο, Wikipedia.