Ο Δημήτρης Καρύδας, αποχαιρετά τον Τζίμη Πανούση...

Πάνε χρόνια πολλά, πίσω σε εποχές δύσκολες να μεγαλώνεις. Η Αθήνα μόλις ξύπναγε από τον λήθαργο της δικτατορίας και έμπαινε σε μια άλλη φάση. Και οι έφηβοι της εποχής αναζητούσαν απεγνωσμένα διεξόδους: Ξένη μουσική άκουγες μόνο από τον θρυλικό Γιάννη Πετρίδη που είχε αναλάβει αποκλειστικά τη μύηση μιας άμαθης νεολαίας. Βιβλία λίγα, δίσκοι «εισαγωγής» ακόμη λιγότεροι και το χαρτζιλίκι λιγοστό για να πάρεις τέτοια πνευματικά καλούδια.

Πρέπει να ήταν πίσω στο 1979 (ίσως και ένα χρόνο αργότερα θα σας γελάσω) όταν περνώντας ένα μεσημέρι από τα Προπύλαια είδα μια γκροτέσκα φιγούρα. Με κελεμπία μαύρη, μούσια και ένα σπινθηροβόλο πονηρό βλέμμα. Ανεβασμένος πάνω σε ένα ρείθρο του πεζοδρομίου διαλαλούσε την πραμάτεια. Μια πειρατική κασέτα που είχε τον τίτλο «Μουσικές Ταξιαρχίες» (αν δεν ξέρετε τι είναι οι κασέτες μουσικές ρίξτε μια ματιά στο google για περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες). Η φίλη που ήταν παρέα μου προφανώς ήταν πιο ενημερωμένη: «Φοβεροί οι τύποι», μου είπε και έσκασε το κατοστάρικο (σε παλιές δραχμές) που ήταν το αντίτιμο για την ταπεινή κασέτα. Την ακούσαμε το βράδυ στο σπίτι της και έπαθα σοκ: Δεν ήταν τα μπινελίκια που με σόκαραν, ούτε οι βλαστήμιες. Πράγματα πρωτόγνωρα για την εποχή. Αλλά η καυστικότητα των στίχων, η ανελέητη σάτιρα, η ικανότητα αυτού που έγραφε τα τραγούδια να μπαίνει στο πετσί της ελληνικής πραγματικότητας, να τη διαλύει και να τη κτίζει από την αρχή.

Γρήγορα η κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών έγινε το must των λυκειακών εκδρομών. Διότι όπως και να το κάνουμε δεν άκουγες κάθε μέρα στίχους του τύπου «Στα γυμνάσια θηλέων βγήκαν όλες οι μαθήτριες στο κλαρί, μετατρέψανε τις τάξεις σε πορνεία και οι καθηγητές τους γίναν μαστροποί». Στην πορεία μάθαμε ότι ο τύπος με τα….ράσα που πούλαγε την παράνομη κασέτα (διότι καμία δισκογραφική εταιρεία δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο) χέρι με χέρι για να αποφύγει το χέρι της λογοκρισίας λεγόταν Δημήτρης Πανούσης, Τζίμης ή Τζιμάκος.  Μερικούς μήνες αργότερα, κατάφερε να μαζέψει τη μισή Αθήνα στο Skylamb της Πλάκας όπου οι Μουσικές Ταξιαρχίες πήγαν να αντικαταστήσουν για μια εβδομάδα ένα άλλο μακαρίτη, τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Μέσα τα ατίθασα νιάτα της εποχής διασκεδάζαμε με τις Μουσικές Ταξιαρχίες και απέξω γινόταν διαδήλωση από ιερείς και θρησκευτικές οργανώσεις που ζητούσαν επιτακτικά να κατέβει η βλάσφημη παράσταση.

Τον Τζιμάκο στη διαδρομή τον συνέλαβαν αρκετές φορές με κορυφαία εκείνη την ιστορία της Καρδίτσας όταν ενοχλημένος επαρχιακός αστυνομικός σταμάτησε την παράσταση για προσβολή στα Θεία. Δεν καταδικάστηκε ποτέ ακόμη και μέχρι το 1984 που υπήρχε λογοκρισία και οι πρώτοι δίσκοι του έβγαιναν με….μπιμπ στα επίμαχα σημεία. Δηλαδή με πολλά μπιπ διότι ο Τζιμάκος δεν δίσταζε ούτε μπροστά στον Θεό, ούτε μπροστά στον Σατανά. Και στη διαδρομή έγινε ο τρόμος του κατεστημένου, ο τέλειος οργανωτής μιας καλοστημένης φάρσας που κράτησε πολλές δεκαετίες. Ο Τζιμάκος και ας πέρναγαν τα χρόνια ήταν πάντοτε ο πρύτανης της πρόκλησης. Τυπικά όταν πια έγινε γνωστός στις παραστάσεις του ήξερες ότι θα γελάσεις. Θα γελάσεις με την καρδιά σου. Και μετά τα ατίθασα νιάτα της δεκαετίας του ’80 που είχαν περάσει στη μεριά του κατεστημένου και ήξεραν πια ότι εκείνο το παλιό σύνθημα πως θα αλλάξουμε τον κόσμο είχε πάει περίπατο γύριζαν σπίτι και κοίταγαν τον καθρέφτη τους. Και άρχιζαν να αναρωτιούνται «μήπως ο μπαγάσας ο Τζιμάκος τον Νοέλληνα τον έχει γράψει και για μένα;».

Αυτή ήταν η μαγκιά του Πανούση ακόμη και όταν έγινε και ο ίδιος καλλιτεχνικό κατεστημένο. Σε έκανε να γελάσεις, να προβληματιστείς, να θυμώσεις και σε μπέρδευε λίγο παραπάνω από την προηγούμενη φορά που τον είχες δει. Πάντοτε όμως ήταν εκεί με την ανελέητη σάτιρα του από την οποία δεν ξέφευγε κανείς. Και ίσως και ο ίδιος μεγαλώνοντας στον καθρέφτη της σάτιρας του να έβλεπε τον εαυτό του.

Με το φευγιό του Τζιμάκου κλείνει μια εποχή. Μεγάλη εποχή που ξεκίνησε από τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια και έφτασε στα μνημόνια. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να καπελώσει τη σάτιρα του, δεν «στρατεύθηκε» και αυτοπροσδιοριζόταν κάπου μεταξύ της ανένταχτης αριστεράς και του αναρχισμού. Και επειδή ένας αιρετικός πρέπει να δέχεται και την κριτική δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να απαντήσει γιατί οδηγούσε τζιπ μεγάλου κυβισμού, ζούσε  στα βόρεια προάστια, έστελνε τα παιδιά του ιδιωτικά σχολεία και είχε Φιλιππινέζα για τις δουλειές του σπιτιού, όπως έλεγαν (και έγραφαν) οι αρνητές του.

Για μας τους παλαιότερους που ζήσαμε την επίσημη εποχή της λογοκρισίας αποτελούσε πάντοτε ένα ξένοιαστο ελεύθερο καβαλάρη. Δεν δίσταζε μπροστά σε κανένα. Ένα βράδυ, πάνε ίσως και δύο δεκαετίες στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στη Συγγρού πήρε…μάτι σε ένα από τα πρώτα τραπέζια τον μακαρίτη τον Συρίγο. Κατέβηκε απαθής από τη σκηνή, στάθηκε μπροστά στο τραπέζι και του είπε: «Φιλιππάκο, καλά είσαι;. Δώσε μια τζούρα από το τσιγάρο». Και αφού κάπνισε το μισό τσιγάρο του Συρίγου με στεναγμούς απόλαυσης γύρισε και του είπε: «Μ΄ αυτά που καπνίζεις τώρα καταλαβαίνω γιατί λες τόσες μαλακίες στις μεταδόσεις». Περίμενα ότι ο Φίλιππος θα γινόταν πυρ και μανία. Φτιαγμένος από κοντινά (με τον Πανούση) καλούπια που έβγαζαν αιρετικούς όχι μόνο δεν θύμωσε αλλά γέλασε πιο πολύ από το υπόλοιπο μαγαζί. Και μετά γύρισε σκασμένος στα γέλια και μου είπε: «Με σένα με μπέρδεψε, εσύ λες τις μαλακίες στις μεταδόσεις και την πληρώνω εγώ».

Είχε δώσει κάποτε και μια ιστορική συνέντευξη στο παλιό Τρίποντο, στον συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφο Σωτήρη Κακίση. Για το μπάσκετ, την τέχνη και την πολιτική. Και επειδή είχε πέσει ακρίβεια εκείνη την εποχή και μια έκφραση του συρμού ήταν το καλάθι της νοικοκυράς που άδειαζε ο αθεόφοβος δεν δίστασε να φωτογραφηθεί καρφώνοντας μια μπάλα μπάσκετ σε ένα καλάθι του….σούπερ μάρκετ!

Ο Πανούσης ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς που είχε το θάρρος να λέει «έτσι είμαστε και αν σας αρέσει». Η καλύτερα ήταν από τους τελευταίους της συγκεκριμένης γενιάς. Και είναι ικανός τώρα πια που η ψυχή του αναπαύεται νικημένος από τις περιπέτειες υγείας που είχε τους τελευταίους μήνες θα φρόντισε να σκαρώσει μια τελευταία φάρσα όπως εκείνες οι αμίμητες τηλεφωνικές που κάποτε είχε λανσάρει στα προγράμματα του. Και δεν βάζω στοίχημα αν πήρε τηλέφωνο τον Θεό ή τον Σατανά. Είναι βέβαιο ότι τους πήρε και τους δύο τηλέφωνο για να τον περιμένουν…