Για τρία χρόνια, από τα 17 ως τα 20, ο μακρυχέρης Ηρακλιώτης γκαρντ/φόργουορντ ζέσταινε τον πάγκο του Άρη και του Χολαρδού. Τα επόμενα τρία χρόνια γέμισε τα παρκέ του λιθουανικού πρωταθλήματος, πρώτα με τη φανέλα της Νεβέζις (2019-21) και φέτος με αυτή της Λιετκάμπελις, η οποία εξακολουθεί να δίνει μάχη για το πρωτάθλημα ούσα πίσω με 1-3 νίκες.
Ο Καλαϊτζάκης έδειξε με το καλημέρα έτοιμος για το επόμενο βήμα, μετακομίζοντας σε ομάδα που είχε ευρωπαϊκές υποχρεώσεις στο Eurocup. Μέτρησε 10.8 πόντους, 4.2 ριμπάουντ και 3.0 ασίστ στο πρωτάθλημα με 52% δίποντο, 34.7% τρίποντο και 73.8% βολές, κάνοντας παράλληλα αρκετά λάθη (2.0). Ήταν βασικός μοχλός της ομάδας που τελείωσε την κανονική διάρκεια με ρεκόρ 23-7 και κατάφερε να στείλει εκτός τελικών την πρωταθλήτρια Ζάλγκιρις, ένα κατόρθωμα που αποτελεί τίτλο από μόνο του.
Στο Eurocup ήταν εξίσου θετικός. Το νέο σύστημα διεξαγωγής του επέτρεψε να πατήσει παρκέ και στα 19 παιχνίδια της ομάδας του, να είναι τρίτος σε χρόνο συμμετοχής με 27:37 κατά μέσο όρο και να γράψει 13.0 πόντους με 56% δίποντο, 38% τρίποντο και 74% στις βολές, μαζί με 2.8 ασίστ, 2.8 ριμπάουντ, 1.3 κλεψιματα και 1.9 λάθη.
Στα 23 του χρόνια και σε μια εποχή που οι Έλληνες γκαρντ του τοπ επιπέδου αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, ο Πάνος Καλαϊτζάκης τραβά αυτονόητα πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, μαζί και τα μεταγραφικά ρεπορτάζ που τον θέλουν στόχο τόσο του Παναθηναϊκού, όσο και του Ολυμπιακού. Στην περίπτωση του το ζήτημα δεν είναι αν θα κάνει το βήμα προς την Ευρωλίγκα, αλλά πότε θα το κάνει.
Ο ψηλόλιγνος Κρητικός είναι 2 μέτρα, μαρκάρει τρεις θέσεις με τα μακριά του χέρια, εντούτοις το σώμα του χρειάζεται ακόμα δουλειά αν πρόκειται να ανταποκριθεί στην άμυνα με αλλαγές. Η αμυντική του ικανότητα και ένστικτο είναι επιπέδου Ευρωλίγκας, ενώ όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του μιλούν για ένα σοβαρό, εργατικό παιδί με σωστή νοοτροπία. Ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά στο επιθετικό κομμάτι, εκεί όπου ο Καλαϊτζάκης είναι work in progress. Χωρίς να έχει τίποτα που κάνει εξαιρετικά στην επίθεση, το καλύτερο σενάριο του στην εισαγωγή του στην Ευρωλίγκα θα είναι ένας 3&D ρόλος, από όπου θα κερδίζει τα λεπτά του από την άμυνα και την ικανότητα να σκοράρει σε ελεύθερα σουτ αδύνατης πλευράς.
Πηγαίνοντας στον Παναθηναϊκό θα βρει μπροστά του κάποιους εκ των Παπαπέτρου/Σαντ-Ρος/Νέντοβιτς/Μέικον/Κασελάκη, μιλώντας για τους παρόντες του τωρινού ρόστερ στο «2-3». Ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά τι μέλλει γενέσθαι στο τριφύλλι. Η διάθεση δημιουργίας ελληνικού κορμού είναι στα άμεσα σχέδια του νέου τεχνικού διευθυντή, όμως αυτό δεν παύει να είναι δύσκολο σε μια ομάδα που ακόμα δεν έχει βρει τα πατήματά της στη νέα οικονομική πραγματικότητα.
Πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό θα προσπαθήσει να κάνει αυτό που φέτος δεν κατάφερε ο Μιχάλης Λούντζης. Ο τελευταίος έφτασε πέρσι στον Πειραιά στην ίδια ηλικία με του Καλαϊτζάκη (23), προερχόμενος από μία σεζόν – αποκάλυψη με τον Προμηθέα και αφήνοντας καλές εντυπώσεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τους Πατρινούς, αν και όχι ανάλογες. Ο Λούντζης έπαιξε φέτος σε 14 παιχνίδια Ευρωλίγκας με μέση συμμετοχή σχεδόν τεσσάρων λεπτών και έμεινε στο μηδέν επιθετικά στα 13 από αυτά: οι μοναδικοί 5 πόντοι του στη σεζόν ήρθαν στο 3ο παιχνίδι κόντρα στη Μονακό. Μέχρι εκείνο το σημείο είχε 0/6 σουτ σε 11 αγώνες. Στην σταθερά καταρρέουσα Basket League έπαιξε περισσότερο (21 ματς, 13:28), είχε 5.3 πόντους και 1.9 ασίστ, καθόλου άσχημα. Το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής: θα ήταν ο Λούντζης καλύτερος, χειρότερος ή ο ίδιος παίκτης με 25 λεπτά και ευθύνες πρωταγωνιστή αν αγωνιζόταν την φετινή σεζόν σε μια ομάδα επιπέδου Λιετκάμπελις ή Προμηθέα;
Το ίδιο ερώτημα είναι αυτό που πιθανότατα καλείται να απαντήσει και ο Πάνος Καλαϊτζάκης. Είναι έτοιμος να πατήσει παρκέ Ευρωλίγκας τώρα, ή είναι προτιμότερο να επενδύσει σε μία, ίσως και δύο σεζόν στο Eurocup κερδίζοντας από το χρόνο συμμετοχής την πρόοδο του;