Όταν ο εχθρός είναι ο εαυτός σου.
Ο Jordan Peele, που πριν δύο χρόνια έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με το “Get Out”, επιστρέφει χωρίς να χάνει χρόνο, αλλά κι ούτε την έμπνευσή του, για να μας δώσει το θριλερικό “Us”. Σε μια βιομηχανία εξαιρετικά ανταγωνιστική και με μια αρχή αξιοζήλευτη όπως το οσκαρικό “Get Out”, το “Us” δεν έπεσε στην παγίδα του πεπατημένου, ούτε του βεβιασμένου και κατάφερε να κουβαλήσει τη σφραγίδα της γνησιότητας.
Στο ψυχολογικό θρίλερ “Us” λοιπόν, μια οικογένεια, η Adelaide, ο σύζυγός της, Gabe, και τα δυο τους παιδιά, Zora και Jason, πηγαίνουν στο εξοχικό τους σπίτι για διακοπές, το ίδιο σπίτι που μεγάλωσε η Adelaide. Η ξεγνοιασιά και η ευημερία δεν θα αργήσουν να δώσουν τη θέση τους στον τρόμο και το χάος, όταν στην πόρτα τους θα εμφανιστούν οι σωσίες τους που θέλουν μόνο το κακό τους.
Ο Jordan Peele και η όρεξή του να προσφέρει στο σινεμά, πρόκειται για ένα τρανταχτό παράδειγμα του ρητού “το πρωτότυπο θα είναι πάντα καλύτερο” και οι πηγές του είναι αστείρευτες. Το σινεμά του φανταστικού λοιπόν, στο οποίο ο Peele φαίνεται να έχει έφεση, είναι βαθιά ριζωμένο στις αρχές της ψυχολογίας και ο σκηνοθέτης μας εδώ όχι μόνο το γνωρίζει, αλλά το χαίρεται και το εκμεταλλεύεται. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι βασικοί αντίπαλοι μιας ταινίας τρόμου είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, απλά σε μια βερσιόν πιο αρρωστημένη, πιο καταπιεσμένη, πιο ανησυχητική και κατ’ επέκταση ανατριχιαστική. Η βάση του φανταστικού είναι ακριβώς αυτή· οι δύο δυνάμεις που έρχονται σε σύγκρουση, το καλό και το κακό, με την ψυχολογία να μας λέει πως δεν είναι ακριβώς έτσι, είναι το συνειδητό και το ασυνείδητο, τα θέλω και τα πρέπει, οι δύο εαυτοί που ο καθένας κρύβει μέσα του. Ο Peele δεν είναι πρωτοπόρος ούτε ξαναεφήυρε τον τροχό, αλλά αφού κατάφερε να αποδομήσει τόσο απλά κι έξυπνα τη βάση του είδους που του αρέσει και ξεκινάει από εκεί, τότε δύσκολα το αποτέλεσμα θα είναι κακό.
Στο δια ταύτα λοιπόν, το σενάριο του “Us” διεγείρει τη φαντασία και τη σκέψη, γεμίζει με μικρές και μεγάλες ανατροπές και φέρει σίγουρα μια πολύ καλή ανάπτυξη χαρακτήρων, όχι μόνο στην πρωταγωνίστρια, αλλά και σε όσους την περιβάλλουν. Μπορεί σεναριακά να πλατειάζει σε σημεία και να υπερεξηγεί και ίσως να είχε περισσότερους αφοσιωμένους ακόλουθους αν οι επεξηγήσεις ήταν πολύ λιγότερες κι έμεναν περισσότερα να αιωρούνται, αλλά το σινεμά του σήμερα δεν έχει και πολύ χώρο για ασάφειες. Όσο για τη σκηνοθεσία, είναι άκρως αποτελεσματική, όχι μόνο όσον αφορά τον ρυθμό της και την αλληλουχία, αλλά και όσον αφορά τις σκηνές δράσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και η βασική της δράση εκτυλίσσεται τη νύχτα και οι σκηνές των κυνηγητών ή των μαχών, είναι εξαιρετικά αποδοτικές χωρίς πολλές φανφάρες. Κατατοπιστικές μέχρι το τέλος τους, αγωνιώδεις κι αιματηρές.
Όσο για το cast που είχε διπλό ρόλο, αν και απαιτητικό, φάνηκε εξαιρετικά ιδανικό στο σύνολό του για να μπορέσει να αποδοθεί το ανατριχιαστικό του όλου πράγματος· το ότι έχεις δηλαδή απέναντί σου ένα σκοτεινό “εγώ” που θέλει να σε κατασπαράξει. Η Lupita Nyong’o είχε δύο εξαιρετικές ερμηνείες. Από τη μία ως μητέρα που γνωρίζει από στοργή και καλοσύνη, έτοιμη να προστατέψει τα παιδιά της και όλα όσα έχτισε, κι από την άλλη η σωσίας της, τρομαχτική, απειλητική, ανατριχιαστική. Δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, τόσο φυσιολογικά όσο και ψυχολογικά, δεν αποτέλεσαν πρόβλημα, ούτε για την Nyong’o, ούτε για τους συμπρωταγωνιστες της. Το χιούμορ δεν έλειπε ούτε από αυτή την ταινία τρόμου του Peele, με τον Winston Duke να είναι ουσιαστικά η μοναδική πηγή, χωρίς να ξεφεύγει προς τα όρια του γελοίου ή καρτουνίστικου.
Η ταινία στο σύνολό της φαίνεται να έχει δουλευτεί ενδελεχώς· από τη μουσική επένδυση που άλλοτε χαρούμενη και μπιτάτη κι άλλοτε δυσάρεστη κι απειλητική, το μοντάζ που δεν αφήνει τον ρυθμό να χαθεί και την ταινία να κουράσει, μέχρι και την φωτογραφία που κάνει το φιλμ να έχει μια μοναδική χροιά, κάτι που συμβαδίζει απόλυτα με το στόρι της. Είναι σίγουρα μια ταινία που θυμάσαι.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece