Ο κατά πολλούς κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία άφησε την τελευταία του πνοή, νικημένος από τις επιπλοκές που είχε η υγεία του, τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Κορυφαία στιγμή στην καριέρα του ήταν η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, η οποία τον έβαλε στις καρδιές των συμπατριωτών του, οι οποίοι τον λάτρευαν σαν Θεό.
Ο Μαραντόνα ζούσε πέρα από τα όρια και κατά το παρελθόν είχε αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Χρειάστηκε να φιλοξενηθεί στην Κούβα για να κάνει αποτοξίνωση, χωρίς να μένει όμως μακριά από τις καταχρήσεις. Η προσωπική του ζωή ήταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ξένου Τύπου, ενώ ακόμα και σήμερα, διάφοροι εμφανίζονται και ζητούν να αναγνωριστούν ως εξώγαμα παιδιά του. Επίσης, οι πολιτικές του πεποιθήσεις και η στενή του φιλία με τον Φιντέλ Κάστρο είχαν ενοχλήσει αρκετούς Δυτικούς.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε 259 γκολ σε 491 συμμετοχές σε συλλογικό επίπεδο, ενώ είχε και 34 γκολ σε 91 συμμετοχές με την εθνική Αργεντινής. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Αρχεντίνος Τζούνιορς το 1976 και στη συνέχεια φόρεσε τη φανέλα της αγαπημένης του Μπόκα Τζούνιορς (1981). Ακολούθησε το ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα το 1982.
Μετά από δυο χρόνια στη Βαρκελώνη πήρε μεταγραφή στη Νάπολι, όπου έγραψε ιστορία. Μετά τη θητεία του στην ιταλική ομάδα επέστρεψε στην Ισπανία για τη Σεβίλλη τη σεζόν 1992-1993, ενώ την επόμενη σεζόν επέστρεψε στην Αργεντινή, για λογαριασμό της Νιούελς Ολντ Μπόις. Το 1995 φόρεσε για δεύτερη φορά τη φανέλα της Μπόκα Τζόυνιορς και το 1997 εγκατέλειψε τους αγωνιστικούς χώρους.
Ο Μαραντονα ασχολήθηκε με την προπονητική και διετέλεσε ομοσπονδιακός τεχνικός της «αλμπισελέστε» τη διετία 2008-2010. Επίσης, έκατσε στους πάγκους των Ντεπορτίβο Μαντιγου, Ρασίνγκ, Αλ Ουαλς, Ντεπορτίβο Ριέστρα, Φουτζάιρα, Νοράντος και Χιμνάσια Λα Πλάτα.