Ο Βασίλης Χατζηπαναγής κλείνει σήμερα τα 59 του χρόνια και το novasports.gr κάνει μια αναδρομή στην μεγάλη καριέρα του.

Ήταν 26 Οκτωβρίου του 1954, όταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων τον εποχών, ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στην Τασκένδη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (έχει ρίζες από την Κύπρο και συγκεκριμένα την Άχνα της Αμμοχώστου). 

Ο «Βάσια» (σημαίνει Βασίλης στα ρώσικα) έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στη Δυναμό Τασκένδης, ενώ το 1972 μετακόμισε στην Παχτακόρ, με τη φανέλα της οποίας έγινε γνωστός. Σε ηλικία μόλις 17 ετών ο Χατζηπαναγής εξασφάλισε τη Σοβιετική  υπηκοότητα ύστερα από συγκατάθεση των γονιών του και αφού έκανε το ντεμπούτο του στο εγχώριο πρωτάθλημα, πολύ γρήγορα, χάρη στις εμφανίσεις του, κλήθηκε στις μικρές (Ελπίδων και Εφήβων) εθνικές ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης.

Το 1975 ο «Βάσια» αποκτήθηκε από τον Ηρακλή και στις 22 Νοεμβρίου «πάτησε» για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα. Η υποδοχή που του επεφύλαξαν οι φίλοι του «Γηραιού» ήταν ανεπανάληπτη και όπως έχει εκμυστηρευτεί και ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξη του στο novasports.gr τα όσα έζησε ούτε καν που του είχαν περάσει από το μυαλό.

Το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί και μόλις στην πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα, οδήγησε τον Ηρακλή στην κατάκτηση του κυπέλλου Ελλάδας, με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Στον τελικό της 9ης Ιουνίου του 1976, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο συναρπαστικούς στην ιστορία της διοργάνωσης, ο  «Βάσια» είχε πετύχει δύο γκολ, χαρίζοντας παράλληλά αρκετές «μαγικές στιγμές» σε όσους είχαν βρεθεί στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας.

Με τα χρώματα του Ηρακλή ο Χατζηπαναγής αγωνίστηκε από το 1975 έως το 1991 (αποσύρθηκε μετά την πρώτη του και τελευταία συμμετοχή στα ευρωπαϊκά κύπελλα, κόντρα στη Βαλένθια) μετρώντας 281 συμμετοχές και 62 γκολ και παρότι δεν γέμισε την τροπαιοθήκη του με τίτλους, αφού κατέκτησε μόλις ένα Κύπελλο Ελλάδας και ένα Βαλκανικό Κύπελλο, με τα κατορθώματα του μέσα στο γήπεδο και τις «μαγικές» στιγμές που πρόσφερε δικαιολογημένα θεωρείται ίσως ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ στα ελληνικά γήπεδα.

Μάλιστα το σπάνιο ταλέντο του «Νουρέγεφ» όπως τον αποκαλούσαν είχαν αναγνωρίσει ακόμη και οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ και του Άρη. Ο Χατζηπαναγής ωστόσο δεν ήταν είδωλο μόνο για τους Έλληνες φιλάθλους, αφού η αξία του είχε αναγνωριστεί και στο εξωτερικό. Μάλιστα αν είχε τη δυνατότητα να αγωνιστεί σε ένα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, δεν αποκλείεται σήμερα να μιλούσαμε για ποδοσφαιριστή που θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια, μύθους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως οι Μαραντόνα και Πελέ.

Το μεγάλο απωθημένο του  «Βάσια» ήταν ότι δεν κατάφερε να προσφέρει στην Εθνική Ελλάδας λόγω των συμμετοχών του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Σοβιετικής Ένωσης. Συγκεκριμένα ο Χατζηπαναγής φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο μόλις δύο φορές. Σε ένα φιλικό με την Πολωνία  στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στις 6 Μαΐου του 1976 και στις 14 Δεκεμβρίου του 1999, όταν συμμετείχε σε φιλική αναμέτρηση προς τιμήν του με αντίπαλο την Γκάνα στο Καυτατζόγλειο.

Ένα από τα highlights της μεγάλης του καριέρας ήταν η συμμετοχή του στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας “Κόσμος Ν. Υόρκης”, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου στη Νέα Υόρκη στο Στάδιο “Τζάιαντς”, μπροστά σε 40.000 θεατές, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι: Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγο Σάντσες, Φιγκερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό και ο Θωμάς Μαύρος.