Την ευρωπαϊκή προοπτική της ΑΕΚ αναλύει ο Ανδρέας Δημάτος, πρώην Διευθυντής Επικοινωνίας της Ένωσης και νυν στέλεχος της UEFA, τονίζοντας μεταξύ άλλων την ανάγκη του ελληνικού ποδοσφαίρου για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βαθμολογική συγκομιδή.
Όπως αναφέρει ο Ανδρέας Δημάτος η ΑΕΚ υπολείπεται σε συντελεστή περίπου τριάντα ομάδων που κατέκτησαν τον τίτλο αυτή τη σεζόν στα 54 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και πως πλέον μετλα από δύο οδυνηρούς αποκλεισμούς τα τελευταία χρόνια καλείται και πάλι να επαναβεβαιώσει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, όπως την είχε σηματοδοτήσει στα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή της με την απόλυτα επιτυχημένη συμμετοχή της στον όμιλο του Europa της περιόδου 2017-18 και την πρόκριση στους ομίλους του Champions League αμέσως μετά.
Αναλυτικά η ανάρτηση του Ανδρέα Δημάτου:
“Καλές οι αναλύσεις για τους υποψήφιους αντίπαλους και τη δυναμικότητά τους, αλλά τόσο για την ΑΕΚ στα προκριματικά του Champions League όσο και για τους υπόλοιπους εκπροσώπους μας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις υπάρχει και κάτι ακόμα, που έχουν ξεχάσει, και έχει να κάνει με το συντελεστή τους και την κατάταξη στη βαθμολογία της UEFA.
Kαι φυσικά δεν περιποιεί τιμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο ούτε το ότι οι τρεις από τους πέντε εκπροσώπους του (ΑΕΚ, Παναθηναϊκός, Αρης) μετέχουν με τόσο χαμηλό συντελεστή που δεν θα ήταν (ή δεν θα είναι) ισχυροί ούτε στα πλέι οφ του… υποτιμημένου κατά τ’ άλλα Conference League, ούτε το ότι η πρωταθλήτρια ΑΕΚ με τους 11,000 βαθμούς υπολείπεται σε συντελεστή περίπου τριάντα ομάδων που κατέκτησαν τον τίτλο αυτή τη σεζόν στα 54 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα…
Για την ΑΕΚ του Ματίας Αλμέιδα είναι δεδομένη η ευρωπαϊκή επιστροφή στη φάση ομίλων ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Ακόμα και με δύο απευκταίους αποκλεισμούς μέσα στον κρίσιμο Αύγουστο -και με όλη την άνεση του χρόνου για τον προγραμματισμό και την προετοιμασία της- γνωρίζει ότι θα βρίσκεται μίνιμουμ στους ομίλους του UEFA Conference League!
Της είναι αυτό αρκετό; Όχι, ξεκάθαρα όχι! Mετά τους δύο καλοκαιρινούς αποκλεισμούς (Τράμπζονσπορ και… Βελέζ), την οδυνηρή περσινή ευρωπαϊκή απουσία και μια αποτυχημένη συμμετοχή στους ομίλους του Europa πριν από τρία χρόνια με μία νίκη και πέντε ήττες παρά τη θριαμβευτική πρόκριση επί της Βόλφσμπουργκ (η τελευταία ευρωπαϊκή αναλαμπή) η ΑΕΚ καλείται και πάλι να επαναβεβαιώσει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, όπως την είχε σηματοδοτήσει στα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή της με την απόλυτα επιτυχημένη συμμετοχή της στον όμιλο του Europa της περιόδου 2017-18 και την πρόκριση στους ομίλους του Champions League αμέσως μετά.
Μετά την περιπέτεια του υποβιβασμού και την επιστροφή του 2015 η ΑΕΚ επέστρεψε στην Ευρώπη από τη 208η θέση της βαθμολογίας, κατάφερε να βελτιώσει την παρουσία της κατά 127 θέσεις πριν από τρία χρόνια και να βρεθεί στην 81η θέση (εκμεταλλευόμενη κυρίως τους 9,000 πόντους της περιόδου 2017-18 με το ευρωπαϊκό αήττητο των 14 αγώνων), αλλά από την ισχυρή προοπτική μίνιμουμ του top-50 κατρακύλησε και πάλι στην 134η θέση με μόλις 11,000 βαθμούς συντελεστή (με αυτόν θα μετάσχει εφέτος στην Ευρώπη) και εκκινεί στην εφετινή σεζόν ακόμα πιο χαμηλά από την 144η θέση στην ευρωπαϊκή βαθμολογία και της έχουν απομείνει μόνο 7,000 βαθμοί στον συντελεστή της…
Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα χρειαστεί εφέτος δύο νίκες (μιλάμε για την κυρίως φάση των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, αφού στα προκριματικά οι βαθμοί πάνε μόνο στη χώρα) μόνο και μόνο για να ξαναφτιάξει τον εφετινό χαμηλότατο συντελεστή της! Εκτός βεβαίως αν καταφέρει τον μεγάλο στόχο της πρόκρισης στους ομίλους του Champions League οπότε θα το καταφέρει μόνο με το μπόνους της πρόκρισης…
Όλα αυτά βεβαίως είναι μαθηματικά αλλά πολύ σημαντικά μαθηματικά καθώς ο παράγοντας του ευρωπαϊκού συντελεστή και της θέσης στη βαθμολογία της UEFA δεν είναι μόνο πρεστίζ. Από τη νέα τριετία των ευρωπαϊκών διοργανώσεων (2024-27) ένας επαρκής συντελεστής θα μπορούσε να απαλλάξει την ΑΕΚ, για παράδειγμα, ως πρωταθλήτρια Ελλάδας από την ταλαιπωρία των προκριματικών και να την στείλει απευθείας στους ομίλους, ακόμα κι αν η χώρα μας δεν είχε spot απευθείας στους ομίλους!
Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Με το rebalancing που σχεδόν πάντα γίνεται (όταν ο κάτοχος του τροπαίου έχει και θέση στους ομίλους του Champions League και από το πρωτάθλημα της χώρας του) από την επόμενη σεζόν είναι σχεδόν βέβαιο ότι ευνοείται η πρωταθλήτρια ομάδα με τον υψηλότερο συντελεστή από το path των πρωταθλητών της προκριματικής φάσης.
Θέλετε ένα παράδειγμα για να μην νομίζετε ότι μιλάμε για θαύματα ή μεγαθήρια; Αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε στο καλοκαίρι του 2024 με την Μάντσεστερ Σίτι ή την Ιντερ πρωταθλήτρια Ευρώπης, η πρωταθλήτρια Κροατίας, Ντιναμό Ζάγκρεμπ, υποψήφια αντίπαλος της ΑΕΚ και στον τρίτο προκριματικό του Champions League αλλά και στα πλέι οφ θα… πετούσε απευθείας στους ομίλους! Με βάση τουλάχιστον τον τωρινό σχεδιασμό από πλευράς UEFA για την τριετία 2024-27!
Για την ΑΕΚ θα χρειαστεί και πάλι πολύ δουλειά προκειμένου να χτίσει από το μηδέν ξανά τον ευρωπαϊκό της συντελεστή αφού από την 5ετία της έφυγε η πολύ καλή σεζόν 2017-18 (όταν μετά από πολλά χρόνια ήταν και πάλι η πρώτη ελληνική ομάδα σε προσφορά βαθμών στον συντελεστή της χώρας μας), ενώ φεύγει από την επόμενη σεζόν και η συμμετοχή της στους ομίλους του Champions League που είχε πάρει το μπόνους των δυο νικών μόνο με την πρόκρισή της επί της Βίντι.
Και φυσικά όλα αυτά έχουν και οικονομικό αντίκτυπο ειδικά όταν μιλάμε για ενδεχόμενη συμμετοχή σε ομίλους του Champions League. Eκεί όπου κάθε θέση στην 10ετή βεβαίως κατάταξη των 32 ομάδων που συμμετέχουν είναι και… εξτρα εκατομμύριο ευρώ. Την περίοδο 2018-19 στην τελευταία της συμμετοχή η ΑΕΚ ήταν 32η και το μερίδιο από το coefficient bonus ήταν ένα εκατομμύριο. Αν όλα αυτά τα χρόνια είχε καταφέρει να βελτιώσει τη θέση της και στη φετινή διοργάνωση είχε τον 22ο καλύτερο συντελεστή για παράδειγμα (πολύ πιθανόν και εφέτος να βρίσκεται πολύ χαμηλά), το ένα εκατ. ευρώ του 2018 θα ήταν 10 εκατ. ευρώ το 2023… Kαι τα βεβαιωμένα 20 εκατ. έσοδα από τη συμμετοχή στους ομίλους θα ήταν… τριάντα!
Όλα αυτά απαιτούν δουλειά αλλά κυρίως συνέπεια. Η ΑΕΚ του 2018 είχε μια διαφορετική και πολύ σημαντική προτεραιότητα, που δεν ήταν άλλη από το γήπεδό της. Η ΑΕΚ του 2023 έχει καλύτερες προϋποθέσεις να επενδύσει στην ευρωπαϊκή της προοπτική σε βάθος χρόνου και όχι μέσα σε ένα καλοκαίρι…”.