Ο Γιώργος Βαμβακάς, ο πρώτος που πάτησε τον ελαστικό τάπητα του Ολυμπιακού σταδίου του Ελσίνκι για να αγωνιστεί με τα ελληνικά χρώματα, περιγράφει την ιστορική στιγμή.
Στο τέλος του κειμένου θα βρείτε και μια άγνωστη ιστορία για το ρόλο που έπαιξε η χώρα μας, και συγκεκριμένα ο Πανιώνιος ΓΣΣ, στην κατάκτηση του ενός από τα δύο χρυσά μετάλλια της Δυτικής Γερμανίας.
Το ημερολόγιο γράφει Κυριακή 7 Αυγούστου 1983. Στο κρύο, για τα ελληνικά δεδομένα, πρωινό στο μισοάδειο (ή μισογεμάτο αν θέλετε) Ολυμπιακό στάδιο του Ελσίνκι οι αθλητές των 400 μ. μετ’ εμποδίων καλούνται από τον αφέτη να ανοίξουν την αυλαία του 1ου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος κλασικού αθλητισμού.
Στις τέσσερις πρώτες σειρές τα φαβορί δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ο θρυλικός Έντουϊν Μόουζες «καθαρίζει» εύκολα τη σειρά του με 49.54. Στον πέμπτο προκριματικό δεσπόζει ο πρωταθλητής Ευρώπης Χάραλντ Σμιντ, ο τελευταίος άνθρωπος που είχε νικήσει τον Μόουζες το 1977. Ανάμεσα στους αντιπάλους του κι ένας συμπατριώτης μας, ο Γιώργος Βαμβακάς. Ο πρώτος Έλληνας που αγωνίστηκε σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα!
Ο Σμιντ κέρδισε τη σειρά του, αλλά όχι και το χρυσό μετάλλιο δύο μέρες μετά, αφού ο Μόουζες, αν και με λυμένο το κορδόνι του ενός παπουτσιού του για περισσότερο από 200 μέτρα, επικράτησε στον τελικό και επέκτεινε το σερί του στις 81 νίκες.
Ο Βαμβακάς, που είχε την 29η επίδοση μεταξύ των συμμετεχόντων, τερμάτισε 6ος στον προκριματικό με 51.92, μακριά από το ατομικό ρεκόρ του. Στον Έλληνα πρωταθλητή, όμως, αυτή η εμπειρία έχει μείνει αξέχαστη, κι ας πέρασαν 40 χρόνια και οι μνήμες έχουν αρχίσει, πια, να ξεθωριάζουν.
«Ξέρεις, ήμουν ο πρώτος Έλληνας που αγωνίστηκε σε Παγκόσμιο. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά», μας λέει και αρχίζει να ξεφυλλίζει το βιβλίο των αναμνήσεων.
«Το προηγούμενο βράδι δεν είχα κοιμηθεί από την αγωνία. Ίσως έφταιγε και η απότομη αλλαγή του καιρού. Την άλλη μέρα στον προκριματικό έκανε κρύο. Δεν τα πήγα καλά. Ήταν δύσκολες εποχές, οι επιδόσεις διεθνώς κατέβαιναν γρήγορα και είχαμε μείνει μακριά από τους πρώτους. Ήταν κοινό μυστικό ότι τα αναβολικά σάρωναν τότε. Εγώ δεν ήθελα ούτε να τα βλέπω», θυμάται ο Γιώργος Βαμβακάς, πρωταθλητής Ευρώπης εφήβων το 1979 με χρόνο 50.67. Ο πρώτος Έλληνας που πέτυχε έναν τόσο μεγάλο άθλο.
«Όσοι αγωνιστήκαμε το πρωί – εγώ, ο Στράτος, ο Μουτσανάς και ο Μίχας – αποκλειστήκαμε. Οι Φινλανδοί είχαν προγραμματίσει την τελετή έναρξης μετά το πρωινό πρόγραμμα, πριν αρχίσει το απογευματινό (σ.σ.: στις 15:15, δέκα λεπτά μετά την εκκίνηση του μαραθωνίου γυναικών). Πήγαμε στην τελετή, αλλά είμασταν στεναχωρημένοι, επειδή δεν τα είχαμε καταφέρει».
Ο πρωτοπόρος, από πολλές απόψεις, του ελληνικού στίβου, δεν είχε την εξέλιξη και την πορεία που ο ίδιος και ο φίλαθλος κόσμος ανέμεναν. Ένα τυχαίο γεγονός το καλοκαίρι του 1978, άλλαξε τη ζωή του:
«Ήμουν στην παραλία και πάτησα έναν αχινό. Δεν έδωσα σημασία…
Το 1979 άρχισαν οι πόνοι, και κορυφώθηκαν πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Το κομμάτι από τον αχινό είχε προχωρήσει και είχε φτάσει στον αχίλλειο τένοντα. Δεν είχα κατάλαβα τι ζημιά είχε γίνει, δεν υπήρχαν μαγνητικές τότε. Δεν μπορούσα να τρέξω. Έκανα ένα χειρουργείο και αργότερα ένα δεύτερο. Έμεινα τρία χρόνια εκτός αγώνων. Επέστρεψα, έπιασα το όριο για το Ελσίνκι στην Πανεπιστημιάδα του Έντμοντον, αλλά ποτέ δεν ήμουν απόλυτα υγιής. Πάντα με τραβούσαν πίσω οι τραυματισμοί».
Στα 25 του, το 1985, ο Γιώργος Βαμβακάς κατάφερε στη Βουδαπέστη να κατέβει τα 50’’ και να κάνει δικό του το πανελλήνιο ρεκόρ με χρόνο 49.47, αλλά δεν έφτασε ποτέ στα επίπεδα που άξιζε βάσει του ταλέντου του. Λίγα χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε στους στίβους. Ασχολήθηκε με την εκγύμναση ποδοσφαιρικών ομάδων και με το όνομα που έφτιαξε, δούλεψε στον Παναθηναϊκό, στην ΑΕΚ και στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, θητείες που τον βοήθησαν στην επαγγελματική αποκατάστασή του.
Αναπολώντας την καριέρα του, σημειώνει:
«Όλα χαρίζονται από το Θεό. Το όποιο ταλέντο έχουμε. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να το αξιοποιήσουμε».
Στην τελευταία ερώτησή μας για τις εικόνες που έμειναν βαθύτερα χαραγμένες στη μνήμη του από τη διοργάνωση του 1983, πλην, βεβαίως, της δικής του συμμετοχής, η απάντησή του προκαλεί δέος:
«Πρόκειται για δύο συγκλονιστικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν ο τραυματισμός του ολυμπιονίκη σε 400μ και 800 μ. το 1976 στο Μόντρεαλ, Αλμπέρτο Χουαντορένα, λίγο μετά το δικό μου αγώνα. Μόλις πέρασε τη γραμμή του τερματισμού στον προκριματικό των 800 μ., κι αφού προκρίθηκε εύκολα, πάτησε στο κράσπεδο και γύρισε το πόδι του. Η κνήμη του ακούμπησε στο έδαφος. Το πόδι του διαλύθηκε. Οι Κουβανοί δεν του επέτρεψαν να χειρουργηθεί στη Φινλανδία και επέστρεψε στην Κούβα. Δεν έτρεξε ξανά στη ζωή του…
Πριν έρθει αυτή η άτυχη στιγμή, συνέβη κάτι άλλο, πολύ δυνατό συναισθηματικά, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Χουαντορένα. Τρώγαμε στο εστιατόριο των εγκαταστάσεων που μας φιλοξενούσαν. Πρέπει να είμασταν εκείνη την ώρα στην τραπεζαρία 30-40 άτομα, ίσως λίγοι περισσότεροι, όταν στην αίθουσα μπήκε μια γνώριμη φιγούρα. Ήταν ο Βραζιλιάνος παγκόσμιος ρέκορντμαν του τριπλούν (σ.σ.: 3ος το 1976 και το 1980 στους Ολυμπιακούς Αγώνες) Ζοάο Κάρλος ντε Ολιβέιρα.
Έναν χρόνο πριν, οι γιατροί είχαν αναγκαστεί να κόψουν το δεξί πόδι του, για να τον κρατήσουν στη ζωή ύστερα από ένα τροχαίο. Είχε έρθει στο Ελσίνκι για να βραβευτεί. Φορούσε πρόσθετο άκρο. Μόλις τον είδε ο Χουαντορένα, σηκώθηκε. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον βουβοί. Το ίδιο κι εμείς. Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι αμίλητοι επί πέντε λεπτά. Πολύ δυνατή στιγμή…».
Πατέρας πέντε παιδιών, ο Γιώργος Βαμβακάς έχει αποσυρθεί πλέον από τα κοινά και ζει στον Κάλαμο, στο μικρό αγρόκτημά του.
Το χρυσό μετάλλιο με την ελληνική σφραγίδα
Στα 800 μ. νικητής αναδείχτηκε ένας 28χρονος Δυτικογερμανός από το Όμπερχαουζεν, ο Βίλι Βίλμπεκ. Ξεκίνησε το στίβο σε ηλικία 15 ετών. Το 1971 ο πατέρας του εργάστηκε σε ελληνικό διυλιστήριο και πήρε μαζί του στην Αθήνα την οικογένειά του.
Ο 17χρονος Βίλμπεκ έβγαλε δελτίο στον Πανιώνιο και προπονήθηκε υπό τις οδηγίες του Βαγγέλη Δεπάστα, με την υψηλή επίβλεψη του προπονητή του στη Γερμανία, Χανς Ραφ.
«Στην Ελλάδα η προπόνηση ήταν αρκετά διαφορετική. Εκεί, όμως πήρα, τις βάσεις, μπήκαν οι πινελιές που έλειπαν για να αποκτήσω νοοτροπία νικητή», θα πει αργότερα ο Βίλμπεκ. Έτρεξε σε ελληνικούς διασυλλογικούς αγώνες με τα κυανέρυθρα του Πανιωνίου, με 1’51’’ καλύτερη επίδοση στα 800 μέτρα.
Το 1972, επέστρεψε στη Γερμανία και την επόμενη χρονιά κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα εφήβων με 1:47.53 πίσω από τον περίφημο Βρετανό Στιβ Όβετ. Το 1983 αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Μέρος 1o – Το παρασκήνιο της σύνθεσης της πρώτης ελληνικής αποστολής