Η Μανίλα σε βρίσκει μπόσικο στην αρχή, ειδικά αν έχεις εύκολο τον ύπνο του αεροπλάνου. Σχεδόν πέντε ώρες για Ντόχα, άλλες τρεις αναμονή, κάπως περνούν. Φεύγοντας από το Κατάρ, γύρισα το ρολόι σε ώρα Μανίλας και ξεκίνησα να προετοιμάζω το μυαλό μου. Καθώς το αεροπλάνο κινούνταν ανατολικά, προς την πλευρά του πλανήτη που εκείνη την ώρα ήταν αθέατη στον ήλιο, έκανα τις ετοιμασίες στο μυαλό. Τις συμφώνησα μάλιστα και με τον Καρύδα, διπλανός γαρ. «Βλέπουμε μια ταινία ή διαβάζουμε κάτι, φέρνουν φαγητό, κοιμόμαστε». Το πλάνο δούλεψε στην εντέλεια για τον έμπειρο και εύκολο στον ύπνο συνεπιβάτη μου και αποδείχτηκε μια σκέτη μπαρούφα για μένα, που στριφογύριζα στη θέση μου άπραγος και ζηλόφθονας. Όταν κατά τις 5:30 το πρωί που ξεκίνησαν να σερβίρουν πρωινό ξύπνησε και αναφώνησε «πάλι θα φάμε;», αλήθεια σας λέω, μου ήρθε να τον πετάξω από το αεροπλάνο με αλεξίπτωτο. Λίγο ως πολύ αυτή ήταν η κατάσταση και των υπόλοιπων όταν πατήσαμε ασιατικό έδαφος, ώρα πια εννιά το πρωί. Αύπνοι, πιασμένοι, στραβωμενοι. Κοινώς, μπόσικοι.
Μετά από είκοσι και βάλε ώρες σε ατμόσφαιρα κλιματισμού, η πρώτη επαφή του δέρματος με το κλίμα της Μανίλα είναι εντυπωσιακά δυσάρεστη. Ζέστη και υγρασία αγκαλιάζουν το δέρμα και τρυπούν τα ρουθούνια. Το ήξερες, αλλά έχει διαφορά να το ζεις. Η πρόγνωση έδινε βροχή όλη την εβδομάδα, όμως ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, με σκόρπια, διόλου απειλητικά σύννεφα. Στη διαδρομή ως το ξενοδοχείο, με το σκηνικό να αλλάζει ανάμεσα σε παραγκουπόλεις και ουρανοξύστες σαν με κουμπί του Viewmaster που είχαμε μικροί, δεν βλέπαμε την ώρα να βάλουμε το κεφάλι μας κάτω από τρεχούμενο νερό. Όμως ο ξενοδόχος είχε διαφορετική άποψη: «check in στις δύο» μας ανακοίνωσε με πλατύ χαμόγελο και μας αποτελείωσε. Ούτε ένας δεν βρήκε το κουράγιο να σουλατσάρει ως εκείνη την ώρα. Πιάσαμε δύο καρέκλες ο καθένας και περιμέναμε, γελώντας με τον Καρύδα που έμοιαζε με σούπερ ήρωα δίπλα σε αγάλματα.
Από το παράθυρο του ένατου ορόφου που βρίσκεται το δωμάτιο μου χαζεύω τον κόλπο της Μανίλας να εισβάλλει στο εσωτερικό της πόλης. Εδώ βρέχει έξι μήνες το χρόνο, από τον Μάη ως τον Νοέμβρη και οι πλημμύρες είναι στη μηνιαία, αν όχι στην εβδομαδιαία διάταξη. Αν βάλατε στο νου γαλαζοπράσινα νερά από τουριστική καρτποστάλ, ξανασκεφτείτε το. Το αρχιπελαγικό κράτος των Φιλιππινών προσφέρει κάμποσες τέτοιες ακτές, αλλά όχι στην πρωτεύουσά του. Εδώ τα νερά είναι βρώμικα και γεμάτα σκουπίδια.
Επιβάλλαμε άπαντες στους εαυτούς μας το πολύ δύο ώρες ύπνου και τραβηχτήκαμε στο Mall of Asia, δυο δρασκελιές από το ξενοδοχείο, δεν ήταν μέρα για περαιτέρω τουριστικές αναζητήσεις. Εμπορικό κέντρο – κτήνος, με 300 διαφορετικά μέρη για να φάει κανείς και τρεις ορόφους για ψώνια, σινεμά και τα τοιάυτα. Όχι του γούστου μου, όμως αρκετά ενδεικτικό για να επιβεβαιώσω πως στη Μανίλα δεν κάθεται κανείς έξω, ακόμα και αν η θερμοκρασία είναι στους 28 βαθμούς. Δεν είναι τόσο η βροχή, όσο η ανυπόφορη υγρασία που σε σπρώχνει προς τα ενδότερα, εκεί που βασιλεύει ο κλιματισμος. Μόνο τα παιδιά δεν δίνουν σημασία σε όλα αυτά: η παραλία απέναντι φιλοξενεί ένα τεράστιο λούνα παρκ και οι χαρούμενες φωνές τους διακοσμούσαν το περίεργο στα μάτια μου σκηνικό.
Το βράδυ αποσυρθήκαμε όπως – όπως στα δωμάτια και παλέψαμε να κάνουμε συνεχόμενο ύπνο. Οι περισσότεροι δεν τα καταφέραμε, το μπερδεμένο εσωτερικό ρολόι μας σήκωσε κατά τις δύο το ξημέρωμα. Λίγο νωρίτερα, η Μανίλα μας είχε βάλει για ύπνο με τροπική καταιγίδα, αστραπόβροντα και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Το πρωινό ξίνισε τις ευρωπαϊκές μούρες αρκετών από εμάς. «Μα είναι δυνατόν να έχει ΤΡΙΑ διαφορετικά είδη ρυζιού; Και το βράδυ τι θα φάμε; Μούσλι;». Άλλος κόσμος, αν είσαι λίγο δύστροπος θα δυσκολευτείς, αν έχει γνωριστεί με το τζίντζερ, τη σόγια και το σκόρδο, οι επιλογές είναι αμέτρητες.
Ξέρω, δεν σας είπα τίποτα για μπάσκετ. Αλλά για αυτό έχουμε και το αύριο.