“Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα.”
Τα αδέρφια Eli και Charlie Sisters, είναι δύο περίφημοι πιστολάδες και πληρωμένοι δολοφόνοι του far west, εν έτη 1850. Μετά από εντολή ενός αινιγματικού και μυστηριώδους εργοδότη ονόματι ”Καπετάνιος”, θ ‘ακολουθήσουν το θήραμά τους, τον επιστήμονα H.K. Warm, που με την πρωτοποριακή του ανακάλυψη, ισχυρίζεται ότι κατέχει τον τρόπο εύρεσης χρυσού. Τα δύο αδέρφια ταξιδεύουν απ’ το Όρεγκον έως την Καλιφόρνια, ενώ στην πορεία οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με υπαρξιακά και θεμελιώδη ζητήματα, που προκαλούν αναδιατάξεις.
Ο Γάλλος auteur Jacques Audiard, επιλέγει η πρώτη του αμερικάνικη μεγάλου μήκους ταινία, να είναι western και μάλιστα με πρωταγωνιστές, τα βροντώδη ονόματα των John C. Reilly, Joachin Phoenix, Jake Gyllenhaal και Riz Ahmed. Ο εξαίρετος αυτός εικονοπλάστης, αφού παίρνει ως αφορμή το βιβλίο του Patrick Dewitt, κερδίζει εν συνεχεία τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας και παρουσιάζει ένα western, ελεγειακό και ποιητικό, με μια ευρωπαϊκή ματιά πάνω στην Άγρια Δύση και τον υπόκοσμό της, ενώ προσπαθεί να δώσει το δικό του στίγμα πάνω σε ένα λαικό είδος σινεμά, που στο παρελθόν έχουν δοξάσει δημιουργοί όπως ο John Ford, ο Howard Hawks, ο Sam Peckinpah και άλλοι μεγάλοι τεχνίτες. Ο φιλμ του Audiard, διέπεται εξαρχής από μια εικαστική και οπτική αρτιότητα και μια ποιητική αύρα, που ωστόσο δεν υπηρετείται το ίδιο άρτια απ’ το σενάριο καθαυτό, σημείο που η ταινία σκοντάφτει και εν τέλει δεν καταφέρνει να εκστασιάσει τον θεατή, κάτι που αρχικά υπόσχεται, αλλά πρόκειται ωστόσο για μια τιμιότατη προσπάθεια, όπου είναι προφανές πως σκηνοθέτης και ηθοποιοί προσπάθησαν για μια κατάθεση ψυχής, κάτι που μέχρι ένα βαθμό επιτυγχάνεται.
Η κάμερα ακολουθεί τα δύο αδέλφια, σε όλη την πορεία τους μέχρι τον τελικό προορισμό, σε μια προσπάθεια για ένα ταξίδι εσωτερικό, που στοχεύει στο αιώνιο υπαρξιακό ρητό, ”γνώθι σαυτόν”, ενώ παράλληλα βλέπουμε την εξέλιξη της αμερικάνικης κοινωνίας της εποχής, διακρίνοντας κάποια ψήγματα επιρροής απ’ το Wild Bunch του Peckinpah, ενώ τα ανοιχτά γενικά πλάνα στις αχανείς εκτάσεις του west, φέρνουν στο νου τον John Ford και το Searchers, με τον Audiard να δίνει το δικό του φόρο τιμής, με τρόπο ωστόσο διακριτικό, διατηρώντας το προσωπικό του στυλ. Παρά τις σεναριακές ατασθαλίες και ατσαλοσύνες που είναι υπαρκτές και δημιουργούν κοιλίτσες και πλατειάσματα εδώ και εκεί, ο Audiard καταφέρνει να επιβάλλει την προσωπική του άκρως στυλιζαρισμένη ματιά, με πλάνα προσεγμένα στην εντέλεια, που δημιουργούν οπτική απόλαυση στο θεατή που ψάχνει το κάτι διαφορετικό και απαιτεί απ’ το δημιουργό να τον δικαιώσει έστω και το κατά δύναμιν, κάτι που ο Γάλλος προσπαθεί παντοιοτρόπως, ασχέτως αν εν τέλει δεν το πετυχαίνει στο μέγιστο. Τέσσερις ήρωες, τέσσερις αρχετυπικές φιγούρες, εγκλωβισμένοι απ’ τη μανία του χρυσού ως μόνο προορισμό, η ματαιοδοξία ως κίνητρο για τα πάντα, περιτυλιγμένη από έναν άκρατο υλισμό και απληστία που επιφέρει διαταραχές στις σχέσεις των δύο αδερφών, αλλά και τη νέμεση μέσω της ύβρεως, το πλήρωμα του χρόνου που όταν έρχεται σαρώνει τα πάντα.
Ο Audiard δείχνει να έχει πιάσει το νόημα παρά τις αστοχίες του, έχει μελετήσει το είδος, δεν μένει στην επιφάνεια, πλάθει χαρακτήρες που εμβαθύνουν, ενώ τόσο το ζεύγος των J.C.Reilly-J.Phoenix, όσο και των Gyllenhaal-Ahmed λειτουργώντας υποστηρικτικά ( οι δεύτεροι χρειάζονταν παραπάνω χρόνο επί της οθόνης), τον βοηθούν τα μέγιστα, μπαλώνοντας κάποιες σεναριακές τρύπες ή κοιλιές στο ρυθμό, καθώς είναι όλοι τους δουλεμένοι στους ρόλους τους και ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ο J.C Reilly, προσφέρει μια εκπληκτική ερμηνεία ως ο πιο ευαίσθητος και ρομαντικός απ’ τα δύο αδέρφια, ηθοποιός μεγάλου prestige και ζηλευτής υποκριτικής γκάμας, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον Joaquin Phoenix, ως ο πιο βίαιος, φονικός και μέθυσος, με μια ερμηνεία φυσικότατη και πηγαία, από αυτές που μόνο οι μεγάλοι ηθοποιοί μπορούν να φτάσουν και ο Phoenix φυσικά το καταφέρνει, πέρνοντάς μας μαζί του. Μια μελαγχολική αύρα πλανάται καθόλη τη διάρκεια, τονίζοντας τα γκρίζα αισθήματα των (αντι)ηρώων, ενώ ο λυρισμός που ο Audiard διαθέτει ως γνήσιος Ευρωπαίος δημιουργός, διαθέτει αυτή την tripαριστή αίσθηση μέσωήχου εικόνας, ωστόσο σε σημεία πλατειάζει αρκετά και χωρίς να υπάρχει λόγος, δίχως να προσφέρει κάτι παραπάνω στην αφήγηση, που σε σημεία είναι προφανές πως χρειαζόταν φρεσκάρισμα.
Κάποια πρόσωπα Gyllenhaal-Ahmed περνούν λίγο (κακώς) σε δεύτερη μοίρα, ενώ ο ρυθμός χάνεται με κάποιες αχρείαστες αφηγηματικές φλυαρίες, δίνοντας μια αίσθηση πως ο Audiard προσπαθεί να στριμώξει τα πάντα σε δύο ώρες. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην αναγνωρίσουμε την εξαιρετική εικαστική του ματιά και τελειότητα στις εικόνες, τους στιβαρούς χαρακτήρες, την άψογη και ενδιαφέρουσα αναπαράσταση εποχής και κάποια (όχι όλα) πανανθρώπινα ζητήματα που θίγονται εύστοχα και με άποψη. Πρόκειται για ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα φιλμ της περιόδου, με εξαίρετους ηθοποιούς, σκηνοθέτη αποφασισμένο για σοβαρό σινεμά και αν και δεν κάνει το κάτι παραπάνω που υπόσχεται (ειδικά στο φινάλε), τιμάει δεόντως το κοινό που θα το επιλέξει.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece