Ήταν λίγο πριν τις 8 το πρωί της 17ης Απριλίου του 1964 όταν η αστυνομία έσπευσε στο μικρό δωμάτιο στο κέντρο της Αθήνας. Στο διπλό κρεβάτι οι αστυνομικοί βρήκαν το άψυχο σώμα μιας ξανθιάς νεαρής γυναίκας.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Είχαν ειδοποιηθεί από τον 43χρονο φίλο της και την οικογένειά του, όταν εκείνος διαπίστωσε, την ώρα που ξύπνησε, πως η γυναίκα δίπλα του ήταν νεκρή.
Ο θάνατός της, όπως διαπίστωσε ο ιατροδικαστής, προήλθε από ισχυρά χτυπήματα στο κεφάλι της που προκλήθηκαν από σιδερένιο αντικείμενο. Το μαξιλάρι αλλά και το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα.
Η 20χρονη καταγόταν από τη Σουηδία και τους τελευταίους 8 μήνες έμενε μαζί με τον Χ.Κ., ο οποίος είχε χάσει το ένα του μάτι σε ατύχημα. Ήταν ο σπιτονοικοκύρης της. Τον γνώρισε όταν ήρθε από την Κέρκυρα στην Αθήνα και δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι. Τους είχε ενώσει το κοινό τους πάθος για το ποτό.
Η νεαρή γυναίκα είχε έρθει στην Ελλάδα από τη Στοκχόλμη, δυο χρόνια νωρίτερα, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε στον ιππόδρομο. Είχε πέσει από το άλογο της, σε μια δοκιμαστική ιπποδρομία, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά και να μην είναι πια σε θέση να εργαστεί εκεί. Το κράτος της χορήγησε σύνταξη αναπηρίας και οι δικοί της, ακολουθώντας τις οδηγίες των γιατρών, την έστειλαν σε μια φιλική τους οικογένεια στην Κέρκυρα για να αλλάξει τον αέρα της.
Όμως, το κορίτσι δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και την ανατροπή που βίωνε στη ζωή της με αποτέλεσμα να αναζητήσει διέξοδο στο ποτό. Και όταν τα πράγματα βγήκαν εκτός ορίων υποχρεώθηκε να φύγει από την Κέρκυρα και το σπίτι των οικογενειακών φίλων και να αναζητήσει την τύχη της στην Αθήνα.
Η εξάρτηση της, λοιπόν, ήταν αυτή που την έφερε κοντά με τον 43χρονο ο οποίος ήταν επίσης πότης. Ξόδευαν τα χρήματα της σύνταξής της αλλά και το επίδομα που κάθε μήνα της έστελνε η μητέρα της στο ποτό το οποίο, όπως θα έλεγαν αργότερα οι άνθρωποι του περιβάλλοντός τους, πολλές φορές τους ωθούσε στα άκρα με τους βίαιους καβγάδες να γίνονται καθημερινή ρουτίνα. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να μοιράζονται την ίδια στέγη χωρίς κανείς από τους δυο να αποφασίζει να κάνει τη διαφορά, ώστε να απεγκλωβιστεί από το πάθος του.
Εκείνο το βράδυ, ο 43χρονος επέστρεψε από το καφενείο και βρήκε την 20χρονη μεθυσμένη. Ακολούθησε ένας ακόμη επεισοδιακός καβγάς ο οποίος, όμως, αποδείχθηκε μοιραίος. Ο 43χρονος την χτύπησε αλλά, όπως ισχυρίστηκε στη συνέχεια, δεν αντιλήφθηκε ότι η νεαρή γυναίκα είχε πρόβλημα καθώς και οι δυο έπεσαν για ύπνο. Μόνο που η 20χρονη… δεν ξύπνησε ποτέ. Όταν ο 43χρονος το άλλο πρωί προσπάθησε να την ξυπνήσει τότε κατάλαβε πως η φίλη του ήταν νεκρή.
«Ήταν ένα άκακο πλάσμα»
Ο Χ.Κ. ενώπιον της δικαιοσύνης εμφανίστηκε μετανιωμένος και ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να κάνει κακό στη νεαρή σύντροφο του και μίλησε για την επεισοδιακή σχέση τους: «Δεν δαρθήκαμε για πρώτη φορά. Στο μεθύσι μας επάνω και εκείνη και εγώ δεν ξέραμε τι κάναμε. Πολλές φορές τη χτύπησα χωρίς λόγο. Μετάνιωσα όταν συνήλθα για ότι είχα κάνει σε αυτό το πλάσμα το οποίο ομολογώ ήταν άκακο. Τόσα του είχα κάνει και όμως δεν μου κρατούσε κακία. Μια φορά τη χτύπησα τόσο δυνατά που παραπάτησε και χτύπησε πάνω στον τοίχο με δύναμη. Ζαλίστηκε και έπεσε κάτω, κρατώντας το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Δεν την φρόντισα καθόλου δεν την σήκωσα. Την άφησα εκεί να σφαδάζει από τον πόνο. Και πάλι η δύστυχη δεν μου κράτησε κακία. Σαν συνήλθε ξαναγύρισε κοντά μου και είναι αλήθεια πως την δέχτηκα καλά γιατί δεν είχε πιει. Θηρίο γινόμουν μόνο όταν έπινα».
Μάλιστα, ο 43χρονος υποστήριξε πως προσπαθούσε να την πείσει να κόψει το ποτό αλλά εκείνη ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει: «Όλο τον άλλο καιρό ήμουν καλά και την πρόσεχα και την συμβούλευα να αφήσει το ποτό που μια μέρα θα την οδηγούσε στο θάνατο. Δεν θέλησε, όμως, να ακούσει τα λόγια μου “θα πεθάνω, μου έλεγε, είτε πιω είτε δεν πιω. Άφησε με να χαρώ τη ζωή, όπως, θέλω. Μη μου στερείς εκείνο που με ευχαριστεί. Άφησε με να πιω όσο θα έχω ανοιχτά τα μάτια μου από τη ρετσίνα σας, που είναι τόσο ωραία. Αν θέλεις να με έχεις κοντά σου άφησε με να πίνω. Θα μου πεις, θα πεθάνω. Σου είπα το ξέρω. Τι δυο μήνες πιο μπροστά, τι δυο μήνες αργότερα. Θα πίνω, θα τα σπάω και θα είμαι πάντα κοντά σου και ας με χτυπάς”. Αυτή ήταν η απάντηση της στα λόγια μου, στις συστάσεις μου να κόψει το κρασί. Πολλές φορές, μάλιστα, δεν ερχόταν μαζί μου στην ταβέρνα γιατί οι φίλοι μου, από συμπόνια για την κατάσταση της, δεν την άφηναν να πιει και προτιμούσε να πίνει μόνη της. Αυτό έκανε και εκείνο το βράδυ με αποτέλεσμα να την χτυπήσω και τώρα να με κατηγορούν πως την σκότωσα για να απαλλαγώ ίσως από αυτή. Η αλήθεια, όμως, είναι πως δεν ήθελα το κακό της».
Το καλά κρυμμένο μυστικό
Τον Απρίλιο του 1964, ο 43χρονος κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αποκαλύφθηκε ότι η νεαρή γυναίκα είχε ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Η κοπέλα ήταν καρπός αιμομιξίας του πατέρα της και της αδελφής του και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς ήταν υποχρεωμένη -ανά τακτά χρονικά διαστήματα- να υποβάλλεται σε μεταγγίσεις αίματος. Ο κατηγορούμενος, αλλάζοντας τους αρχικούς του ισχυρισμούς, είπε ενώπιον του δικαστηρίου πως δεν ήταν βίαιος μαζί της και πως είχε πρόθεση να την παντρευτεί.
«Την λυπόμουν γιατί ήταν πολύ άρρωστη. Οι γιατροί της είχαν δώσει λίγους μήνες ζωής και εκείνη αρνιόταν να σταματήσει τις καταχρήσεις», ισχυρίστηκε στην απολογία του. Ωστόσο, οι μαρτυρίες των γειτόνων που μιλούσαν για τους βίαιους καβγάδες τους, οι καταδίκες του για ναρκωτικά αλλά και μια επιστολή του θείου του προς το δικαστήριο, στην οποία αναφερόταν πως ο κατηγορούμενος είχε διώξει από το σπίτι τη μητέρα του γιατί αρνήθηκε να γίνει ζητιάνα και να του δίνει τα χρήματα, οδήγησαν τον εισαγγελέα να ζητήσει την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον 43χρονο και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 13 ετών.