Πώς το Λουξεμβούργο έγινε, χάρη στο όραμα ενός ανθρώπου, από «σάκος του μποξ» της Ευρώπης, ομάδα που βρίσκεται μια ανάσα από τα τελικά του Euro!

O Πάουλ Φίλιπ, εδώ και πάνω από μισό αιώνα έχει αφιερώσει τη ζωή του στο ποδόσφαιρο του Λουξεμβούργου και την Εθνική ομάδα.

Από το 1968 έως το 1962, φόρεσε τη φανέλα του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ως ποδοσφαιριστής. Από το 1985 έως το 2001, διετέλεσε ομοσπονδιακός προπονητής. Από το 2004 μέχρι σήμερα, είναι ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας.

Τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια, ο Φίλιπ ήταν στη μεριά των χαμένων. Ως ομοσπονδιακός, κέρδισε μόλις 3 από τα 87 του παιχνίδια σε 16 χρόνια!

Η ποδοσφαιρική εκπρόσωπος του Μεγάλου Δουκάτου, της μικρής χώρας με πληθυσμό περίπου 660.000 χιλιάδες ανθρώπους, ήταν για δεκαετίες ο σάκος του μποξ για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές εθνικές στα προκριματικά μεγάλων διοργανώσεων.

Από το 1995 έως το 2007, το Λουξεμβούργο δεν κέρδισε ούτε ένα διεθνές ματς. Μέσα στο 1998 δεν κατάφερε ούτε καν να σκοράρει. Το 2006, άγγιξε το ναδίρ, πέφτοντας στην 186η θέση του ranking της FIFA, ανάμεσα σε 197 χώρες!

Δεν είναι ότι δεν το προσπαθούσαν, ή ότι δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Το αντίθετο: το Λουξεμβούργο, είναι η ομάδα που έχει συμμετάσχει στις περισσότερες προκριματικές φάσεις Μουντιάλ (21) και Euro (16), χωρίς να έχει προκριθεί ποτέ σε τελικά!

Ο άνθρωπος με το σχέδιο

Χρειαζόταν όμως ο «άνθρωπος με το σχέδιο», αυτός που θα έβαζε το ποδόσφαιρο της χώρας σε ένα επαγγελματικό μονοπάτι. Δεν ήταν άλλος από τον Φίλιπ, που…βαρέθηκε να χάνει από όλα του τα πόστα στο Λουξεμβούργο και ανέλαβε δράση.

Το 2001, ως ομοσπονδιακός, ηγήθηκε της προσπάθειας για τη δημιουργία μίας εθνικής ποδοσφαιρικής ακαδημίας. Κάτι σαν το Κλερφοντέν που έχουν οι Γάλλοι, αλλά με ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: αντίθετα με τη Γαλλία, όπου τα ταλέντα είναι διάσπαρτα στη χώρα, στο Λουξεμβούργο, λόγω της μικρής του έκτασης, οι επιλεγμένοι παίκτες, από τις ηλικίες από 12 έως 19 συγκεντρώνονται και προπονούνται μαζί τις καθημερινές, πριν επιστρέψουν στους συλλόγους τους το Σαββατοκύριακο για το πρωτάθλημα. Οι πιτσιρικάδες, δουλεύουν με διπλωματούχους κόουτς, με επιθετική φιλοσοφία, καθώς η προτεραιότητα στο «μη φάμε γκολ», που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει πλέον εξανεμιστεί.

Έτσι, μέσα σε δύο δεκαετίες, το Λουξεμβούργο, από εκεί που είχε έναν ή δύο επαγγελματίες παίκτες και οι υπόλοιποι ήταν ερασιτέχνες, πλέον έχει πάνω από 20 διεθνείς που αγωνίζονται στο εξωτερικό, έχοντας περάσει από την «παραγωγική διαδικασία» της ομοσπονδίας. Aπό την τελευταία αποστολή της Εθνικής Ανδρών, μόνο ένας παίζει στο πρωτάθλημα της χώρας και αυτός είναι ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας.

Ταλέντα στους γείτονες

Ο Φίλιπ, εκμεταλλεύτηκε και ένα άλλο πλεονέκτημα της χώρας του: την κοντινή απόσταση από χώρες με μεγάλες ποδοσφαιρικές «σχολές». Αναγνωρίζοντας ότι οι σύλλογοι του Λουξεμβούργου, δεν θα μπορούσαν εύκολα να εξελίξουν top ταλέντα, άρχισε να «στέλνει» νεαρούς από τη χώρα, σε Γερμανία, Γαλλία ή Βέλγιο. Αυτή τη στιγμή, το Λουξεμβούργο έχει 50-60 έφηβους που πλαισιώνουν τις ακαδημίες συλλόγων αυτών των χωρών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μάιντς, ομάδα μίας πόλης που βρίσκεται μόλις 200 χλμ. από τα σύνορα του Λουξεμβούργου και έχει βασικό της τον διεθνή με το Λουξεμβούργο, Λεάντρο Μπαρέιρο, ενώ ο επιθετικός της, Αϊμάν Νταρντάρι, κλήθηκε και αυτός στην τελευταία αποστολή.

Μετανάστες και υποδομές

Άλλη μία σωστή κίνηση από τη διοίκηση Φίλιπ, ήταν η έμφαση στα παιδιά των μεταναστών, που αποτελούν το 49% των κατοίκων της χώρας. Η πολυπληθής πορτογαλική παροικία για παράδειγμα, «έβγαλε» τον Μπαρέιρο, τον αμυντικό Γκονσάλβες και τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής, τον Ζέρσον Ροντρίγκες. Πολλοί από τους διεθνείς, προέρχονται από οικογένειες μεταναστών από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την Αλβανία.

Φυσικά, περιττό να αναφερθεί ότι το Λουξεμβούργο επένδυσε και στις υποδομές, αφού άλλωστε πρόκειται για μία από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο.

Εκτός από την ακαδημία ποδοσφαίρου, το 2021, εγκαινίασε και το εθνικό στάδιο Stade de Luxembourg, χωρητικότητας 10.000 θεατών για ποδοσφαιρικούς αγώνες, το οποίο κόστισε 80 εκατ. ευρώ και ήταν sold οut σε κάθε παιχνίδι των πρόσφατων προκριματικών του Euro.

Μια ανάσα από το Euro!

Όλα αυτά, χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να δημιουργηθούν και να «ανθίσουν». Όμως σιγά – σιγά, το Λουξεμβούργο άρχισε να δρέπει τους καρπούς. Με σταθερότητα σε ομοσπονδία αλλά και τεχνικό τιμ (ο Λουκ Χολτς είναι στο πόστο του ομοσπονδιακού από το 2010), τα αποτελέσματα άρχισαν να βελτιώνονται, αργά αλλά σταθερά.

Tα…μαύρα σκοτάδια των τελευταίων θέσεων της κατάταξης της ΦΙΦΑ, μετατράπηκαν πλέον στο αρκετά αξιοσέβαστο νο. 85. Εκτός από εξαιρέσεις, όπως το 0-9 από την Πορτογαλία τον περασμένο Σεπτέμβριο, σχεδόν κανείς πλέον δεν μπορεί να πει ότι ένα ματς με το Λουξεμβούργο είναι εύκολο απόγευμα.

Η ομάδα του Χολτς, εμπνεύστηκε από το παράδειγμα της Ισλανδίας, η οποία πήγε Euro και Μουντιάλ, εκπροσωπώντας μία χώρα με τον μισό πληθυσμό από το Λουξεμβούργο. Στην τελευταία προκριματική φάση παρουσιάστηκε άκρως ανταγωνιστική, κερδίζοντας δύο φορές τη Βοσνία, παίρνοντας τέσσερις πόντους από τους Ισλανδούς και νικώντας άλλες δύο Λιχτενστάιν, με το οποίο άλλοτε ανταγωνιζόταν, για το ποια θα απέφευγε τον τίτλο της χειρότερης Εθνικής ομάδας της Ευρώπης!

Η πορεία στον όμιλο, αλλά και το τελευταίο Nations League, έφεραν έτσι το Λουξεμβούργο, δύο ματς από το ανήκουστο: την πρόκριση σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης!

Την Πέμπτη (19:00, Novasports1), φιλοξενούνται από τη Γεωργία και σε περίπτωση νίκης, θα διεκδικήσουν την είσοδο στα τελικά του Euro, απέναντι σε Ελλάδα ή Καζακστάν.

Αν …προκύψει ο τελικός, το Stade de Luxembourg, θα είναι και πάλι sold out, γι’ αυτό που θα είναι το μεγαλύτερο παιχνίδι στην ιστορία του Λουξεμβούργου και μία προσωπική δικαίωση για το όραμα ενός ανθρώπου…