Ο Ουρουγουανός μέσος Χοσέ Αντράντε θεωρήθηκε ως ο πρώτος καλύτερος μαύρος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, γνώρισε απίστευτη δόξα, αλλά πέθανε μόνος σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας.

Ο Ουρουγουανός αμυντικός μέσος Χοσέ Αντράντε (José Leandro Andrade), γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1901, στη Κατσίμπα, μια περιοχή της πόλης Σάλτο, στην ανατολική όχθη του ποταμού Ουρουγουάη στην βορειοδυτική περιοχή της χώρας. Είχε το παρατσούκλι «Maravilla Negra» (Μαύρο Θαύμα). Κατά τη διάρκεια της ακμής του είχε θεωρηθεί ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στον κόσμο. Είναι ο πρώτος Μεγάλος Μαύρος Παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαίρου! Η Ευρώπη τον ανακάλυψε το 1924.
Ο εκλεπτυσμένος τρόπος που χειριζόταν την μπάλα, είχε γοητεύσει το παρισινό κοινό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924. Θαμπωμένος από τις εκδηλώσεις λατρείας, αποφάσισε μετά το τέλος των Ολυμπιακών να μείνει στη «Πόλη του Φωτός». Το ‘ριξε στη ντόλτσε βίτα, ενώ από τη φυσική του κομψότητα δεν γλύτωσαν μεγάλες πρωταγωνίστριες της εποχής όπως η Κολέτ (Colette) και η Τζοζεφίν Μπέικερ (Josephine Baker)! Λίγο αργότερα πείστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Διπλός Χρυσός Ολυμπιονίκης στο Παρίσι το 1924 και στο Άμστερνταμ στο 1928, κατέκτησε και το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο θρύλος του διατηρήθηκε χρόνια. Η μοίρα φάνηκε σκληρή απέναντί του. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 41 του χρόνια, αλλά ξεχάστηκε από τους θαυμαστές του. Πέθανε από πνευμονία στα 56 του χρόνια σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Από την πρώτη στιγμή της γέννησής του, το μυστήριο παίρνει σάρκα και οστά. H μητέρα του ήταν από την Αργεντινή και ως πατέρας του εμφανιζόταν ο Χοσέ Ιγνάσιο Αντράντε (José Ignacio Andrade), ο οποίος, θρυλείται, ότι είχε δραπετεύσει από τη Βραζιλία όπου είχε μεταφερθεί ως σκλάβος από τη Δυτική Αφρική. Θρυλείται, επίσης, ότι κατείχε τη φήμη (και τον τίτλο;) του μάγου και μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί πως όταν γεννήθηκε ο γιος του, εκείνος ήταν 98 χρόνων! Σε μικρή ηλικία, μετακόμισε στο “barrio Palermo” στο Μοντεβιδέο, όπου ζούσε με μία θεία του και έκανε διάφορες δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Έπαιζε μουσική και χόρευε σε καρναβάλια, ήταν λούστρος και εφημεριδοπώλης.

Σε εφηβική ηλικία δοκίμασε την τύχη του στο ποδόσφαιρο στη Μισιόνες, στα 20 του μεταπήδησε στην Μπέλα Βίστα όπου έπαιξε 71 αγώνες και σκόραρε επτά γκολ. Στα 23 του ήρθε το μεγάλο άλμα, που ήταν η Νασιονάλ. Το 1930 πήγε στην Πενιαρόλ, όπου έπαιξε 88 αγώνες για τα επόμενα χρόνια. Είχε δοκιμαστεί ως έφηβος εκεί αλλά δεν είχε γίνει δεκτός. Κατέκτησε συνολικά 3 πρωταθλήματα Ουρουγουάης και 3 εθνικά κύπελλα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έπαιξε στην Αργεντινή, για λογαριασμό των Ατλάντα, και Λανούς-Talleres. Είχε επίσης ένα σύντομο πέρασμα με την Γουόντερερς στην Ουρουγουάη. Η δόξα όμως ήρθε μέσα από την εθνική ομάδα, της οποίας υπήρξε στέλεχος από το 1923 έως το 1930, κάνοντας 34 εμφανίσεις.

Το 1924 η εθνική Ουρουγουάης ταξίδεψε στο Παρίσι για να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πριν από την ίδρυση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν κάτι σαν ένα μικρό Μουντιάλ, αφού λάμβαναν μέρος μερικές από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου. Ο Αντράντε μαγεύτηκε από το Παρίσι. Ξεπερνώντας τα όρια του ποδοσφαίρου, οι ιστορίες για το πέρασμα του Ουρουγουανού από τη γαλλική πρωτεύουσα αγγίζουν τα όρια της μυθοπλασίας.

Μετά τους αγώνες, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές ήταν καλεσμένοι σε φανταχτερά πάρτι και στο πλευρό του Αντράντε εμφανίστηκαν ουκ ολίγες θηλυκές παρουσίες. Από την επιφανή λογοτέχνιδα Κολέτ (Colette) μέχρι την πιο διάσημη αρτίστα της εποχής, Ζοζεφίν Μπέικερ (Josephine Baker). Οι Ουρουγουανοί παίκτες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις Γαλλίδες, με την Κολέτ να τους χαρακτηρίζει «έναν περίεργο συνδυασμό πολιτισμού και βαρβαρότητας». Ο Αντράντε αρκετά συχνά απουσίαζε από το ξενοδοχείο της ομάδας και ένα βράδυ που τα μέλη της αποστολής τον έψαξαν, τον βρήκαν σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα, να απολαμβάνει τη συντροφιά πολλών και όμορφων γυναικών. Σε μία από αυτές τις βραδιές γνώρισε και την Μπέικερ, την οποία και ενθουσίασε χορεύοντας ένα τανγκό μαζί της. Παρά τον μη αθλητικό τρόπο ζωής τους, ο Αντράντε και οι συμπαίκτες του έφθασαν με άνεση στην κατάκτηση του τουρνουά, εκτοξεύοντας στα ύψη τη φήμη τους. Όταν η διοργάνωση τελείωσε, η αποστολή της Ουρουγουάης, πλην του Αντράντε, πήρε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Ο περιζήτητος γόης, όμως, παρέμεινε για ακόμη ένα μήνα στο Παρίσι, έχοντας «απαχθεί» από μία πλούσια κυρία που ήθελε να τον κρατήσει κοντά της…

Όταν ο Αντράντε γύρισε στο Μοντεβιδέο, ήταν φανερά αλλαγμένος. Φορούσε πανάκριβα ρούχα και είχε… άλλον αέρα, σε σημείο, μάλιστα, που πολλοί από τους φίλους του διέκριναν σημάδια έπαρσης. Η αντίστροφη μέτρηση, όμως, ξεκίνησε πολύ γρήγορα. Το 1925 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας της Νασιονάλ στην Ευρώπη, ο Αντράντε επισκέφθηκε ένα γιατρό στις Βρυξέλλες. Τα νέα ήταν άσχημα, καθώς οι εξετάσεις έδειξαν σύφιλη. Μόλις έμαθε τα νέα, παράτησε στη μέση τους αγώνες και εξαφανίστηκε από προσώπου γης για περίπου δύο μήνες. Λέγεται ότι αυτό το διάστημα περιπλανιόταν στο Παρίσι, όπου είχε βιώσει τις μεγάλες του δόξες. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του ήταν αδυνατισμένος και δεν θύμιζε σε τίποτα τον, προ έτους, Αντράντε του Παρισιού.

«Αισθάνομαι κάπως άρρωστος και πρέπει να κάνω μία θεραπεία», ήταν τα λιγοστά λόγια που επαναλάμβανε σε όποιον τον ρωτούσε για την κατάσταση της υγείας του. Είχε χάσει πολλή από την ταχύτητά του, αλλά καμία από τις ικανότητές του με την μπάλα στα πόδια. Συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, στο Άμστερνταμ, η Ουρουγουάη ήταν και πάλι εκεί για να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο με πρωταγωνιστή τον Αντράντε. Ο Ιταλός Αλφρέδο Πίτο (Alfredo Pito) που αγωνίστηκε αντίπαλός του στον ημιτελικό της διοργάνωσης προσπαθώντας να περιγράψει στους συμπατριώτες του την άφθαστη τεχνική του είχε πει:
«Θα μπορούσε να διασχίσει το Μιλάνο σε ώρα αιχμής με τη μπάλα, κάνοντας κόλπα, χωρίς αυτή ν’ ακουμπήσει στο έδαφος!».
Μάλιστα, στον ημιτελικό με την Ιταλία, προσέκρουσε στο δοκάρι με δύναμη και πιθανότατα έπειτα από αυτή τη σύγκρουση έχασε την όραση από το ένα του μάτι. Πολλοί, όμως, είπαν πως αυτό συνέβη εξαιτίας της ασθένειάς του.

Τελευταία του παράσταση ήταν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας του ποδοσφαίρου, το 1930, στην Ουρουγουάη. Εκεί, οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση της διοργάνωσης, πραγματοποιώντας σπουδαία εμφάνιση στον τελικό κόντρα στην Αργεντινή. Ήταν, πλέον, ένας ήρωας.

Η αναπόφευκτη κατάληξη ενός ξεχασμένου ήρωα
Η φήμη των παικτών εκείνης της Εθνικής ήταν τόσο μεγάλη, που όποιος αποσυρόταν από την ενεργό δράση έβρισκε αμέσως δουλειά ως προπονητής ή σχολιαστής αγώνων. Όχι όμως και ο Αντράντε, που δεν κατάφερε ποτέ να κοντρολάρει τα πάθη του. Έπινε τόσο πολύ, που ήταν αδύνατον να παραμείνει σε οποιαδήποτε δουλειά. Σιγά σιγά εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Κουβαλούσε πολλά προβλήματα υγείας, έναν αποτυχημένο γάμο και υπέφερε από κατάθλιψη. Τελευταία φορά που το όνομά του επανήλθε στην επικαιρότητα ήταν το 1950, όταν ήταν προσκεκλημένος στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, στο οποίο αγωνίστηκε και κατέκτησε ο ανιψιός του, Βίκτορ Ροντρίγκες Αντράντε.

Το 1956, ένας Γερμανός δημοσιογράφος αποφάσισε να ανακαλύψει τα ίχνη του. Έπειτα από περίπου μία εβδομάδα στο Μοντεβιδέο, τον βρήκε σε τραγική κατάσταση σε ένα ερειπωμένο υπόγειο. Ο Αντράντε ήταν τόσο μεθυσμένος, που δεν μπορούσε να καταλάβει τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου. Έναν χρόνο μετά, έχοντας μεταφερθεί σε άσυλο, πέθανε στις 5 Οκτωβρίου σε ηλικία 56 ετών.

Μετά τον θάνατό του όλοι έσπευσαν να θυμηθούν τα εξωαγωνιστικά κατορθώματα του Αντράντε. Λίγοι ασχολήθηκαν με τον παίκτη που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία εκείνης της σπουδαίας ομάδας. Αγωνιζόταν στη μεσαία γραμμή, είχε έφεση στο άμεσο παιχνίδι και φημιζόταν για τις πάσες ακριβείας. Ψηλός, δυνατός και με αρχοντικό στυλ, κυριαρχούσε παίζοντας με πάθος. Παρότι Ουρουγουανός, φημιζόταν για το καθαρό παιχνίδι του. Όσο για την ευφυΐα του; Στους Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, είχε μάθει πως στην προπόνηση της ομάδας θα υπήρχαν κατάσκοποι της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν η πρώτη αντίπαλος της Ουρουγουάης.

Πρότεινε στους συμπαίκτες του να ξεγελάσουν τους Γιουγκοσλάβους, οι οποίοι ύστερα από όσα είδαν νόμιζαν ότι θα σημειώσουν μία εύκολη νίκη. Τελικό αποτέλεσμα: 7-0. Ύστερα, ήλθε η σειρά της διοργανώτριας Γαλλία με 5-1. Στον αγώνα αυτό, έδειξε το αστείρευτο ταλέντο του και έκανε μία σπάνια κούρσα 75 μέτρων με την μπάλα στο κεφάλι περνώντας συνολικά εφτά αντιπάλους! Ακόμη και το μπλαζέ γαλλικό κοινό, που γενικά δεν ενδιαφερόταν για αυτό το περίεργο άθλημα με την μπάλα που έντεκα κυνηγούσαν άλλους έντεκα μέσα στο γήπεδο, σηκώθηκε όρθιο και χειροκρότησε!