Δεκαπέντε χρόνια. Δεκαέξι, αν μετρήσει κανείς και το 2008, όταν ξεκίνησε την καριέρα του στις εθνικές ομάδες από την Νέων. Δεν ήταν τα πιο λαμπερά, αν και ξεκίνησαν υποσχόμενα, με το χάλκινο μετάλλιο της Πολωνίας το 2009.
Απότομο πέρασμα στο χρόνο, χθες βράδυ στο Φάληρο. Τρίτη περίοδος και η κροατική άμυνα έχει σταθερά παρκαρισμένο το λεωφορείο στη ρακέτα και προκαλεί τον Καλάθη να σουτάρει. Πάρτε το πρώτο, μαζί και κάτι γαλλικά προς τον πάγκο. Πάρτε δεύτερο, για να μην νομίζετε πως ήταν ατύχημα. Γράψτε συνολικά εννιά πόντους και δύο ασίστ, πάει να πει συμμετοχή σε 13 από τους 17 πόντους της Ελλάδας. Υπερωρία και στα λόγια, μονίμως στο αυτί του Γιάννη, να μείνει το μυαλό του στη θέση του, να εμπιστεύεται το pull up, να διαλέγει τις στιγμές του.
Δεν ήταν μόνο οι πάσες. Αυτές τις έχουμε ξαναδεί, τις ξέρουμε, όσο κι αν πάντα θα είναι ερεθιστικός ο τρόπος που βλέπει καθαρά τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι μετά βίας διακρίνουν. Ο Καλάθης τα έκανε όλα πιο εύκολα, όπως μόνο οι ξεχωριστοί στρατηγοί του παρκέ μπορούν. Χαλιναγώγηση του ρυθμού στα όρια του απόλυτου. Στιβαρότητα στην άμυνα. Προφορική επικοινωνία. Έλεγχόμενο ρίσκο, τόσο-όσο, μονίμως στο φτερό του καρχαρία, η φαντασία και το σπαρτιάτικο χέρι-χέρι. Σιγά που είναι τυχαίο, πως κανείς δεν έπαιζε περισσότερο από αυτόν.
Τον έβλεπα στον τελικό, δίπλα από τον ελληνικό πάγκο και δεν μπορούσα να κρυφτώ από την συγκίνησή μου. Είναι ακόμα εδώ. Κι αυτό το καλοκαίρι.
Αλλά γιατί;
Είναι πια 35 ετών. Με σύγχρονους όρους, ο τύπος που γεννήθηκε στο Ορλάντο στις 7 Φλεβάρη του ’89 έχει συμπληρώσει από καιρό τα συντάξιμα της Εθνικής Ομάδας. Τα τελευταία χρόνια η καριέρα του είναι γεμάτη από στροφές και λακκούβες: τραυματισμός πριν τον τελικό της Κολωνίας το ’21, αποπομπή από την Μπάρσα ένα χρόνο αργότερα, ανεπιθύμητος στη Φενέρ το περασμένο καλοκαίρι, ήρωας των πλέι-οφ και παρών στο φάιναλ φορ. Μπροστά του απλώνεται το νέο τελευταίο κεφάλαιο, το σμίξιμο με τον Μάικ Τζέιμς στο Μόντε Κάρλο – μια τελευταία μπιλιά.
Πήρε μια ανάσα πέρσι στη Μανίλα και επέστρεψε για το δέλεαρ των Ολυμπιακών Αγώνων, αυτούς τους πέντε μυσταγωγικούς κύκλους που έχουν τον τρόπο τους να ολοκληρώνουν την καριέρα κάθε αθλητή. Και να σου τον μπροστά μου, στο μικρόφωνο, να μου λέει πόσο καλά νιώθει για τον Παπανικολάου, που προσπαθεί τόσο καιρό. Πόσο ξεχωριστό είναι κάθε καλοκαίρι «με τα παιδιά», φορώντας αυτή τη γαλάζια και λευκή φανέλα. Δεν αμφιβάλλω, αλλά μου τα λέει στα αγγλικά και κάτι μέσα μου κλωτσάει, αντανακλαστικά, υποσυνείδητα. Μετά το σκέφτομαι, ένας Έλληνας που γεννήθηκε Γιάνκης, ένας Γιάνκης που ξανάγινε Έλληνας. Όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη. Στην προσφορά και την αφοσίωση. Εκεί που μετράει, διάολε.
Κανείς δεν ξέρει αν ο Νικ θα ρίξει τίτλους τέλους μετά τη Λιλ και (ελπίζουμε) το Παρίσι, αν θα πει «δεκαπέντε χρονάκια θητεία, στραβάδια, απολύομαι». Το υποψιάζομαι, τον ρώτησα. Δεν ήθελε να μου πει, απλώς γιατί οι Αγώνες είναι πολύ σπουδαίοι για να τους βάλει μια προσωπική ταμπέλα, «οι τελευταίοι αγώνες του Καλάθη». Αυτή η ταπεινότητα που σκλαβώνει.
Στη Γαλλία λοιπόν. Εκεί που πετούν οι καραφλοί αετοί. Κάτι μου λέει ότι θα είναι συγκινητικό.