Η επίδραση Σπανούλη, κάπου ανάμεσα στο αθλητικό και το ψυχολογικό. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.

Δευτέρα, 17 Ιουνίου.

Οι συναρπαστικοί και ευωδιαστοί στο παρκέ, τοξικοί και ρυπαροί εκτός αυτού τελικοί της Basket League έχουν μόλις ολοκληρωθεί. Από το προσκλητήριο του Βασίλη Σπανούλη στο Ειρήνης και Φιλίας για την έναρξη της προετοιμασίας ενόψει Προολυμπιακού τουρνουά είναι δικαιολογημένα απόντες αρκετοί: οι παίκτες των «αιωνίων», οι πρωταθλητές Τουρκίας Παπαγιάννης και Καλάθης, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Τους μαζεύει στο κέντρο, πριν ξεκινήσουν τη δουλειά.

«Τους τα είπε καλά», μου είπε άνθρωπος που ήταν εκεί. Χωρίς παραπάνω λεπτομέρειες.

Δύο μέρες αργότερα, άπαντες είναι παρόντες. Ο V-Span ήξερε από πρώτο χέρι πόσο διαβρωτικό μπορεί να γίνει το οξύ που προκύπτει ως διήθημα από τέσσερα ή πέντε ντέρμπι τίτλου σε δέκα μέρες. Πως, αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, το πρόβλημα γίνεται γάγγραινα. Είναι αποφασισμένος να μην το αφήσει να συμβεί. Όχι στη δική του βάρδια.

«Τους τα είπε καλά», άκουσα πάλι, σαν να είχε χαλάσει ο δίσκος.

Σε αυτό το σημείο, μια παραδοχή. Ήμουν μεταξύ των όχι πολλών που δυσπίστησαν με περί συσπείρωσης και αύρας αφήγημα που είχε στηθεί όταν ο Σπανούλης ανέλαβε τις τύχες της Εθνικής. Όχι γιατί είχα καμία διάθεση να αμφισβητήσω το ειδικό βάρος του, αυτό δα έλειπε. Απλώς φαινόταν πολύ απλό και ταυτόχρονα άλλο τόσο… μεταφυσικό, να αρκεί ένας άνθρωπος για να αλλάξει ένα σωρό παθολογίες, κάποιες εκ των οποίων χρονίζουν σε βάθος δεκαετιών. Αμέλησα δύο πράγματα: πρώτον, πως ο τύπος είναι εμμονικός με το μπάσκετ. Δεύτερον, πως η δουλειά στον πάγκο Εθνικής Ομάδας έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Με τον χρόνο ούτως ή άλλως λίγο προκειμένου να χτιστούν σύνθετες αγωνιστικές συνήθειες και συστήματα, η ικανότητα του προπονητή να εμπνεύσει αποκτά πολλαπλάσια βαρύτητα. Αυτό που λένε οι Άγγλοι charisma και που δεν είναι ακριβώς ότι εννοούμε εμείς χάρισμα, αλλά δεν είναι και πολύ μακριά.

«Δεν ήξερα τι να περιμένω», έλεγε χθες ο Καλάθης μιλώντας για τον νέο του προπονητή, πριν βαλθεί να τον παινεύει. «Οι πρώην παίκτες γίνονται οι καλύτεροι προπονητές, γιατί ξέρουν την ψυχολογία του παίκτη».

«Με όλο το σεβασμό στους προηγούμενους προπονητές που ήταν φανταστικοί, ο Σπανούλης είναι νικητής. Το να είσαι νικητής είναι κάτι που είτε το έχεις, είτε όχι. Δεν μπορείς να το αποκτήσεις». Τάδε έφη, Γιάννης Αντετοκούνμπο. Όχι κι άσχημα, να έχεις από πριν τον σεβασμό του σούπερ σταρ. Ακόμα καλύτερα, να τον επιβεβαιώνεις στην πράξη.

«Η ομάδα είναι καλά, είναι ενωμένη», μου έλεγε άλλο μέλος της γαλανόλευκης δύο μέρες πριν το τζάμπολ κόντρα στους Δομηνικανούς. Τα φιλικά είχαν σπείρει αισιοδοξία, αλλά έτσι έκαναν πάντα. Την εποχή που το σουτ είναι (σχεδόν) τα πάντα, το βασικό μας σχήμα είχε τρεις «άσουτους», Γουόκαπ, Καλάθη, Γιάννη. Το ταμπούρι των αντιπάλων είχε στηθεί πριν ακόμα το δούμε: δεν χρειαζόταν να είναι κανείς πανεπιστήμονας(sic) για να προβλέψει την τακτική τους.

Όταν ξεκίνησε η δράση το παρκέ καθρέφτισε μια ομάδα που όχι μόνο δεν φοβόταν τις αδυναμίες της, αλλά τις κοιτούσε κατάματα και αυθάδικα. Χωρίς σουτέρ, ε; Ε τότε ας σουτάρουν όλοι, αρκεί το σουτ να είναι καλό. Κάπως έτσι κλείσαμε το τουρνουά με 124 εκτελεσμένα τρίποντα, ακριβώς 31 ανά παιχνίδι. Βάλαμε 54, πάει να πει 43.5%, χωρίς Ντόρσεϊ και Σλούκα. Ο Γουόκαπ και ο Καλάθης σούταραν μαζί 9 ανά παιχνίδι! Πως το λέει ο Τζόι στα Φιλαράκια, όταν προσπαθεί να πείσει τον Τσάντλερ να ξεπεράσει τον φόβο της δέσμευσης; «Κοίτα την κάννη του πιστολιού. Κατούρα κόντρα στον άνεμο». Ε, το μπασκετικό ανάλογο ήταν το «πάρε ό,τι σου δίνει η άμυνα». Το κρυμμένο μήνυμα έλεγε «είστε αρκετά καλοί για να το εκμεταλλετείτε». Στο πρώτο ματς, ο Τολιόπουλος σκεφτόταν. Στο τελευταίο, έπαιζε. Η διαφορά έβγαζε μάτι.

Η άμυνα ήταν το καταφύγιο μας, ακριβώς όπως είχε εξαγγείλει ο κόουτς. Στους ομίλους επετράπη και μια κάποια χαλάρωση, αλλά το σαββατοκύριακο δεν πάρθηκαν αιχμάλωτοι: 68 Σλοβενία, 69 Κροατία, χαιρετισμούς στο ΝΒΑ. Η αυταπάρνηση ήταν δεδομένη, αλλά όχι μόνο αυτή. Εκεί ήταν και ο συγχρονισμός, η αλληλοκάλυψη, η ποικιλία στις pick n roll καλύψεις, οι πάσης φύσεως ιδέες.

Ο Σπανούλης έχει ένα περίεργο χούι, να μειδιά όταν κάποιος του μιλήσει για πίεση, λες και το παίρνει για χωρατό. Ανέλαβε την τύχη της Εθνικής ομάδας με δύο χρόνια προϋπηρεσία, στο τελευταίο, βία προτελευταίο τουρνουά αυτής της ορφανής από παράσημα γενιάς. «Να φτιάξουμε κουλτούρα», λέει, παρότι οι φουλ προπονήσεις που είχε στη διάθεση του πριν τα ματς του Πειραιά ήταν τέσσερις, άντε πέντε.

«Και τι έκανε δηλαδή;», κουβεντιάζουν μεταξύ τους ψιθυριστά αμφισβητίες και αιρετικοί. «Κέρδισε την χωρίς Μπογκντάνοβιτς Κροατία και την Σλοβενία του κατάκοπου και τραυματία Ντόντσιτς, παίζοντας εντός έδρας. Όχι να το βγάλουμε και άθλο».

Από τη μία, δεν έχουν κι άδικο. Διψασμένοι για μια διάκριση, όλοι μας χθες αφήσαμε τους εαυτούς μας να πιαστούμε αιχμάλωτοι της στιγμής, αφήνοντας να οσμωθεί στα εντός μας λίγη παραπάνω αισιοδοξία. Ε και; Μήπως είναι λίγο πράγμα για την Ελλάδα να επιστρέφει στους Ολυμπιακούς Αγώνες μετά από 16 χρόνια; Ή σάμπως είχαμε χορτάσει από επιτυχίες τα τελευταία χρόνια που δεν χωράει στα στομάχια μας μια ψωρό-προκρίση ακόμα;

Ούτως ή άλλως, η επόμενη πρόκληση είναι στη γωνία. Σε όμιλο «του θανάτου», Καναδάς, Αυστραλία, Ισπανία. Χωρίς άγχος, αλλά με φιλοδοξία. «Γιατί να μην σοκάρουμε τον κόσμο;», είπε ο Γιάννης.

Ούτως ή άλλως, ο Σπανούλης μέχρι τώρα τα λέει πολύ καλά.