Τα πολλαπλά οφέλη του Ολυμπιακού με την απόκτηση του Εβάν Φουρνιέ και μερικοί αστερίσκοι. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.

Πρώτον, ο Εβάν Φουρνιέ ήρθε στην Ευρώπη γιατί θέλησε να περάσει το τελευταίο κομμάτι της καριέρα του διεκδικώντας κάτι. Δείχνει προσωπικότητα, φιλοδοξία, δίψα, πράγματα απαραίτητα σε κάθε ομάδα.

Δεύτερον, τον Γάλλο έφερε στον Ολυμπιακό πρώτα οι φίλαθλοι του. Αυτοί ήταν που έβαψαν ερυθρόλευκη την Stark Arena στο φάιναλ φορ, έμειναν (στην πλειοψηφία τους) στη θέση τους και για τον ημιτελικό, έβαλαν τη σκέψη στο μυαλό του. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η διοίκηση.

Τρίτον, το κίνητρο και η πίεση. Σε κανένα πλανήτη δεν νοείται να μην αυξάνονται και τα δύο όταν ο αιώνιος αντίπαλος επιστρέφει από την ανυπαρξία με ευρωπαϊκό τίτλο και πρωτάθλημα από το 0-2. Πέρσι, για πολλούς και διάφορους λόγους χάθηκε πρώτα ο Μίροτιτς και στη συνέχεια ο Ναν. Φέτος, ήταν τόσο θέμα αθλητικής αξίας όσο και πρεστίζ να μην χαθεί ο Φουρνιέ – και δεν χάθηκε.

Τώρα που ξεμπερδέψαμε με τα βασικά, πάμε να δούμε τι προσφέρει ο 32χρονος σταρ.

Βελτίωσε πολλά επίπεδα
Το ρόστερ ήταν από πριν γεμάτο και ποιοτικό, εντούτοις η πολυκοσμία στη γραμμή των ψηλών έβγαζε μάτι. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τους αριθμούς, αλλά κυρίως με την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Ο Πετρούσεφ π.χ είναι ένας παίκτης που πιστεύει ότι έχει ό,τι απαιτείται για να ξεκινάει (ή στην χειρότερη περίπτωση) να έχει κομβικό ρόλο σε μια ομάδα που είναι διεκδικήτρια της Ευρωλίγκας: δεν έχει καμία σχέση με την ψυχολογία ενός ρολίστα και πολύ δύσκολα θα απέδιδε έστω άνω του μετρίου σε ένα ρόλο παραπλήσιο με τους Πίτερς στην Βεζένκοφ εποχή, το 22-23. Επιπλέον, η λύση του Πίτερς στο «3» μπορεί να ακούγεται με κάποιο τρόπο βιώσιμη, αλλά 1) θα ήταν μόνο για σποραδικές, ειδικές στιγμές και 2) θα βάραινε σε απελπιστικό βαθμό την πεντάδα, πηγαίνοντας κόντρα στην ίδια την κατεύθυνση που έχει πάρει παγκοσμίως το μπάσκετ. Ο Αμερικανός θα έδινε αποστάσεις με το μακρινό του σουτ, όμως δεν έχει παιχνίδι με τη μπάλα και επιπλέον θα γινόταν ο στόχος κάθε αντιπάλου λόγω της δεδομένης αμυντικής του αδυναμίας.

Επιπλέον, το προηγούμενο ρόστερ είχε αναβαθμιστεί σημαντικά με τις προσθέσεις των Ντόρσεϊ και Βιλντόσα (η περίπτωση Έβανς θα έχει αστερίσκο μέχρι να δούμε σε ποια κατάσταση θα επιστρέψει), όμως από την περιφέρεια συνέχιζε να απουσιάζει ο παίκτης με το killer instinct: αυτός που θα έπαιρνε την τελευταία απόφαση έχοντας την ικανότητα να ντριμπλάρει τη μπάλα. Ο ρόλος αυτός ανήκε πέρσι στον Γουίλιαμς-Γκος, ο οποίος είχε καλές και κακές στιγμές αλλά όχι εκείνη τη clutch στιγμή που θα τον καθιέρωναν ως closer της ομάδας στη συνείδηση του κόσμου.

Η έλευση του Φουρνιέ εξυπηρετεί και τα δύο μέτωπα. Σπρώχνει τόσο για αγωνιστικούς όσο και για οικονομικούς λόγους τον Πετρούσεφ εκτός Πειραιά και προς Βελιγράδι μεριά, ανακουφίζοντας την ομάδα από ένα θέμα που λυνόταν(;) μόνο με προπονητικές αλχημείες. Επιπλέον ενισχύει αναντίρρητα την περιφέρεια με έναν σκόρερ ολκής και μια προσωπικότητα που όχι μόνο δεν αποφεύγει την ευθύνη, αλλά τρέφεται από αυτήν. Με την έλευση του ο Ολυμπιακός αποκτά ένα δεύτερο σημείο αναφοράς στην επίθεση πέραν του Βεζένκοφ, πράγμα που θα τον κάνει αυτόματα λιγότερο προβλέψιμο και θα ωφελήσει δεδομένα και τον δεύτερο φόργουορντ, ο οποίος έχει αυτοφυές μέσα του το παιχνίδι χωρίς τη μπάλα. Εκτός αυτού, η παρουσία αμφότερων (αλλά και του Ντόρσεϊ σε δεύτερο χρόνο) θα επιδράσει ευεργετικά στο παιχνίδι του Τόμας Γουόκαπ, από τον οποίο θα ζητηθούν λιγότερα στο μπροστά κομμάτι. Μένει να δούμε αν ο Μακίσικ θα αποχωρήσει ή αν θα παραμείνει ως ο καλός ρολίστας που δεν θα έχει μάθει να μην δημιουργεί το παραμικρό πρόβλημα ακόμα και αν μένει εκτός αποστολής.

Η ικανότητα του Γάλλου να παίζει και στις δύο θέσεις των «φτερών» δημιουργεί την πολυπόθητη για κάθε ομάδα ευελιξία σε σχήματα. Μπορεί κανείς να φανταστεί το «στιβαρό» Γουόκαπ-Γκος-Φουρνιέ-Βεζένκοφ –Φαλ, όσο και το πιο «φανταχτερό» Βιλντόσα-Ντόρσεϊ-Φουρνιέ-Βεζένκοφ-Μιλουτίνοφ και φυσικά όλες τις μεταξύ τους δυνατότητες. Γενικότερα η μεταγραφική κατεύθυνση του Ολυμπιακού φέτος κινήθηκε φανερά προς την ενίσχυση του επιθετικού μετώπου και της αθλητικότητας, πράγμα προφανώς εξηγήσιμο με βάση τα χαρακτηριστικά του περσινού γκρουπ.

Τα ερωτηματικά
Πουθενά δεν είναι πρόβλημα να έχεις πολλούς καλούς παίκτες, εντούτοις σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει πρόβλημα να έχεις πολλούς καλούς ίδιους παίκτες. Ο Φουρνιέ μοιάζει πολύ αγωνιστικά με τον Ντόρσεϊ, με τον Γάλλο να είναι προφανώς καλύτερος στο παιχνίδι με τη μπάλα (on ball, pnr, post up), σε σημείο που κανείς αναρωτιέται να είναι εφικτή η συνύπαρξη τους στην πεντάδα. Εδώ το θέμα πιθανότατα θα έχει να κάνει με την διάθεση και την ευελιξία που θα δείξει ο Ελληνοαμερικανός σκόρερ, ο οποίος στη Φενέρ υπήρξε η επιτομή της αστάθειας αφού δυσκολεύτηκε να βρει σαφή ρόλο ερχόμενος από τον πάγκο.

Επιπρόσθετα, στο γκρουπ θα δημιουργηθούν αναπόφευκτα νέες ισορροπίες. Αυτό σε ένα βαθμό θα γινόταν ούτως ή άλλως με την έλευση των Βεζένκοφ/Ντόρσεϊ/Βιλντόσα/Έβανς, όμως κανείς τους δεν έχει την alpha mentality που θα φέρει στο Φάληρο ο δις αργυρός Ολυμπιονίκης και βετεράνος 12 ετών και 700+ αγώνων στο ΝΒΑ. Ακριβώς ενα μήνα πριν ο Φουρνιέ δεν είχε κανένα πρόβλημα να κρεμάσει στα μανταλάκια τον Κολέ προκειμένου να σταματήσει η Γαλλία να επιμένει σε αυτό το αποκρουστικό Γουεμπανιάμα/Γκομπέρ, λες και προσπαθούσαν να εφεύρουν από την αρχή το μπάσκετ. Αυτό προφανώς δεν είναι πρόβλημα από μόνο του, είναι όμως κάτι που θα χρειαστεί χρόνος προκειμένου να παγιωθεί σε κάτι λειτουργικό και αποτελεσματικό: ο χώρος μιας ομάδας είναι κάτι ταυτόχρονα αόρατο και μετρήσιμο. Όταν σε αυτή εισέρχεται κάτι τόσο ογκώδες όσο ο Φουρνιέ, οι προσαρμογές είναι απαραίτητες – από όλους.