Οι αποχωρήσεις ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενες. Για αρχή, ο αφελληνισμός: ο Καλάθης αποχώρησε με διόλου ελαφρά πηδηματάκια αφού έδειξε χαρακτήρα εκεί που άλλοι το αμέλησαν, ο Ντόρσεϊ επί της ουσίας δεν κόλλησε ποτέ, ο Παπαγιάννης ήταν θετικός, αλλά όχι αρκετά αξιόπιστος για να παραμείνει. Μαζί τους τράβηξε για τη γη της επαγγελίας ο Μότλεϊ, βρίσκοντας στο φετινό χρυσωρυχείο της Χαποέλ ένα συμβόλαιο που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ο Μαντάρ είχε εξοστρακιστεί στο βάθος του πάγκου, οπότε χαιρέτησε. Πάνε αυτοί.
Η παραμονή του Χέιζ-Ντέιβις στην ανατολική πλευρά της Πόλης μπορεί άνετα να χρεωθεί ως μεταγραφή, ακόμα και αν δεν είναι. Ο Αμερικανός ήταν εύκολα ο πιο σταθερός παίκτης της ομάδας, ένας πραγματικός franchise player πάνω στις πολλές διαστάσεις του οποίου μπορεί κανείς να προσθέσει τα υπόλοιπα κομμάτια. Το καλοκαίρι συνεχίστηκε με την αναμενόμενη λεηλασία της Μακάμπι, η οποία δεν μπορούσε για πολλούς λόγους να κρατήσει τους σταρ της. Ο Νίμπο τράβηξε για το Μιλάνο και οι Μπόλντγουϊν – Κόλσον πήγαν πακέτο στην αγκαλιά του Σάρας.
Ο Μπόλντγουϊν θα πάρει τα κλειδιά της επίθεσης, αλλά αυτή τη φορά χωρίς την κεντρομόλο δύναμη που ασκούσε ο Λορέντζο Μπράουν στις φυγόκεντρες τάσεις του. Με το υπόλοιπο backcourt να απαρτίζεται από τους Γουίλμπεκιν, Ντέβον Χολ και Ζάγκαρς, καταλαβαίνει κανείς πως ο Γουέιντ ο τέταρτος θα κληθεί να αποδείξει στην πράξη πως μπορεί να ενδιαφερθεί εξίσου για τα νούμερά του όσο και για την απαιτητική λειτουργία μιας επίθεσης όπως την οραματίζεται ο προπονητής του. Ο Αμερικανός είναι φυσικά σε θέση να βάλει ένα σκασμό πόντους και να δημιουργήσει τη δική του φάση κατά το δοκούν, είναι όμως άλλο τόσο ορατό πως στην περίπτωση του ο Σάρας έχει βάλει τα περισσότερα μήλα στο ίδιο καλάθι σε ό,τι αφορά την περιφέρεια της ομάδας του. Ο ασταθής Γουίλμπεκιν θα είναι ο δεύτερος πόλος, ο Χολ θα προσπαθήσει να επιστρέψει στα προ τριετίας στάνταρντ μετά από μια κάκιστη για τον ίδιο σεζόν και ο Ζάγκαρς θα κάνει τα πρώτα του βήματα στην Ευρωλίγκα.
Το δημιουργικό κενό που αφήνει πίσω του ο Καλάθης θα επιχειρηθεί να καλυφθεί τόσο από τις γνωστές αρετές του Γκούντουριτς (pnr) και των Χέιζ-Ντέιβις/Πιερ (post up), όσο και από αυτές του νεοφερμένου Νικολό Μέλι, ο οποίος σε αυτή τη φάση της καριέρας του βλέπει περισσότερο γήπεδο παρά ποτέ και παίζει το ρόλο ενός Ιταλού Μπορίς Ντιό χωρίς τα επιπλέον κιλά. Στα φτερά παρέμεινε ο χρήσιμος Πιερ, παρέμεινε ο sniper Μπιμπέροβιτς ως microwave σκόρερ από τον πάγκο και φυσικά προστέθηκε ένας από τους καλύτερους φόργουορντ της περσινής λίγκας, ο Μπόνζι Κόλσον. Σε αυτό το κομμάτι εντοπίζεται και η μεγαλύτερη δύναμη της Φενέρ, με τον Σάρας να ακολουθεί τη σύγχρονη που ορίζει ότι οι αθλητικοί πλάγιοι που σουτάρουν είναι ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει στο σύγχρονο μπάσκετ.
Η πεντάδα Γκούντουριτς/Μπιμπέροβιτς/Χέιζ-Ντέιβις/Κόλσον/Πιέρ είναι μία πλήρης γραμμή φόργουορντ και προσφέρει στον Λιθουανό κόουτς πολλά και διαφορετικά σχήματα στα οποία θεωρητικά συνυπάρχουν η επιθετική σπίθα με την αμυντική στιβαρότητα. Αν κανείς προσθέσει στο μείγμα και τα χαρακτηριστικά τόσο του Μέλι όσο και του 24χρονου Κροάτη PF/C Λούκα Σάμανιτς, καταλαβαίνει κανείς πως η Φενέρ θα έχει ως βασικό αμυντικό όπλο τις switch-all πεντάδες, ενώ στην επίθεση τα 5-out σχήματα θα φορεθούν πολύ για να βρεθούν οι χώροι για το κάθετο παιχνίδι του Μπόλντγουϊν (κυρίως). Ο βετεράνος Σέρτατς Σάνλι θα δώσει εμπειρία και stretch λύσεις.
Το ερωτηματικό που συνοδεύει τη Φενέρ έχει να κάνει με την θεωρητική έλλειψη ενός αθλητικού ψηλού που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως rim protector και θα προσέθετε στην φροντ λάιν περισσότερο μέγεθος και βάθος. Ο Σάμανιτς είναι ένα συναρπαστικό ταλέντο, όμως στα πέντε του χρόνια στις Η.Π.Α. έπαιξε σε μόλις 86 ματς και είναι τελείως άμαθος στο ευρωπαϊκό παιχνίδι. Παίκτης με συνήθειες καθαρού PF, ο Κροάτης είναι μακρύς αλλά δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει στους κραδασμούς απέναντι στους elite σέντερ της Ευρωλίγκας, λέγε με Λεσόρ, Ταβάρες, Φαλ, Μιλουτίνοφ, κλπ. Αν ο Σάνλι δεν μεταμορφωθεί σε ένα καλοκαίρι σε αξιόπιστο αμυντικό, μένει στον Μέλι να οχυρώσει γύρω του μια άμυνα που θα έχει κάμποσο μέγεθος στις υπόλοιπες θέσεις, αλλά όχι στο «5».
Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα του Σάρας είναι να πάει ένα βήμα παρακάτω τη συνταγή που λάνσαρε πέρσι. Γρήγορο τέμπο, πολλές κατοχές και άλλα τόσα τρίποντα, παιχνίδι στο ανοιχτό γήπεδο σε κάθε ευκαιρία. Ο Λιθουανός έδωσε προπονητικό masterclass στα περσινά πλέι-οφ με τη Μονακό, έφτασε στο φάιναλ-φορ μάλλον κόντρα στις προσδοκίες και πήρε το πρωτάθλημα. Τώρα καλείται να μπει για άλλη μια χρονιά σφήνα στην καθεστηκυία τάξη των Παναθηναϊκού, Ρεάλ, Ολυμπιακού και Μονακό: το σίγουρο είναι πως η Φενέρ θα είναι από τις πιο διασκεδαστικές ομάδες στο μάτι στη φετινή σεζόν. Το αν αυτό σημαίνει και αποτελεσματική, μένει να φανεί.