Αποκαλυπτική συνέντευξη στην A Bola παραχώρησε ο Ζέκα. Ο πρώην αρχηγός του Παναθηναϊκού και νυν παίκτης της Κοπεγχάγης, μίλησε στην πορτογαλική εφημερίδα, για τη μεταγραφή του στο σύλλογο της Δανίας, την αγάπη που έχει για τους Πράσινους και τη στιγμή που τον “σημάδεψε” από το πέρασμα του στο Τριφύλλι. Ο Ζέκα χαρακτηρίζει το “παρθενικό” του γκολ με την Εθνική Ελλάδας, ως “το πιο σημαντικό της καριέρας μου” και άνοιξε την καρδιά του, σε μια σπάνια “εξομολόγηση”.
Ο διεθνής μέσος αναφέρθηκε στη ζωή του στη Δανία, στις ελληνικές συνήθειες που έχει αποκτήσει, στον …φρέντο, στα άψογα πορτογαλικά του Σάμαρη, στην κριτική που δέχθηκε όταν απέκτησε ελληνική υπηκοότητα, αλλά και στις δύσκολες στιγμές που πέρασε μετά το περσινό διαζύγιο.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Ζέκα στην εφημερίδα A Bola:
Για τη μετακόμιση του στην Κοπεγχάγη και τις συνθήκες που συνάντησε στη Δανία:
“ Μόλις έφαγα με έναν συμπαίκτη μου και πήγα να ψωνίσω ρούχα, γιατί τα περισσότερα είναι στην Αθήνα. Έχω λίγο καιρό στην Κοπεγχάγη, αλλά οι διαφορές είναι πολλές κι εύκολο να τις προσέξεις. Οι Έλληνες θέλουν να είναι στους δρόμους και στις παραλίες. Εδώ, λόγω του κρύου, θέλουν να περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Είναι τέλη Σεπτέμβρη, κάνει κρύο και βρέχει συνέχεια. Αλλά πέρα από αυτό, οι άνθρωποι είναι συμπαθητικοί και πάντα διαθέσιμοι να σε βοηθήσουν. Είναι πάντα με το χαμόγελο στο χείλη. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνουν με τόσο κακό καιρό. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν οι Δανοί εάν είχαν τον ήλιο και τη ζέστη της Ελλάδας, γιατί μου φαίνεται πολύ ευτυχισμένος λαός. Εδώ όταν φανάρι γίνεται από πράσινο πορτοκαλί, οι οδηγοί σταματούν αμέσως. Στην Ελλάδα όταν συμβαίνει αυτό, επιταχύνουν περισσότερο. Στη Δανία πολλοί κυκλοφορούν με ποδήλατα είτε κάνει ζέστη, είτε βρέχει, είτε χιονίζει. Οπότε οι οδηγοί πρέπει να είναι προσεκτικοί σε κάθε τύπου καταστάσεις. Ακόμη και η συμπεριφορά των πεζών είναι διαφορετική. Περιμένουν το πράσινο για να περάσουν, ακόμη και να είναι κόκκινο και να μην περνά κανένα αμάξι δεν θα περάσουν. Είναι πιο ήρεμοι κι έχουν εντελώς διαφορετική κουλτούρα από τους Έλληνες”.
Για τη μεταγραφή του από τον Παναθηναϊκό στην Κοπεγχάγη:
“ Όταν έμαθα για το ενδιαφέρον της Κοπεγχάγης, ήθελα να μάθω την κατάσταση μου στον Παναθηναϊκό. Το συμβόλαιο μου τελείωνε το 2019 και συγκλίναμε προς την ανανέωση, αλλά διαπίστωσα ένα δισταγμό και κατάλαβα ότι η ομάδα ήθελε να κερδίσει χρήματα από την πώλησή μου.
Δεν είναι νέο ότι ο Παναθηναϊκός περνά μερικές οικονομικές δυσκολίες. Οπότε ξεκίνησα να σκέφτομαι το μέλλον μου γιατί μου πρόσφεραν τετραετές συμβόλαιο. Και ξέρεις πώς είναι το ποδόσφαιρο. Μέχρι το 2019 κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά ή να έχω τραυματισμό και τα τέσσερα χρόνια του συμβολαίου με την Κοπεγχάγη θα ήταν εγγυημένα. Εκτός από αυτό κατάλαβα ότι η Κοπεγχάγη με ήθελε.
Ο προπονητής και ο διευθυντής ποδοσφαίρου ταξίδεψαν στην Ελλάδα για να μου μιλήσουν κι ένιωθα να ταυτίζονται οι στόχοι μου με αυτούς της ομάδας. Δηλαδή, συνηθίζουν να κατακτούν το πρωτάθλημα και να είναι παρόντες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η πιθανότητα να παίξω στο Champions League ήταν ένα κίνητρο, γιατί μέχρι σήμερα δεν είχα την ευκαιρία. Το πρότζεκτ και η διοίκηση της Κοπεγχάγης μου έδωσαν τη θέληση να δοκιμάσω μια καινούρια εμπειρία.
Χρειαζόμουν κάτι νέο στη ζωή μου. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν να αποχωριστώ τους συμπαίκτες μου και τους ανθρώπους με τους οποίους δούλεψα όλον αυτόν τον καιρό. Δεν θα ξεχάσω πόσο με βοήθησαν και με έκαναν να νιώσω σαν στο σπίτι μου όλα αυτά τα χρόνια. Ήθελα ένα άλλο πρότζεκτ για να κάνω περισσότερα και καλύτερα και να κατακτήσω τίτλους”.
Για το αν είναι εφικτό να “σπάσει” το σερί πρωταθλημάτων του Ολυμπιακού:
“Οι παίκτες προσπαθούν από την αρχή να κάνουν το καλύτερο δυνατό, γιατί μπορεί να υπάρχει μια χρονιά, που τα πράγματα να μην πάνε καλά στον Ολυμπιακό. Είναι όπως το είπες, είναι σχεδόν αδύνατο να κατακτήσει κάποια άλλη ομάδα εκεί το πρωτάθλημα. Αυτή η ανωτερότητα δεν έχει να κάνει με ό,τι κάνουν οι ομάδες, αλλά με τι τις αφήνουν να κάνουν. Είναι δύσκολο να τους ανταγωνιστείς. Χωρίς να θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, είναι κρίμα που το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι έτσι”.
Για τις ελληνικές συνήθειες που έχει αποκτήσει και τις διαφορές των Ελλήνων με τους Πορτογάλους:
“ Πριν πάω στην Ελλάδα δεν έπινα καφέ και τώρα πίνω φραπέ και φρέντο συνέχεια. Οι Έλληνες πίνουν κρύο καφέ όλη την ώρα. Έχω “ψυχή” (στα ελληνικά το λέει), αυτό που λέμε στην Πορτογαλία ψυχή. Ο ελληνικός λαός είναι μαχητής και το απέδειξε την εποχή της κρίσης. Όταν ήρθε η ώρα να διαμαρτυρηθούν και να περιφρουρήσουν τα δικαιώματά τους κατέβηκαν ενωμένοι στους δρόμους. Στην Πορτογαλία είμαστε πιο μαζεμένοι. Το ελληνικό αίμα κυλά διαφορετικά και είμαι περισσότερο ταυτισμένος με αυτό. Το δείχνω μέσα στο γήπεδο. Ποτέ δεν παραιτούμαι από κάτι θεωρώντας το χαμένο, παλεύω μέχρι τέλους. Σκέφτομαι να μείνω στην Αθήνα όταν σταματήσω το ποδόσφαιρο. Η χώρα είναι όμορφη, οι άνθρωποι δεκτικοί και η απόκτηση της υπηκοότητας με χαροποίησε για όλα όσα έκανε ο Παναθηναϊκός για εμένα. Χωρίς τους ανθρώπους του Παναθηναϊκού, αυτή η διαδικασία θα είχε αργήσει πολύ. Έπαιξα μόλις μία σεζόν στην πρώτη κατηγορία με τη Σετούμπαλ. Το έχω πει πολλές φορές. Ο,τι έχω μέχρι σήμερα, είναι χάρη στον Παναθηναϊκό και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.”.
Για το πρώτο γκολ που σημείωσε με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας και την κριτική που δέχθηκε όταν απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα:
“ Το γκολ απέναντι στο Βέλγιο ήταν το σημαντικότερο της καριέρας μου. Ξέρεις ότι δεν είναι εύκολο κάποιος που παίρνει την υπηκοότητα να παίξει σε αυτήν την εθνική. Υπάρχει πάντα κάποιος που δεν το υποδέχεται καλά. Αυτό το γκολ μου έδωσε βαρύτητα, ο κόσμος κατάλαβε ότι είμαι εκεί μαζί με τους άλλους για τον ίδιο σκοπό, παλεύω για την ίδια φανέλα και την ίδια σημαία. Το γκολ βοήθησε να ευχαριστήσω όλους αυτούς μου που με στήριξαν στην εθνική όλον αυτόν τον καιρό και να αποδείξω ότι αποτελώ μία λύση για την ομάδα. Στην αρχή ένιωθα βάρος και σταμάτησα να διαβάζω εφημερίδες, σάιτς ακόμη και σχόλια στα social media γι΄αυτόν τον λόγο. Γιατί ήξερα ότι θα διάβαζα κάτι που δεν θα ήταν ευχάριστο. Υπήρχε κόσμος που έλεγε ότι δεν είμαι Έλληνας και δεν πρέπει να είμαι εκεί και να παίρνω τη θέση από άλλον Έλληνα παίκτη. Αλλά, από την άλλη πήρα πολλή υποστήριξη ακόμη κι από κόσμο αντιπάλων ομάδων που μου είπαν ότι ήταν χαρούμενοι που φορούσα το εθνόσημο. Ήξερα ότι αυτό θα συνέβαινε, γιατί συμβαίνει παντού. Και είναι αυτό που λέγαμε. Το γκολ και η καλή εμφάνιση απέναντι στο Βέλγιο έδωσαν δίκιο σε αυτούς που με στήριξαν τόσο καιρό”.
Για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας και τις συζητήσεις με τους Σάμαρη και Μήτρογλου:
“Στην τελική φάση της διαδικασίας απόκτησης υπηκοότητας έδωσα συνέντευξη με άλλους τέσσερις για να διαπιστώσουν ότι μιλάω τη γλώσσα και ξέρω την ιστορία. Η ομάδα προσέλαβε μια δασκάλα για να μου κάνει μαθήματα και ήμουν προετοιμασμένος στον ύμνο. Στο ματς με το Βέλγιο ήμουν στον πάγκο και πριν την έναρξη τραγουδήσαμε τον εθνικό ύμνο. Ο συμπαίκτης μου δίπλα μου είπε, εσύ ξέρεις και τον εθνικό ύμνο.
Μιλάω με τον Σάμαρη για το πορτογαλικό ποδόσφαιρο και πώς είναι τα πράγματα. Μου είπε ότι λατρεύει τη Λισαβόνα κι ότι είναι ωραίο μέρος για να κάνει καλά πράγματα εκεί. Μιλά σχεδόν άπταιστα πορτογαλικά, είναι φανταστικό. O Μήτρογλου είναι διαφορετικός, πιο ήρεμος. Όταν τον ρωτάω κάτι, λέει ό,τι ξέρει στα πορτογαλικά, γελάει και δεν λέει σχεδόν τίποτα σωστά”.
Για το αν συγκρίνονται οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι οπαδοί:
“Δεν μπορώ να συγκρίνω Έλληνες και Πορτογάλους οπαδούς γιατί δεν έπαιξα σε μεγάλη ομάδα στην Πορτογαλία. Με τους οπαδούς του Παναθηναϊκού είχα μερικές πολύ καλές κι άλλες λιγότερο καλές στιγμές. Θυμάμαι όταν νικήσαμε 3-0 εκτός έδρας τον Ολυμπιακό, ήταν τρέλα. Το προπονητικό κέντρο ήταν φωτισμένο στις 11 το βράδυ, το λεωφορείο δεν μπορούσε να περάσει και κάναμε 800 μέτρα πεζοί ανάμεσα στο πλήθος. Μας φιλούσαν, μας σήκωναν στον αέρα, μας έπιαναν στα χέρια. Εκεί καταλαβαίνεις το πάθος με το οποίο ζουν το ποδόσφαιρο”.
Για το αν είχε φιλικές σχέσεις στην Ελλάδα με τους Πορτογάλους παίκτες του Ολυμπιακού:
“Έχω συναντήσει τυχαία τον Αντρέ Μαρτίνς και τον Φιγκέιρας σε καφέ, αλλά δεν έχουμε κανονίσει κάτι. Πρωτίστως γιατί δεν είχα στενή φιλία μαζί τους και δευτερευόντως σκεπτόμενος ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση όταν συναντιόμασταν, μιλούσαμε καλά και είχαμε καλή σχέση”.
Για το διαζύγιο και τη ζωή του μετά από αυτή τη δύσκολη στιγμή:
“Το διαζύγιο ήταν μια δύσκολη περίοδος γιατί πάντα είχα την οικογένειά μου στην Ελλάδα και συνήθιζα να έχω κάποιον σπίτι επιστρέφοντας από τις προπονήσεις και τα ματς. Αρχικά, πέρασα άσχημα και άλλαξα τον τρόπο σκέψης. Δεν μπόρεσα να συμβιβαστώ ότι έβλεπα τα παιδιά μου από μια οθόνη υπολογιστή, χωρίς να μπορώ να τους δείξω την αγάπη μου. Μπορώ να πω ότι ακόμη κι αν συνειδητοποιώ ότι έτσι θα είναι από εδώ και πέρα, δεν το έχω ξεπεράσει 100%. Είναι σκληρό να ξέρω ότι θα βρίσκομαι μαζί τους στις διακοπές μόνο”.