Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και το καλοκαίρι του 1983 στη Βουλιαγμένη.

Καλοκαιράκι του 1983, μέσα Ιούλη ήταν όταν κυκλοφόρησε η ‘’φήμη’’ για ένα μεγάλο beach party στη Βουλιαγμένη. Εκείνη την εποχή, τα πράγματα έπαιρναν με τον σωστό, αργό τρόπο τον δρόμο τους. Δεν υπήρχε promotion των εκδηλώσεων, των συναυλιών στο ίντερνετ, στο facebook, στο twitter. Ηταν μια άλλη Αθήνα, μια άλλη Ελλάδα, ένας άλλος κόσμος, πολύ μακρινός από το σήμερα και ας έχουν περάσει μόνο 34 χρόνια. Τα πάντα κυκλοφορούσαν στόμα με στόμα, από γειτονιά σε γειτονιά, άντε και από κάποιο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα που έκανε κάποια τυπική αναφορά. Ακόμη και τα πρώτα ιδιωτικά ραδιόφωνα ήταν 4-5 μακριά από την έναρξη τους. Μουσική άκουγες ή από τον μυθικό Γιάννη Πετρίδη ή από τους ‘’πειρατές’’ των ερτζιανών.

Η μεταδικτατορική Ελλάδα έψαχνε ακόμη τα βήματα της, τρόπους εκτόνωσης, μια ανάσα ελευθερίας. Δεν είμαι σίγουρος αν εκείνο τον κόσμο, ‘’ένα κύμα ξαφνικό΄΄ για να δανειστώ τους στίχους του Σαββόπουλου για μια άλλη συναυλία μεταγενέστερη, τον μάζεψε ο Λουκιανός για να ακούσει τη μουσική του. Είμαι σίγουρος ότι τον μάζεψε γιατί έκανε μια απλή πρόταση: ‘’Πάμε να γίνουμε μια παρέα’’. Η μουσική ήταν η πρόφαση, η παραλία της Βουλιαγμένης το σκηνικό και κάπως έτσι μαζεύτηκαν εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιούλη 100-150.000 άνθρωποι, ίσως και περισσότεροι, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τον ακριβή αριθμό στη Βουλιαγμένη.

Αργότερα, εκείνο το βράδυ θα το περιέγραφαν ως το ελληνικό Woodstock. Δεν είχαμε και τίποτε καλύτερο ή πιο κοντινό εδώ που τα λέμε. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα εισιτήρια ήταν γύρω στις 25.000 χιλιάδες αλλά είχαν εξαντληθεί νωρίς στην προπώληση. Οι περισσότερες χιλιάδες απλά πηδήξαμε τα κάγκελα για να βρεθούμε στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Κανείς δεν εμπόδισε κανένα, κανένας δεν έβαλε φραγμούς. Η μουσική ήταν ετερόκλητη, άλλωστε και ο ίδιος ο Κηλαηδόνης δύσκολα έμπαινε σε καλούπια, δύσκολα μπορούσες να τον κατατάξεις σε ένα είδος μουσικής, όπως βολικά μας βόλευε και μας βολεύει να κάνουμε.

Μιλιούνια ο κόσμος κατέβαινε στη Βουλιαγμένη υπακούοντας στο κέλευσμα της συναυλίας. ‘’Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη’’. Και ότι ήθελε προκύψει.

Άλλοι με παπάκια, κάποιοι με λιγοστά αυτοκίνητα, άλλοι με οτο-στοπ και άλλοι με το λεωφορείο της γραμμής. Ίσα ίσα προλάβαμε την Σεμιτέκολο να ξεκινάει τη συναυλία με ένα ragtime του Τζόπλιν στο πιάνο. Τα υπόλοιπα χάνονται από ένα νέφος, οι αναμνήσεις υπάρχουν αλλά ξεθωριάζουν με τα χρόνια. Η σκηνή ήταν μακριά, στημένη μέσα στη θάλασσα, δεν έβλεπες καλά-καλά τους καλλιτέχνες και ο ήχος δεν ήταν και τίποτε το ιδιαίτερα. Οι γιγαντοθόνες, τα τέλεια ηχητικά, η τεχνολογία ήρθε πολύ αργότερα. Αλλά ποιος νοιαζόταν για τεχνικές λεπτομέρειες; Στο πρώτο δεκάλεπτο η παραλία είχε γεμίσει, οι περισσότεροι βουτούσαν με τα ρούχα στο νερό, αρκετοί πάντως είχαν φορέσει μαγιό κάτω από τα ρούχα. Στο Woodstock έκαναν ‘’μπάνιο’’ στις λάσπες, στην Αθήνα σε μια παραλία. Ήταν εκεί και ο Γερμανός και η Μάνου και ο Νιόνιος και μια μαντολινάτα. Και ήταν εκεί και ο Λουκιανός με τη μπάντα του που είχε το εντελώς παράταιρο όνομα για τη βραδιά. Three and the Koukos band. Τρεις και ο…Κούκος σαν να λέμε. Ο Λουκιανός φορούσε άσπρο παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο, τα μαλλιά του δεν είχαν ακόμη ασπρίσει, ανέβηκε στη σκηνή μέσα σε μια βροχή από πυροτεχνήματα και ξεκίνησε λέγοντας το πιο ταιριαστό τραγούδι ‘’Θέλω να κάνω ένα πάρτι’’. Και ονομάτιζε σε εκείνο το τραγούδι όλους όσους ετερόκλητους ήθελε να καλέσει να του κάνουν παρέα σε ένα βαθύ μπουντρούμι με ένα μπουκάλι ρούμι. Είχε καταφέρει ως ο τέλειος οικοδεσπότης να καλέσει πολύ περισσότερους από τον…Ζορό, τον Μποντλέρ, τον Μακλάρεν, τον Σεφέρη και όλους όσους ονομάτιζε σε εκείνο το τραγουδάκι.

‘’Στην μπάντα να περάσει η παρέα μας’’, τραγουδούσε ο Λουκιανός. Και είμαστε όλοι μια παρέα εκείνο το απίθανο βράδυ. Άλλες εποχές, άλλοι καιροί, η εποχή της αθωότητας σε όλο της το μεγαλείο. Δεν υπήρχαν διαφορές, υπήρχε μόνο η ανάγκη να συναντηθούμε όλοι κάπου, σε ένα διαφορετικό μέρος, να συνδεθούμε με ένα κοινό δεσμό στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος. Και φυσικά λίγοι γύρισαν στο σπίτι όταν τελείωσε μουσικά το πάρτι. Πολλοί κοιμήθηκαν στην παραλία, αρκετοί στο απέναντι παρκάκι του δήμου, φτιάχτηκαν και χάλασαν φιλίες, ζευγάρια που άντεξαν ή αποδείχθηκαν εφήμερα, όλοι απολαύσαμε μια διαφορετική αίσθηση ελευθερίας για ένα βράδυ. Αρκούσαν λίγα: Η μουσική, η θάλασσα και μερικές μπύρες.

Ο Λουκιανός δεν μένει πια εδώ…Έφυγε σήμερα το πρωί αλλά για όσους ήταν εκεί, εκείνο το μοναδικό βράδυ θα μείνει ως μια γλυκιά ανάμνηση, σαν τον άνθρωπο που μας κάλεσε στο πιο μεγάλο πάρτι της πόλης, εκείνον που μας έκανε να πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη πριν από 34 χρόνια. Τον θυμόμαστε και θα τον θυμόμαστε γιατί αποδείχθηκε για ένα βράδυ μαγικό ο τέλειος οικοδεσπότης μιας ανεπανάληπτης ουτοπίας.