Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για την πρωταθλήτρια Ευρώπης Σλοβενία και αναλύει το τι δίδαξε το μπασκετικό κοινό, με τις εμφανίσεις της στη διοργάνωση.
Το τελευταίο πρόσφατο παράδειγμα που μπορεί να ανασύρει ο μέσος μπασκετόφιλος από τη μνήμη του είναι η Ζαλγκίρις του 1999. Μια ομάδα που έπαιξε με φουλ γκάζια, άλλαξε πολλά στη λογική που επικρατούσε στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ εκείνα τα χρόνια, αλλά στην ουσία αποτέλεσε one hit wonder. Ομάδα μιας χρήσης που κατέκτησε το κύπελλο Πρωταθλητριών και μετά σκόρπισε ή δεν ξανάφτασε ποτέ στο ίδιο επίπεδο. Με μια διαφορά: Η Ζαλγκίρις και ας μην έγινε κτήμα και γνώση του κόσμου που τη θαύμασε ήταν πολύ δυνατή και εκτός γηπέδων εκείνη τη χρονιά. Με χορηγό και χρηματοδότη για ένα χρόνο τον Σαπτάι φον Καλμάνοβιτς κατάφερε να νικήσει και στο παρασκήνιο τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Στο μπασκετικό σινάφι ξέρουν πολύ καλά το όνομα του Καλμάνοβιτς που πριν από μερικά χρόνια αποχαιρέτησε τα εγκόσμια όταν άγνωστοι εκτελεστές τον γάζωσαν με 30 ριπές στο κέντρο της Μόσχας.
Οι Σλοβένοι δεν είχαν ανάγκη κανενός είδους παρασκήνιο για να κάνουν μια από τις μεγαλύτερες υπερβάσεις στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Μια χώρα που πάντοτε είχε μπόλικο μπασκετικό ταλέντο, αλλά ποτέ δεν ήταν υπερδύναμη έκανε την Ευρώπη να υποκλιθεί. Ξεκίνησε το Ευρωμπάσκετ και πάλι ως μια καλή και υπολογίσιμη ομάδα, αλλά το τελείωσε ως πρωταθλήτρια Ευρώπης και δίνοντας απλά, αλλά πολύ εντυπωσιακά μαθήματα μπάσκετ. Τι μας έμαθαν λοιπόν ο Ντράγκιτς και οι λιγότερο γνωστοί συμπαίκτες του;
Πρώτα απ΄ όλα κατέρριψαν το στερεότυπο ότι ένας πρωταθλητής σε οποιοδήποτε επίπεδο χρειάζεται πολλούς σταρ. Έναν είχαν, αλλά αυτός ο ένας (Ντράγκιτς) έπαιξε σε επίπεδα που είχαμε πολλές δεκαετίες να δούμε. Και αν δεν καθόταν στον πάγκο στα τελευταία λεπτά κουρασμένος από την υπερπροσπάθεια, ίσως σήμερα εκτός από τον τίτλο του ΜVP και του αντίστοιχου πρωταθλητή Ευρώπης, να είχε στο σπίτι του και αυτό του ρέκροντμαν πόντων σε ένα τελικό Ευρωμπάσκετ. Δεν κατάφερε να γίνει ο τρίτος παίκτης στην ιστορία που σκοράρει 40 ή περισσότερους πόντους σε τελικό μετά τους 40 του Γκάλη το 1987 και τους 41 (του αντίπαλου προπονητή στον τελικό) Σάσα Τζόρτζεβιτς οκτώ χρόνια αργότερα πάλι επί ελληνικού εδάφους. Αλλά λίγο τον ενοχλεί αυτή η μικρή….απώλεια.
Ο Ντράγκιτς ήταν ο μοναδικός σταρ των Σλοβένων. Ο Ντόνσιτς στη διαδρομή θα τον προσπεράσει, αλλά δεν είναι ακόμη σταρ. Είναι ένας 18χρονος φαινόμενο που δεν ξέρουμε που ακριβώς είναι το μπασκετικό του ταβάνι. Ο Ντράγκιτς δεν είναι ο μοναδικός σταρ της ομάδας του. Είναι και ο παίκτης που φανερά τον σέβονται όλοι οι υπόλοιποι. Από τον προπονητή μέχρι τον φροντιστή και τους 11 συμπαίκτες του. Τέτοιους είχαμε τα καλά χρόνια μπόλικους. Αλλά δεν έχουμε κανένα σήμερα. Ακόμη και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο που μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο δεν είναι 100% αποδεκτός από τους συμπαίκτες του. Τα γεγονότα του φετινού καλοκαιριού και οι εσωτερικές έριδες στην ομάδα το αποδεικνύουν.
Οι Σλοβένοι δεν είχαν παίκτες με λάμψη ή με μεγάλα συμβόλαια. Για την ακρίβεια χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να βρει κάποιος στη δωδεκάδα τους παίκτες που το χειμώνα μας απασχολούν με τις επιδόσεις τους στην Ευρωλίγκα. Με εξαίρεση τον Ντόνσιτς και τον Ράντολφ, τον Βίντμαρ που πάντοτε ήταν ένας ρολίστας πολυτελείας τι μένει; Ο Μπλάζιτς που δεν τον λες και σταρ, ο Νίκολιτς που παίζει πίσω από τον Ζήση στη Μπάμπεργκ και ο αληθινός ήρωας του τελικού ο Πρέπελιτς που πριν από το Ευρωμπάσκετ οι κορυφαίες Ευρωπαϊκές ομάδες δεν τον είχαν καν στην ατζέντα τους με αποτέλεσμα να βολοδέρνει στο Γαλλικό πρωτάθλημα.
Τι είχαν ακριβώς οι πρωταθλητές Ευρώπης εκτός από τον Ντράγκιτς; Μια ομάδα αποφασισμένη που έπαιξε από την αρχή του τουρνουά με το μαχαίρι στα δόντια. Αλλά κανονική ομάδα, old school που δεν προσπάθησε να ξαναγράψει τα βασικά του μπάσκετ. Απλά, τα αξιοποίησε στο μάξιμουμ. Τρέξιμο, καλές πάσες, πολλοί σουτέρ, άμυνα που στόχος της είναι να δημιουργήσει καλύτερες επιθετικές συνθήκες και όχι απλά να καταστρέψει τον αντίπαλο. Μια ομάδα που δεν φοβόταν να δεχτεί 80 πόντους γιατί απλά μπορούσε να σκοράρει 90 και βάλε. Το μπάσκετ ως άθλημα είχε και έχει από την εποχή του δόκτορα Νέισμιθ μια βασική αρχή: χρειάζεται να βάλεις ένα παραπάνω πόντο για να νικήσεις. Όσο εμείς θα αποθεώνουμε τον ένα πόντο λιγότερο που προσπαθούμε να δεχτούμε είναι φανερό ότι θα διαβάζουμε διαφορετικές σελίδες του βιβλίου με τους εκάστοτε πρωταθλητές: Και σε συλλογικό και σε εθνικό επίπεδο. Το μπάσκετ δεν είναι μόνο για τους…ειδικούς και τους αναλυτές, δεν είναι μόνο η αποθέωση της λεπτομέρειας. Μερικές φορές αξίζει να αφουγκραστούμε και αυτούς στους οποίους απλά αρέσει. Και αυτοί από το βράδυ της Κυριακής που απόλαυσαν ένα από τους καλύτερους τελικούς όλων των εποχών αποθεώνουν όχι τις λεπτομέρειες και τα πολύπλοκα συστήματα των Σλοβένων αλλά κάτι απλοϊκό και δύσκολο συνάμα: το υπέροχο μπάσκετ που έπαιξαν.
Σε δεύτερο πλάνο, αλλά εξίσου σημαντικό με όλα τα υπόλοιπα: οι Σλοβένοι είχαν και προπονητή. Και μάλιστα καλό προπονητή. Και τον είχαν εδώ και μήνες, δεν τον πήραν από το προπονητικό πανέρι των προσφορών την τελευταία στιγμή. Ούτε έπαιζαν φτηνά επικοινωνιακά παιχνίδια. Πλήρωσαν ότι έπρεπε και πήραν τον Κοκόσκοφ που είναι το επόμενο next big thing των Ευρωπαίων προπονητών. Γράψαμε ποιος είναι ο Σέρβος παραμονές του τελικού.
Και έχουν και μια φρέσκια σε ιδέες ομοσπονδία. Επικεφαλής της προσπάθειας είναι ο Ράσο Νεστέροβιτς. Σλοβένος που ξεκίνησε σαν ελληνοποιημένος από τον ΠΑΟΚ, έπαιξε αρκετά χρόνια στο ΝΒΑ, έκλεισε την καριέρα του λόγω ενός τραυματισμού στον Ολυμπιακό του Ίβκοβιτς και δεν έκανε τίποτε εξεζητημένο. Μάζεψε τους παίκτες, βρήκε ένα προπονητή της προκοπής και τους άφησε να παίξουν. Χωρίς ίντριγκες, χωρίς παρασκήνια, χωρίς αστείους εγωισμούς και «βλάχικη» νοοτροπία. Κάπως έτσι η Σλοβενία βρέθηκε στην κορυφή. Οι άνθρωποι δεν χρειάστηκε να διαβάσουν όλο το βιβλίο του μπάσκετ. Διάβασαν τα πρώτα κεφάλαια που γράφουν τα βασικά. Αυτά που είναι φανερό ότι στα μέρη μας τα έχουμε ξεχάσει εδώ και μερικά χρόνια! Μια ομάδα με χημεία και ρόλους, με καλό προπονητή, με στοιχειώδη δομή και οργάνωση δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας της επιτυχίας. Και όταν τους βλέπεις μεγαλώνει και η δική σου μιζέρια. Μετά από οκτώ χαμένα καλοκαίρια ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει ενώ είναι προφανές και μπροστά στα μάτια μας.