Δύο φορές έχει χρησιμοποιηθεί μαζικά η λέξη "έπος" στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το 1940 για τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού στην ελληνοαλβανική μεθόριο και το 2004 για το απροσδόκτητο θαύμα της ομάδας του Ότο Ρεχάγκελ στα γήπεδα της Πορτογαλίας.

Χθες κιόλας ήχησαν οι πρώτες πενιές μιας ενορχήστρωσης σχετικής με αναλγητικές -ως προς τον οικονομικό πόνο των Ελλήνων- δράσεις της πρόκρισης στην τελική φάση του παγκοσμίου κυπέλλου του 2014. Φαίνεται πως οι πενιές και οι δοξαριές της συγκεκριμένης ενορχήστρωσης θα πυκνώσουν και θα γίνουν συμφωνία. Μια συμφωνία κακόγουστη, παράφωνη και ουσιαστικά περιπαιχτική προς τον οικονομικό Γολγοθά πολλών Ελλήνων, αλλά και προς την κρίση αξιών της κοινωνίας μας. 

Ο Φερνάντο Σάντος κάθε φορά που έχει λόγο, “χαρίζει” τις επιτυχίες της ομάδας του σε όλους τους Έλληνες. Θα είναι άδικο λοιπόν να καπακωθούν οι ήπιες και μετρημένες αναφορές του σπουδαίου Πορτογάλου από καιροσκοπικές φανφάρες. Οι Έλληνες θα αναριγήσουμε στο άκουσμα του εθνικού μας ύμνου στα γήπεδα της Βραζιλίας και θα δακρύσουμε. Θα λαχταρήσουμε το πρώτο γκολ σε ρυθμούς σάμπας και όταν -με το καλό- έρθει, γνωρίζουμε τον τρόπο να σηκώσουμε στο πόδι τις πολυκατοικίες, τις γειτονιές, τα καφενεία, τα γραφεία, αλλά και τις εξέδρες της Βραζιλίας. 

Ας μείνει όμως αυτή και οι επόμενες επιτυχίες καθαρά αθλητικές. Η προηγούμενη φορά που “πετάξαμε στον έβδομο ουρανό” (αδέρφια), το 2004, αποτέλεσε μια σημαδιακή χρονιά-σημείο αναφοράς για την κατρακύλα που ακολούθησε. Θα ήταν καλό να διαχωρίσουμε την αθλητική απ’ την πραγματικά εθνική επιτυχία και να ξέρουμε γιατί πανηγυρίζουμε. Και φυσικά να μην περιμένουμε να αποδείξουμε θεωρίες περί ελληνικής ψυχής, μαγκιάς, ανωτερότητας, εθνικής υπέρβασης μέσα στις τέσσερις γραμμές ενός γηπέδου. Όσο λοιπόν “το συνονθύλευμα του Σάντος”, “η Εθνική της νύστας”, και “οι ασελγοί του ποδοσφαίρου” θα ντύνονται ήρωες, τσολιάδες και ποδοσφαιρικοί πρωθυπουργοί, καλό θα είναι να κατεβάσουμε σφυγμούς και να ζήσουμε αυτή την όμορφη ποδοσφαιρική ιστορία στο έπακρο, αλλά στην πραγματική της διάσταση. Με αξιοπρέπεια δηλαδή, όπως ακριβώς το χρειαζόμαστε!

Οι Έλληνες έχουμε ανάγκη αφορμές να μένουμε ενωμένοι και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία. Είναι στο χέρι μας λοιπόν να βγάλουμε τη γλώσσα σ’ εκείνο το σύνθημα που συνήθως συναντάς σε όμορρους και μη τοίχους των Εξαρχείων. “Τόση μπάλα απ’ τη χούντα είχαμε να δούμε”. Πάμε απλά Μουντιάλ να γουστάρουμε!