Ώρα για μάχη.Σε ένα δυστοπικό μεταποκαλυπτικό μέλλον, το cyborg ονόματι Alita, ανακαλύπτεται από...

Ώρα για μάχη.

Σε ένα δυστοπικό μεταποκαλυπτικό μέλλον, το cyborg ονόματι Alita, ανακαλύπτεται από έναν επιστήμονα που αναλαμβάνει να την επιδιορθώσει και να την εξελίξει. Η Alita ανακτά τις χαμένες της αναμνήσεις, ανακαλύπτοντας τη θρυλική πολεμική τέχνη των cyborg, Panzer Kunst. H Alita μετατρέπεται σε μια ακαταμάχητη hunter warrior με εξωπραγματικές μαχητικές ικανότητες, ενώ παράλληλα προσπαθεί να ανακαλύψει τις αναμνήσεις του παρελθόντος της.

Ένα απ’ τα πιο αναμενόμενα project των τελευταίων ετών, το “Alita:Battle Angel” (ελλ. τίτλος: Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης), βασισμένο στο ομώνυμο γιαπωνέζικο manga του Yukito Kishiro και ενώ αρχικός σκηνοθέτης προοριζόταν ο James Cameron, εκείνος παρέδωσε τα ηνία στον Robert Rodriguez, λόγω ενασχόλησης με τα sequel του Avatar, κρατώντας όμως θέση σεναριογράφου, μαζί με την Laeta Kalogridis (Shutter Island). Δεν γνωρίζουμε πώς θα ήταν σκηνοθετικά το Alita στα χέρια του Cameron, ωστόσο ο Robert Rodriguez τα καταφέρνει αρκετά ικανοποιητικά, σκηνοθετώντας με εντυπωσιασμό, γρήγορες ταχύτητες και με θεματολογία που του πάει, καθώς δείχνει να κατέχει την manga-anime και κόμικ κουλτούρα γενικότερα, όπως παλιότερα απέδειξε στο “Sin City”. Στην προκειμένη πρόκειται για κάτι αρκετά διαφορετικό στη φιλμογραφία του Rodriguez, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα εντελώς φουτουριστικό σύμπαν, γεμάτο cyborg, τερατώδη υβρίδια και cyberpunk αισθητική.

Ο Rodriguez επιστρατεύει μια αισθητική που ενσαρκώνει τη νοοτροπία των sci-fi manga στη μεγάλη οθόνη και με μια εντυπωσιακή παραγωγή, καταφέρνει να δημιουργήσει το κατάλληλο σύμπαν, ώστε να βυθίσει τον θεατή σε αυτό, με κύριο σύμμαχο, τον καλό ρυθμό και κυρίως, τα εντυπωσιακά φουτουριστικά ντεκόρ και σκηνικά, ψηφιακά και μη, με μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική δόμηση, που εντυπωσιάζει τους οφθαλμούς, όντας η αποθέωση της κινηματογραφικής τεχνολογίας και εξέλιξης, πράγμα αναμενόμενο για πρότζεκτ που μπλέκεται το όνομα του Cameron. Παρότι το φιλμ έχει αρκετά θεματάκια που δεν το καθιστούν άρτιο από πλευρά σεναριακής αφήγησης, ο Rodriguez βάζει όλη του την τεχνογνωσία προκειμένου να καλύψει τα (αρκετά) μελανά σημεία του σεναρίου και να βασιστεί στον οπτικό εντυπωσιασμό, ενώ με το καλοδουλεμένο μοντάζ και διαχείριση των πολλών προσώπων και χαρακτήρων που εισάγονται στην οθόνη, καταφέρνει να κατανέμει σωστά το χρόνο και να μην μπερδεύει-χαώνει το θεατή σχετικά με το τι βλέπει. Οφείλουμε να πούμε πως μείναμε με ανοιχτό το στόμα, όσον αφορά την αναπαράσταση του φουτουριστικού αυτού σύμπαντος, με επιρροές αναφορές στο Metropolis, το Blade Runner, το Dark City και γενικότερα στο διαχρονικό είδος του sci-fi, που ξεκινά απ’ την κλασσική λογοτεχνία, μεταπηδά στον Orwell και καταλήγει σε σύγχρονες ταινίες-τεχνολογικά επιτεύγματα όπως αυτή εδώ, που αποτελούν ένα στάδιο εξέλιξης, ενός σινεμά hi-tech, που αποτελεί το εμπορικό σινεμά του μέλλοντος.

Δυστυχώς η ταινία έχει πολλά σημεία που λειτουργούν με τον αυτόματο πιλότο και σεναριακά μοιάζει λίγο ετοιματζίδικη σε σημεία, κάτι που μετά το πέρας της προβολής γίνεται εμφανές και στερεί πόντους απ’ την όλη απόλαυση. Ωστόσο, ο Rodriguez καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον, με κάποιες εντυπωσιακές χορογραφίες μάχης και ειδικών εφέ, και με ένα οπτικό σύμπαν ανάλογο του “Lord of the Rings” σε φουτουριστική όμως εκδοχή. Cyborg, μηχανές που κυριαρχούν έναντι των ανθρώπων, ρομπότ με ανθρώπινο συναίσθημα, ενώ υπάρχει ακόμα και σκηνή που είναι παρμένη απ’ την ομηρική μάχη του Οδυσσέα με τον Κύκλωπα, σε μια έξυπνη σκηνή αναφορά, που λίγοι θα παρατηρήσουν. Γενικώς, το φιλμ πετυχαίνει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ενώ προσπαθεί να περάσει διάφορα μηνύματα, με τρόπο βέβαια λαϊκό, απλουστευμένο, σε ένα φιλμ καθαρής fun ψυχαγωγίας, που δεν έχει στόχο να προβληματίσει, αλλά αποκλειστικά να εντυπωσιάσει. Σε μεγάλο βαθμό το καταφέρνει, ενώ αν έλλειπαν κάποιες χαοτικές σκηνές και διάλογοι που δεν προσφέρουν κάτι στην εξέλιξη, θα μιλάγαμε για κάτι πολύ καλύτερο. Ακόμα και έτσι πάντως, ο Rodriguez, δημιουργεί κάποιους ενδιαφέροντες χαρακτήρες που σου μένουν, ενώ η κεντρική εν μέρει ψηφιακή πρωταγωνίστρια, παιγμένη εξαιρετικά απ’ την Rosa Salazar, είναι καλοφτιαγμένη και πειστική μέσα απ’ το CGI της. Επιβλητικός είναι επίσης ο εξαιρετικός Christoph Waltz ως Dr.Dyson, ενώ η Jennifer Connelly με τον Mahershala Ali, συνθέτουν ένα ενδιαφέρον μοχθηρό δίδυμο.

Με αρκετά προβλήματα στο σενάριο που δεν είναι αμελητέα, ο Rodriguez, πετυχαίνει ωστόσο το στόχο του, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό cyber σκηνικό, σινεμά άκρως λαικό για τις ευρείες μάζες, που πετυχαίνει αρκετά ικανοποιητικά το σκοπό του και σίγουρα θα έχει sequel.

Πηγή: IGN Greece