Και το γεγονός, αναγκάζει τους ήδη λουφαγμένους, λόγω γενικότερων συνθηκών, δημοσιογράφους, να λουφάζουν ακόμα περισσότερο. Γιατί οι περισσότεροι έχουν γυναίκες και παιδιά και οι πιο τυχεροί μια μόνο δουλίτσα με την οποία τα κουτσοβολεύουν πάντα όμως με το φόβο του τι ξημερώνει στους εφιαλτικούς καιρούς…
Δεν αναφέρομαι στους απολύτως συμβιβασμένους και πολύ περισσότερο στους ξεδιάντροπα συνειδητούς υπηρέτες ενός συνθήματος που έχει μετατρέψει την αθλητική δημοσιογραφία σε πεδίο βολής. Όχι, μιλάω για εκείνους που θα ήθελαν ή έστω θα μπορούσαν κάτω από άλλες συνθήκες να επιδείξουν ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, να ορθώσουν το ανάστημά τους. Πώς να το κάνουν όμως τώρα;
Γιατί δεν είναι μόνο ο φόβος ότι μπορεί να δεχθούν και αυτοί επίθεση ή ότι το σύστημα μπορεί να τους στερήσει τη μια και μοναδική (και συνήθως φριχτά κακοπληρωμένη) δουλειά τους. Αλλά και η κοινή διαπίστωση ότι κανένας δε νοιάζεται, κανένας δεν ασχολείται…
Το είδαμε με τις στερεότυπες ανακοινώσεις της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ που εκδόθηκαν μετά την επίθεση κατά του Ασβεστά, το είδαμε και με την αδιαφορία που αντιμετώπισε το γεγονός ο ίδιος ο τύπος σε όλες τις μορφές του. Το είχαμε δει και στο παρελθόν σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, θα το δούμε και στο μέλλον όταν πάλι κάποιος αθλητικός συντάκτης θα πέσει θύμα γκανγκστερικής επίθεσης.
Κι όμως ο μόνος τρόπος για να σταματήσει ή έστω να μετριαστεί το κακό, είναι η γενική αντίδραση όλων των δημοσιογράφων όχι μόνο των αθλητικών συντακτών. Όλων των μέσων, έντυπων και ηλεκτρονικών, όλων των συναφή επαγγελματικών ενώσεων. Γιατί, όσο εμείς οι ίδιοι σφυρίζουμε αδιάφορα όταν ένας συνάδελφός μας πήγαινε με σπασμένο κεφάλι ή σπασμένα άκρο και πλευρό στο νοσοκομείο, ποιος περιμένουμε άραγε να ενδιαφερθεί; Ο αστυνομικός, ο εισαγγελέας, ή μήπως ο πολιτικός, που ως κύριο μέλημα του, έχει πως δεν θα φάει ο ίδιος ξύλο από τους αγανακτισμένους, για τις ημέρες και τα έργα του, πολίτες;