Ανοικτό το ενδεχόμενο, κάποια στιγμή στο μέλλον, να προσπαθήσει να ολοκληρώσει επιτυχώς την ανάβασή της στην υψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ, αφήνει η Κική Τσακαλδήμη.

Σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η 38χρονη ορειβάτης από την Αλεξανδρούπολη, μιλά για τις συνθήκες διαβίωσης στο Έβερεστ κατά τη διάρκεια των δύο μηνών που διήρκησε η αποστολή της, για την τελική προσπάθειά της να ανέβει στα 8.848 μέτρα της «στέγης του κόσμου», για τους ανθρώπους που τη στήριξαν καθ’ όλη την προσπάθεια της, καθώς και για τα μελλοντικά της σχέδια.

Βρέθηκε μόλις 600 μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή του Έβερεστ και νιώθει «χαρούμενη και ευγνώμων που καταφέραμε, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, να επιστρέψουμε στο base camp (βάση κατασκήνωσης) όλοι ασφαλείς. Θέλει πολλή δύναμη να αποδεχτείς και να αντλήσεις χαρά από την όλη πορεία σου, την ώρα που πρέπει να επιστρέψεις, ενώ μπροστά σου βλέπεις πόσο κοντά είσαι από την κορυφή».

Ο προγραμματισμός προέβλεπε να βρεθεί στην κορυφή του Έβερεστ το πρωί στις 23 Μαΐου και, παρά τις ακραίες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, πήρε την απόφασή μαζί με τον οδηγό της, τον Ινδό Satyabrata Dam, να ξεκινήσουν την ανάβαση.

Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το βράδυ της 22ας Μαΐου, όταν και ξεκίνησε την τελική της ανάβαση, στο μυαλό της βρισκόταν μόνο η κορυφή. «Προσπαθούσα να κρατήσω εστιασμένη όλη μου την ενέργεια για την τελική προσπάθεια και φυσικά να είμαι καθημερινά χαρούμενη και να αντλώ ικανοποίηση στο κάθε στάδιο που βρισκόμουν», είπε.

Κατά την τελική της ανάβαση, οι ριπές ανέμου έφταναν τα 100 χλμ/ ώρα, ενώ η θερμοκρασία άγγιζε τους -60 βαθμούς Κελσίου κάτι που έκανε την επίτευξη τού στόχου αδύνατη.

«Ήταν όλα τόσο έντονα και τεταμένα, που ίσως η μόνη σκέψη μου ήταν να την γλιτώσουμε και να καταφέρουμε να γυρίσουμε από την κορυφή χωρίς να χάσουμε τα άκρα μας από κρυοπαγήματα. Ήταν τόσο ακραίες οι καιρικές συνθήκες που πραγματικά ανησύχησα για τη σωματική μου ακεραιότητα. Όμως προσπάθησα να είμαι γενναία και συνέχισα, χωρίς να παραπονεθώ ή να πω κάτι στον οδηγό μου» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κική Τσακαλδήμη.

Και συμπληρώνει: «Στις 2 το πρωί, είδα τον Satyabrata να στρέφεται πίσω προς το μέρος μου. Το φως του φακού κεφαλής στιγμιαία με τύφλωσε. Σήκωνε τους ώμους του και με το χέρι του έδειξε το δρόμο πίσω μας. Έπρεπε να επιστρέψουμε. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε. Ξέραμε και οι δύο μέσα μας πως αυτή ήταν η σοφότερη απόφαση. Η τεράστια εμπειρία του οδηγού μού έδινε την δύναμη να πιστέψω πως εντάξει έχουμε καλές πιθανότητες να επιστρέψουμε στην σχετική ασφάλεια της σκηνής μας στο camp4 χωρίς να χάσουμε κάποιο από τα άκρα μας εξαιτίας των κρυοπαγημάτων».

Οι πρώτες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό της Κικής, όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής στο camp4 ήταν όλες οι δύσκολες στιγμές που πέρασε κυρίως τον τελευταίο χρόνο κατά την προετοιμασία της, αλλά και της ανεύρεσης των πόρων για την πραγματοποίηση της αποστολής, όπως δηλώνει όμως «ένοιωσα τόσο τυχερή και που ήμουν γερή και υγιής, αλλά και ευγνώμων που μου επετράπη να φτάσω ως εκεί, στα 8.250 μέτρα».

Η πιο δύσκολη στιγμή σε όλη την αποστολή, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήταν πως έπρεπε να αποδεχθεί το γεγονός ότι θα επιστρέψει πίσω, ενώ ήταν ήδη στα 8.250 μέτρα, μια ανάσα από την κορυφή.

Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ εάν θα προσπαθήσει πάλι κάποια στιγμή να ολοκληρώσει αυτό που «άφησε στη μέση» η 38χρονη ορειβάτης λέει: «δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες και ποτέ δεν λέω ποτέ. Όταν κατέβαινα από το Camp3 πέρασαν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό μου. Με ρώτησα, θα το ξανακάνεις; Όμως αυτομάτως το σώμα και το μυαλό μου φώναξαν ΟΧΙ! Σήμερα, που το κορμί μου έχει σχεδόν ξεχάσει την κακουχία, αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα, μιας και σωματικά είδα ότι ήμουν πολύ δυνατή και αν δεν με σταματούσε ο καιρός θα μπορούσα να το κάνω. Ήμουν πολύ δυνατή».

Υπογράμμισε επίσης ότι πρόκειται για μια πολύ κοστοβόρα αποστολή και αν «είχα τα χρήματα ίσως προτιμούσα να τα διαθέσω σε νέες περιπέτειες, σε άλλα βουνά, αλλά και πάλι δεν αποκλείω τίποτα. Ο χρόνος θα είναι ο καλύτερος σύμβουλος μου. Ας τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του».

Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Τσακαλδήμη, αυτούς τους δυο μήνες που διήρκησε η αποστολή, δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο το βουνό, αλλά μεταξύ άλλων τις καιρικές συνθήκες και τις αλλαγές που παρατηρούνται στον ανθρώπινο οργανισμό, από την διαμονή σε τέτοια υψόμετρα.

«Όταν πρέπει να μείνεις για 2 μήνες σε υψόμετρο πάνω από τα 5.400 μέτρα η καταπόνηση του οργανισμού είναι πολύ μεγάλη. Το πιο απλό πράγμα γίνεται δύσκολο» υπογραμμίζει η κ. Τσακαλδήμη και συνεχίζει: «Μέναμε σε αντίσκηνα τα οποία είναι τοποθετημένα πάνω σε πάγο, αφού βρισκόμασταν μόνιμα πάνω σε παγετώνα. Κοιμόμαστε σε υπνόσακο, όπου το βράδυ στο base camp (βάση κατασκήνωσης) η θερμοκρασία στην καλύτερη περίπτωση είναι -15 βαθμούς Κελσίου, ενώ ο αέρας είναι τόσο αραιός με αποτέλεσμα να μην σου αρκεί το οξυγόνο, όσο βαθιά αναπνοή κι αν παίρνεις. Λαχανιάζεις με το παραμικρό (λόγω της έλλειψης οξυγόνου) και όλες τις κινήσεις πρέπει να τις κάνεις αργά για να αποφύγεις την εξάντληση».

Επίσης, οι θερμίδες που καταναλώνει ο οργανισμό σε τόσο υψηλό υψόμετρο είναι τρομακτικές. «Το να βρίσκεσαι πάνω από τα 5.400 μέτρα για δυο μήνες και ακόμη πιο ψηλά σε συνθήκες ψύχους, είναι από μόνο του τόσο επίπονο για τον οργανισμό του ανθρώπου. Οι καύσεις που κάνει προκειμένου να συντηρηθεί, προκαλεί την απώλεια κιλών μιας και είναι σχεδόν αδύνατο να καταναλώσεις εκεί περισσότερες θερμίδες από όσες καίει ο οργανισμός. Σκεφτείτε ότι την ημέρα της κορυφής χάνουμε 4 κιλά τουλάχιστον, αφού η κατανάλωση θερμίδων φτάνει ως και 20.000 θερμίδες!».

Η προσπάθεια που έκανε όπως λέει «ήταν τρομερά επίπονη και σίγουρα ότι πιο δύσκολο έχω κάνει μέχρι τώρα. Μιλάμε για μια μόνιμη κακουχία, κούραση και κρύο».

Από την άλλη, κάποιες μέρες έτυχε να υποφέρουν από την υπερβολική ζέστη. «Από το camp1 στο camp2, κατά τη διαδικασία του εγκλιματισμού, βρεθήκαμε να αντιμετωπίσουμε αντίθετες καιρικές συνθήκες από αυτές του ψύχους. Η θερμοκρασία ανέβηκε τόσο πολύ, ο ήλιος έκαιγε τα πρόσωπα μας και με τον βαρύ ρουχισμό που είχαμε νοιώθαμε απίστευτη εξάντληση από την ζέστη. Ακούγεται περίεργο, όμως ναι, υπάρχουν μέρες και περιοχές που νοιώθεις να σκας από τη ζέστη. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στον πάγο κάνει το περιβάλλον ακραία ζεστό. Όμως αυτό που με χαροποίησε, και συνειδητοποίησα στην πορεία, είναι η συνειδητοποίηση πως τελικά είμαι πιο δυνατή απ’ όσο νόμιζα».

Λόγω του μεγάλου υψομέτρου, οι ορειβάτες πρέπει να καταναλώνουν περισσότερα από 3 λίτρα νερό, για να γίνει ο εγκλιματισμός στο υψηλό υψόμετρο σωστά και χωρίς πονοκεφάλους. Η μεταφορά του νερού στα 5.400 μέτρα που βρίσκεται η βάση κατασκήνωσης δεν είναι εύκολη, με αποτέλεσμα η λύση να είναι το λιώσιμο πάγου και χιονιού. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη βοήθεια των Σέρπα (βαστάζοι και οδηγοί βουνού). «Είναι τόσο αξιαγάπητοι άνθρωποι, που ενώ δείχνουν σκληροί, λόγω των συνθηκών στις οποίες διαμένουν (υψίπεδα της χώρας), είναι τόσο ευγενικοί, χαρούμενοι και διαθέσιμοι να σε βοηθήσουν ανά πάσα στιγμή», λέει η κ. Τσακαλδήμη.

Όμως, όπως συνεχίζει, δεν ήταν όλα τόσο άσχημα. «Βρίσκεσαι σε ένα από τα ομορφότερα τοπία του πλανήτη μας. Είναι αυτοί οι ορεινοί όγκοι που σε καλημερίζουν καθημερινά και ειδικά την αυγή, όταν παίρνουν αυτό το χρυσαφί χρώμα από τον ανατέλλοντα ήλιο. Είναι ασύγκριτο!».

Συνεχίζοντας λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «το να βρεθείς στην κορυφή του κόσμου είναι μια αποστολή που για να είναι επιτυχημένη προϋποθέτει πολλά πράγματα. Ένα από αυτά είναι η υποστήριξη από την ίδια σου την οικογένεια. Πιστεύω πως όχι μόνο δεν θα κατάφερνα να βρεθώ στα 8.250 μέτρα αν δεν είχα την αμέριστη συμπαράσταση από τον σύζυγο και την υπόλοιπη οικογένεια μου, αλλά ούτε καν θα κατόρθωνα να ολοκληρώσω με επιτυχία την προετοιμασία μου και την ανεύρεση των πόρων για την ολοκλήρωση της αποστολής».

Επίσης, σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά της ήταν και τα χιλιάδες μηνύματα που έλαβε από κόσμο άγνωστο σε αυτή «οι όποιοι με τα μηνύματα τους με αγκάλιασαν και μου έδειχναν την αγάπη και τον θαυμασμό τους. Καθημερινά δεχόμουν δεκάδες μηνύματα από αγνώστους που με ενθάρρυναν να συνεχίσω. Άλλοι μου μιλούσαν για τη δύναμη και έμπνευση που αντλούσαν από τις πράξεις μου και αυτό από μόνο του λειτουργούσε σε μένα σαν ένεση αδρεναλίνης. Ακόμη και σήμερα λαμβάνω καθημερινά μηνύματα από αγνώστους που με κάνουν να τους νοιώθω σαν δικούς μου ανθρώπους. Όταν έβρισκα τα σκούρα… και είχα την πνευματική διαύγεια να σκεφτώ κάτι πέραν της επιβίωσης μου, ανακαλούσα τα λόγια κάποιων μηνυμάτων που με άγγιξαν και που με ενέπνεαν».

Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να κατακτήσει την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, δεν φαίνεται να πτοεί την Κική Τσακαλδήμη, καθώς όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «όπως έχω πει το project μου λέγεται “Higher Than Everest” και το Έβερεστ ήταν μόνο η αρχή. Σίγουρα θα συνεχίσω να ορειβατώ και να εξερευνώ τον κόσμο. Δεν έχω σκοπώ να παρατήσω τα όνειρα μου ειδικά μετά την εμπειρία του Έβερεστ. Το Έβερεστ ήταν μόνο η αρχή».

Το μόνο σίγουρο, όπως λέει, είναι ότι θα επιχειρήσει και ανέβει και στις υπόλοιπες έξι υψηλότερες κορυφές από τις 7 των επτά ηπείρων (7 Summits*), με το Έβερεστ να είναι μια από αυτές, και μέχρι στιγμής μόνο ένας Έλληνας το έχει ολοκληρώσει.

Η Κική Τσακαλδήμη αποτέλεσε την πρώτη ελληνική γυναικεία αποστολή που προσπάθησε να κατακτήσει την κορυφή του Έβερεστ.

* Η κατάκτηση των 7 ψηλότερων κορυφών (7summits) σε κάθε μια από τις ηπείρους θεωρείται ορειβατική πρόκληση την οποία πρώτος ολοκλήρωσε στις 30 Απριλίου του 1985 ο Αμερικανός ορειβάτης, Ρίτσαρντ Μπέις.

– Έβερεστ 8.848 μέτρα (Ασία)
– Ακονκάγκουα 6.961 μέτρα (Νότια Αμερική)
– ΜακΚίνλεϊ 6.194 μέτρα (Βόρεια Αμερική)
– Κιλιμάντζαρο 5.895 μέτρα (Αφρική)
– Ελμπρούς 5.642 μέτρα (Ευρώπη)
– Βίνσεν 4.892 μέτρα (Ανταρκτική)
– Πούντσακ Τζάγια 4.884. μέτρα / Κόσιουσκο 2.228 μέτρα (Αυστραλία)