Που εφευρέθηκε η «Χαβανέζικη» πίτσα;

Είναι ένα ερώτημα που έχει προβληματίσει αρκετούς καλοφαγάδες σε όλο τον κόσμο.

Στη Χονολουλού; Στο Μάουι; Ή σε καμιά πολυνησιακή συνοικία της Ρώμης;

Η πιο αμφιλεγόμενη πίτσα στον κόσμο έχει τις ρίζες της στον Καναδά και ο δημιουργός της ήταν ο Έλληνας, Σαμ Πανόπουλος, από τα Βούρβουρα Αρκαδίας.

Τα πρώτα χρόνια στον Καναδά

Ο Σαμ Πανόπουλος μετανάστευσε από την Ελλάδα στον Καναδά το 1954 σε ηλικία 20 ετών.
Πρώτα εγκαταστάθηκε στο Sudbury, αλλά το 1960 μετακόμισε στο Chatham (180 μίλια από το Τορόντο και 50 μίλια από το Ντιτρόιτ).

Μαζί με τον αδελφό του Νίκο, άνοιξαν ένα εστιατόριο, με την ονομασία Satellite, αλλά ήξερε ότι χρειαζόταν κάτι διαφορετικό για να ξεχωρίσουν.

Εκείνη την εποχή, η πίτσα ήταν ακόμη μια καινοτομία στον Καναδά.

Φανταστείτε ότι και στο κοσμοπολίτικο Windsor, ήταν δύσκολο να βρει κάποιος πίτσα πόσο μάλλον στο μικρό Chatham, γύρω στο 1962.

Ο Σαμ είχε ακούσει για μια λαχταριστή πίτα με μπόλικο λιωμένο τυρί από φίλους που έμεναν στο Ντιτρόιτ και έκαναν ολόκληρο ταξίδι για να φτάσουν στο Windsor και να την απολαύσουν.

Ακουγόταν σαν την καινοτομία που έψαχνε.

Στο μενού του εστιατορίου εκτός από την πίτσα θα έμπαιναν και κινέζικα πιάτα, καθώς στο Chatham δεν υπήρχε κανένα κινέζικο εστιατόριο εκείνη την περίοδο.

Μάλιστα, για αυτό τον σκοπό προσέλαβε και Κινέζο σεφ για να χειριστεί την ασιατική κουζίνα.

Ήταν κάτι καινούριο, αφού σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πανόπουλου ποτέ δεν είχαν δει πίτσα για να ξέρουνε τι και πώς ακριβώς θα το έφτιαχναν.

Ούτε βάση δεν υπήρχε έτοιμη για να τοποθετήσουν την πίτσα. Αλλά, ο εφευρετικός Σαμ κατάφερε να δώσει τη λύση με τα χαρτόνια συσκευασίας που βρήκε από διπλανή αποθήκη επίπλων. Τα πήρε και σιγά σιγά μόνος του, άρχισε να σχεδιάζει και να κόβει κύκλους. Μετά από κάποιες δοκιμές, βρήκε το ιδανικό μέγεθος.

Η πιο διάσημη πίτσα ήταν αυτή με τον ανανά.

Το πείραμα με τον ανανά

Μία μέρα ο Πανόπουλος αποφάσισε να βάλει κονσερβοποιημένο ανανά σε μια πίτσα για να δει τι γεύση θα έχει.

Ωστόσο, όπως είπε ο συνδυασμός των γεύσεων ήταν αρκετά ριζοσπαστικός για εκείνη την εποχή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε, τα μόνα υλικά που συνήθιζαν να προσθέτουν στην πίτσα ήταν τα μανιτάρια, τα πεπερόνι και το μπέικον.

«Στις αρχές του ’60 οι άνθρωποι δεν ανακάτευαν τις γεύσεις, όπως το γλυκό και το ξινό, εκτός από το κινέζικο φαγητό».

«Το βάλαμε απλά, μόνο για τη διασκέδαση, για να δούμε τι γεύση θα έχει», συμπλήρωσε στο «BBC».

«Ήμασταν νέοι στην επιχείρηση και κάναμε πολλά πειράματα».

Στον Πανόπουλο και τον αδελφό του άρεσε πολύ η αντίθεση της γλυκιάς γεύσης του ανανά και της αλμυρής του ζαμπόν.

«Αφού τη δοκίμασαν και οι πελάτες, μέσα σε λίγους μήνες ξετρελάθηκαν με αυτή και κατά συνέπεια την προσθέσαμε στο μενού μας».

Έτσι, η εφεύρεση έμεινε στην ιστορία της γαστρονομίας ως η «Χαβανέζικη» πίτσα.

Τότε και σήμερα

Ο Πανόπουλος στα 20 χρόνια που είχε το εστιατόριο είχε πουλήσει εκατοντάδες Χαβανέζικες πίτσες αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα γινόταν παγκόσμια γνωστή.

«Ήταν μια εφεύρεση από λάθος», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη του γελώντας.

Πίσω στο Chatham, το εστιατόριο συνεχίζει τη λειτουργία του κάτω από άλλη διεύθυνση. Η νέα ιδιοκτήτρια Τζούλια Σάμπο επιβεβαιώνει ότι η Χαβανέζικη πίτσα εξακολουθεί να είναι ακόμα και σήμερα στο μενού.