«Συνεχίζονται οι συζητήσεις. Θέλουμε καθαρό διάδρομο για να μπορούμε να βγούμε στις αγορές», δήλωσε κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αναφορικά με τις διαβουλεύσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και εν όψει του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Ερωτηθείς ο ίδιος «πόσο πιθανό είναι να πάρουμε το QE;», απάντησε «θα δούμε», ενώ σε άλλη ερώτηση για το «τι θα γίνει εάν στις 15 Ιουνίου δεν έχουμε αυτήν την καθαρή λύση», ανέφερε: «Ας μην κάνουμε εικασίες. Εμείς στοχεύουμε στην καθαρή λύση».
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, συζητήσεις για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αναμένεται να υπάρξουν και την προσεχή Τετάρτη 31 Μαΐου, στο περιθώριο του συνεδρίου που διοργανώνει ο Economist στη Φρανκφούρτη.
Στο συνέδριο θα είναι ομιλητής ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ -με βάση το πρόγραμμα- θα συμμετέχουν επίσης το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Αλέξης Χαρίτσης, καθώς και οι εκπρόσωποι στα κλιμάκια των θεσμών Ντέκλαν Κοστέλο (από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και Νικόλα Τζιαμαρόλι (από τον ESM).

Οι συσχετισμοί δυνάμεων εν όψει Eurogroup και ο ρόλος του Μακρόν

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ειδικά ο επικεφαλής της, Μάριο Ντράγκι, είναι άλλωστε ένας παράγοντας που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικός σύμμαχος των ελληνικών θέσεων στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, καθώς η ΕΚΤ θα ήθελε στη συνεδρίαση αυτή μια συνολική απόφαση, ώστε να προωθήσει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο, λόγω της φύσης της, η ΕΚΤ δεν μπορεί να πάρει πρωτοβουλίες με σαφή πολιτική διάσταση.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί και δημόσια και παρασκηνιακά να προωθήσει μια συνολική ρύθμιση που να ξεμπλοκάρει την εκταμίευση των δόσεων. Η δήλωση του προέδρου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ από την Ταορμίνα της Σικελίας περί αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού και η επίδειξη σεβασμού προς την Ελλάδα έγινε γι’ αυτό το λόγο. Ωστόσο, οι δυνατότητες της Επιτροπής είναι περιορισμένες, δεδομένου ότι το χρέος είναι μια υπόθεση που αφορά τα κράτη-μέλη, τα οποία είναι αυτά που λαμβάνουν τις αποφάσεις, και όχι τα θεσμικά όργανα.
Όσον αφορά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Το ΔΝΤ ήταν μέχρι πρότινος όψιμος σύμμαχος της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του χρέους, όμως η συμμαχία αυτή δε φαίνεται να αντέχει μετά τη συμβιβαστική πρόταση Σόιμπλε και Τόμσεν, που δείχνει ότι το ΔΝΤ δύσκολα θα πιέσει το Βερολίνο να «μαλακώσει» τη στάση του, και άρα αν η Αθήνα, αλλά κατ’ επέκταση και η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θέλουν να πιέσουν προς την κατεύθυνση μίας οριστικής συμφωνίας, θα πρέπει να «συμμαχήσουν» με έναν εναλλακτικό «παίκτη», και ο παίκτης αυτός δεν είναι άλλος από τη Γαλλία, που εκτιμάται ότι μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα, αν βέβαια ο νέος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αποδείξει και στην πράξη τις δεσμεύσεις του να διεκδικήσει μία πιο ισορροπημένη, διαφορετική Ευρωζώνη.