Επίτευγμα που αποτελεί σταθμό για το παγκόσμιο μπάσκετ, είναι σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γιαννάκη η νίκη επί την ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006, σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια. Ο «Δράκος» μίλησε στην «Ώρα των Πρωταθλητών» και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στο ενδεχόμενο να ηγηθεί και πάλι των προσπαθειών.

Επίτευγμα που αποτελεί σταθμό για το παγκόσμιο μπάσκετ, είναι σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γιαννάκη η νίκη επί την ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006, σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια. Ο «Δράκος» μίλησε στην «Ώρα των Πρωταθλητών» και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στο ενδεχόμενο να ηγηθεί και πάλι των προσπαθειών.

«Νιώθω ευλογημένος για τις απίστευτες στιγμές τόσο σαν παίκτης όσο και σαν προπονητής. Υπάρχει μία χημεία όταν βρισκόμαστε παρέα, περνάμε πολύ ωραία και στο τέλος υπάρχουν εκπληκτικά αποτελέσματα. Είναι σημαντικό να αισθάνονται σε μια ομάδα φίλοι μεταξύ τους. Το σημαντικότερο είναι να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου. Και αυτό συνέβαινε όσο ήμασταν όλοι μαζί. Το ματς με τις ΗΠΑ είναι σταθμός για το παγκόσμιο μπάσκετ» ανέφερα αρχικά ο κόουτς. 

Για τις σχέσεις του με τον Σιζέφσκι, τον αλληλοσεβασμό μεταξύ τους και αν έπαιξαν τον δικό τους ρόλο: «Ειλικρινά δεν ξεχνάω την πρώτη μέρα που αντιμετώπισα Αμερικανούς. Σαν παίκτης της μικτής Αθηνών απέναντι σε μια ομάδα που είχε έρθει για συνέδριο στην Αθήνα. Πιτσιρικάς κι εγώ 17-18 ήμουν, έπαιζα στον Ιωνικό και στην Εθνική και θυμάμαι που παίξαμε στο φιλικό και ήμουν επιθετικός στο παιχνίδι μου και ένας συμπαίκτης μου μεγαλύτερος μου λέει ‘μη τους πιέζεις πολύ γιατί μπορεί να τσαντιστούν και να μας ρίξουν 20 πόντους. Εγώ έτσι θα παίξω να δω τι θα γίνει, του απάντησα’. Στο Παγκόσμιο του ’86 παίξαμε με την ομάδα των ΗΠΑ που ήταν κυρίως από ομάδες σαν το Ντιούκ ή το Νορθ Καρολάινα, δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε την μπάλα. Αυτό δεν έγινε όμως φόβος, αλλά θέληση και πίστη. Νιώσαμε τη χαρά να ζήσουμε μια μεγάλη νίκη απέναντι σε ομάδα από το ΝΒΑ»

Για τη συνύπαρξη τριών σπουδαίων γκαρντ (Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης) στην ίδια ομάδα: «Όταν ξεκινήσαμε για να φτιάξουμε αυτή την ομάδα. Ο λόγος για τον οποίο κλήθηκαν αυτά τα νέα παιδιά, ήταν για να κάνουμε διαφορετικά πράγματα με διαφορετικά σχήματα. Το ύψος των τριών γκαρντ ήταν μεγάλο πλεονέκτημα, μπορούσαμε να έχουμε μια ομάδα π ου ήλεγχε το ρυθμό αλλά συγχρόνως να πιέζει, να ξεκουράζεται και να αποκτούμε αβαντάζ. Όπως μας έδινε αβαντάζ ότι ο Κακιούζης έπαιζε σαν «4» και ο Φώτσης σαν «3», διαφορετικό στυλ ο Λάζαρος και διαφορετικό ο Σοφοκλής, ετοιμάζαμε τον Βασιλόπουλο για να παίζει τρεις θέσεις κτλ. Ο Παναγιώτης ήταν μικρός τότε αλλά αυτός ήταν ο στόχος, να υπάρχει μία συνέχεια». 

Για το τι ευχαριστήθηκε περισσότερο, το Ευρωμπάσκετ του 1987 ή τη νίκη επί των ΗΠΑ: «Πάντα με ευχαριστεί ιδιαίτερα να βλέπω επιτυχίες των νέων παιδιών, που έρχονται παρακινούμενοι από τη δική μου γενιά να ασχοληθούν με το μπάσκετ κι αυτό να πάει 4-5 βήματα μπροστά. Είναι μεγάλη ευτυχία αυτό. Από εκεί και πέρα, όσο και να θέλουμε να συγκρίνουμε τις δύο επιτυχίες είναι πολύ δύσκολο. Το ’87 ήταν μια χώρα, μια κοινωνία που υστερούσε και αισθανόταν μειονεκτικά απέναντι σε Ευρωπαίους και σε κάθε ξένη κοινωνία προς εμάς. Ποτέ δε φανταζόμασταν ότι μπορούσαμε να είμαστε κορυφαίοι στην Ευρώπη με ομάδες όπως η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία, αισθανόμασταν αθλητικά, αλλά και κοινωνικά υποδεέστεροι. Εκείνη τη βραδιά όλοι οι Έλληνες άρχισαν να πιστεύουν πόσο μπορούμε να πετύχουμε πράγματα όταν δουλεύουμε σκληρά και σαν ομάδα και συνεργάτες».

Για την προετοιμασία του ματς με τις ΗΠΑ: «Προσπαθώντας να δείξουμε στα παιδιά το τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι σε φοβερά σημαντικά προσόντα και αθλητική υποδομή. Αν κάποιος διαβάσει καλά τον τρόπο που παίζουν, μπορεί να βρει αδυναμίες. Πάντα είχαν μία αφ υψηλού στάση απέναντι στους άλλους. Πως με αυτό το ρυθμό που έπαιζαν δεν μπορεί να αντέξει κανείς για πολύ. Όλοι παίζουν φοβισμένα απέναντί τους ακόμα και σήμερα. Η ομάδα τους δεν ήξερε να παίξει άμυνα ομαδική. Δεν έχουν καλό ροτέισιον στην άμυνα και υπομονή απέναντι σε μια ομάδα που προσπαθεί να «διαβάσει» το παιχνίδι. Παίζουν πολύ με τα χέρια και αυτό δημιουργεί ανισορροπία και βιάζονται να κερδίσουν τη μπάλα. Θέλαμε να προστατεύουμε τη μπάλα και να αποφύγουμε τα πολλά λάθη. Αισθανόμασταν άνετα, το παιχνίδι δεν κύλησε καλά στην αρχή, πήραν διαφορά και ήθελαν να μας κάνουν να φοβηθούμε. Δεν χάσαμε την υπομονή μας και με διάφορα σχήματα καταφέραμε να ελέγξουμε το παιχνίδι, τους βάλαμε δύσκολα και άρχισαν να αγχώνονται. Θέλαμε να μη μας περνάνε εύκολα στην άμυνα, κάτι που οδηγούσε σε επιπολαιότητες». 

Ο Μιχάλης Κακιούζης, σχολίασε τηλεφωνικά σε εκείνο το σημείο: «Είναι σαν είναι χθες. Οποιαδήποτε νίκη σε τέτοιο επίπεδο είναι ανεπανάληπτη. Αυτό το τουρνουά μου άφησε γλυκόπικρη γεύση γατί θα προτιμούσα το χρυσό. Μπήκαμε μέσα χωρίς να φοβηθούμε, το γεγονός πως οι Αμερικάνοι ξέφυγαν, ήταν απόρροια της δικής μας μη καλής απόδοσης. Για τα υπόλοιπα 30 λεπτά, παίξαμε το απόλυτο μπάσκετ. Ο Σιζέφσκι είχε πει πως «δεν είμαστε ποτέ προετοιμασμένοι να παίξουμε τέτοιο παιχνίδισε τόσο υψηλό επίπεδο. 

Είχαν αγκομαχήσει να νικήσουν κάποιες ομάδες στη διάρκεια του τουρνουά. Όλοι στην ομάδα παίζαμε στο υψηλότερο επίπεδο, δεν φοβηθήκαμε κάτι. Το σκάουτινγκ που μας χαρακτηρίζει σαν σχολή, απέχει έτη φωτός από το δεύτερο σε όλο τον κόσμο. Παίξαμε το απόλυτο παιχνίδι, φυσικά είχαμε και τύχη. 

Έχουμε τη δυνατότητα να το καταφέρουμε. Το ταλέντο είναι αδιαμφισβήτητο, είναι θέμα χρόνου. Θα πω τη λέξη που χαρακτηρίζει τον κόουτς «υπομονή». Το κεφάλι κάτω, δουλειά και οι επιτυχίες είναι θέμα χρόνου. Ακόμα και η Ισπανία έχει σκαμπανεβάσματα. Η ομάδα η δική μας δομείται πάλι από την αρχή και θέλουμε το «κλικ» για μεγάλα πράγματα».

Για τη νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ, ο Παναγιώτης Γιαννάκης σχολίασε: «Πάντα πίστευα στον Έλληνα μπασκετμπολίστα. Το σημαντικό είναι ότι και πριν το ’87 είχαμε επιτυχίες, πραγματικά σημαντικές, όπως τους Μεσογειακούς του ’79 ή το ’68 με την ΑΕΚ. Όλα ήταν θέμα πότε θα βρει τρόπο η ομάδα και τα παιδιά να μπορέσουν να καταλάβουν πως θα επιβάλλουν με τον τρόπο παιχνιδιού τους τα προσόντα τους. Δ εν μπορούν να παίζουν απλά στην τύχη, θα κάνουμε κάποια νίκη μεγάλη, αλλά στην ουσία δε θα ξέρουμε να κερδίζουμε. Πρέπει πρώτα να γίνουμε ομάδα, να ξέρει ο ένας τον άλλον, να τον συμπληρώνει και να έχουμε έναν τρόπο να είμαστε αποτελεσματικοί. Αυτή τη στιγμή έχουμε προσόντα, παιδιά που μπορούν να παίζουν σε υψηλό επίπεδο και να φέρουν αποτελέσματα. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο που πρέπει να παίζουμε. Για να γίνει μια ομάδα δε γίνεται από τους καλύτερους παίκτες. Πρέπει να το αποδεχθούν αυτό και οι 12 παίκτες. Αυτό σημαίνει ότι κάποιο παιδί σε ένα παιχνίδι δε θα παίξει πολύ ή σε άλλο θα παίξει πολύ. Η ομάδα δεν μπορεί να έχει μόνο 12-13-14 παίκτες, πρέπει να έχει 18. Ο Τζινόμπιλι, ο Γκασόλ, ο Πάρκερ κάνουν μια χρονιά φορτωμένη και σε κάποια τουρνουά δε λαμβάνουν μέρος. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να δημιουργήσουμε μια μεγαλύτερη δεξαμενή και όλα τα παιδιά να ξέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν, αλλά και πως θα παίξουν».

Για το τι χρειάζεται η Εθνική ομάδα για επιστρέψεις στις επιτυχίες: «Η δική μου γενιά, προέκυψε από πολύ μικρή δεξαμενή. Η επόμενη από πολύ μεγάλη. Το μπάσκετ έχει γίνει τόσο χειροπιαστό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που μπορείς να βρεις παίκτη παντού. Έχουμε παιδιά, δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχουν 18-20 παιδιά σε κοντινή ηλικία που μπορούν να δημιουργήσουν μία ομάδα υψηλού επιπέδου. Βλέπουμε χώρες όπως η Ισλανδία που έχει κάποια παιδιά που μπορούν να παίξουνε σε καλό επίπεδο στην Ευρώπη, ή η Φινλανδία. Να δουλεύομε σκληρά, καθημερινά, να ξέρουμε πως υπάρχουν αντίπαλοι που θέλουν να μας ξεπεράσουν. Χρειάζεται λίγο καλύτερη καθοδήγηση και σκληρή δουλειά. Έχουμε μεγαλώσει σε μια κοινωνία που οι γονείς θα δώσουν τα πάντα στα παιδιά τους». 

Για δική του ενδεχόμενη είσοδο στο Hall of fame της FIBA: «Αγαπώ το παιχνίδι πάρα πολύ, προσπαθώ κάθε μέρα να μαθαίνω κάτι. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να παρακινήσω όσο μπορώ να ασχοληθεί με τον αθλητισμό αλλά και με το παιχνίδι που αγαπώ. Σε βοηθά στο χαρακτήρα σου αλλά και να διασκεδάζεις. Αξίζει τον κόπο να παρακινήσουμε τα παιδιά της διπλανής μας πόρτας». 

Για το πόσο του λείπει η Εθνική: «Σε καλούν για να υπηρετήσεις την εθνική. Δεν θέλω να είμαι τιμής ένεκεν. Σε καλούν γιατί σε επιλέγουν κ να γίνε μια προσπάθεια για να επιτευχθεί κάτι σημαντικό στο ελληνικό μπάσκετ. Πάτνα είχα μια ιδιαίτερη σχέση και πάντα θέλω να συνεισφέρω. Είμαι δίπλα, την παρακολουθώ συνεχώς και θέλω όλοι να συμπαραστεκόμαστε. Το μόνο που χρειάζεται είναι αν του συμπαρασταθούμε μέσα από τα λάθη τους, τις στεναχώριες τους, για να βρούμε τον καλύτερο τρόπο που θα παίζουν. Αγαπώ την εθνική, έχουμε τις δυνατότητες να είμαστε στους κορυφαίους και να γεμίσουμε όλο τον κόσμο με Έλληνες παίκτες και προπονητές».