Δεν απέχουμε πολύ από την χρονική στιγμή που οι εικόνες από τα παραδοσιακά καμίνια που παρασκευάζουν τα ξυλοκάρβουνα θα είναι μια μακρινή γλυκιά ανάμνηση. Οι ευκολίες της τεχνολογίας στην καθημερινότητα του ανθρώπου περιόρισαν την χρήση του ξυλοκάρβουνου, όμως συνεχίζει να παραμένει σημαντική πρώτη ύλη στις ψησταριές και τα καζάνια των σιδηρουργών.
Στον κόμβο της Εγνατίας οδού στην νότια είσοδο των Γρεβενών λειτουργεί ένα από τα μοναδικά παραδοσιακά καμίνια της δυτικής Μακεδονίας. Ανήκει στον 50χρονο Ιωάννη Παπαλάμπρο που συνεχίζει την παράδοση του καρβουνιάρη που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τον συναντήσαμε την ώρα που οι εργάτες του έκαναν τις τελευταίες ετοιμασίες πριν βάλουν φωτιά στο καμίνι.
Τα πρόσωπα τους μαυρισμένα με την καρβουνόσκονη να είναι κολλημένη σε κάθε γυμνό μέρος του σώματος. «Όσο περνούν τα χρόνια λιγοστεύουν οι καλοί τεχνίτες για τα καμίνια μας και οι δυσκολίες του επαγγέλματος όπως τις βλέπετε απωθούν τα νέα παιδιά να ασχοληθούν έστω και εποχιακά με την συνέχιση της παράδοσης», αναφέρει στο ΑΠΕ ΜΠΕ.
Το καλό ξυλοκάρβουνο παράγεται από ξύλο δρυός και η προετοιμασία του καμινιού χρειάζεται χρόνο και δεξιοτεχνία. Στην αρχή τοποθετούν τρία μεγάλα για το στήριγμα του καμινιού και γύρω τους αρχίζουν να κτίζουν τοποθετώντας μικρούς κορμούς μήκους ενός μέτρου και διάμετρο είκοσι εκατοστών. Το καμίνι στο τέλος θα πάρει την μορφή ενός μικρού λοφίσκου. Η διάμετρος του κάθε καμινιού μπορεί να φτάσει τα 15 μέτρα και το ύψος του σε κάποιες περιπτώσεις εάν ο καρβουνιάρης είναι καλός δεξιοτέχνης να φτάσει και τα τέσσερα μέτρα. «Μόλις τελειώσει το κτίσιμο του καμινιού το σκεπάζουμε προσεκτικά με άχυρο που προμηθευόμαστε από τα θερισμένα χωράφια της περιοχής και πάνω από το άχυρο τοποθετούμε χώμα ώστε το καμιόνι να μην αναπνέει και να μην εισέρχεται αέρας».
Το κάθε καμίνι χρειάζεται εξήντα τόνους ξύλο και το ξυλοκάρβουνο που θα δώσει στο τέλος εάν η ατελής καύση πάει καλά θα είναι περίπου 12 τόνους.
Ο Ιωάννης Παπαλάμπρος μας δείχνει με καμάρι τα 11 καμίνια που έχει έτοιμα με τους εργάτες του ανεβασμένους στην κορυφή τους, να ολοκληρώνουν τις τελευταίες εργασίες.
Αλλά τα βάσανα για τους καρβουνιάρηδες δεν τελειώνουν με το που θα βάλουν φωτιά στα καμίνια τους. Το πιο δύσκολο μέρος της παρασκευής του ξυλοκάρβουνου ξεκινά με την διαδικασία της καύσης που θα διαρκέσει από 15 έως 20 ημέρες. Ο Ιωάννης Παπαλάμπρος μας εξηγεί ότι «όσο σιγοκαίει η φωτιά στην καρδιά του καμινιού οι καρβουνιάρηδες δεν φεύγουν, νύκτα και μέρα παρακολουθούν την εξέλιξη του ανεβαίνουν με σκάλα στην κορυφή του καμινιού και εάν χρειαστεί το ταΐζουν με ξερά χόρτα και μικρά ξύλα ή κλείνουν γρήγορα – γρήγορα τις τρύπες που τυχόν μπορεί να ανοίξει ο αέρας γιατί παραμονεύει ο κίνδυνος η παραπάνω φωτιά να κάνει στάχτη τα ξύλα κα να χαραμιστεί δουλειά μίας βδομάδας».
Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία παρασκευής του κάρβουνου, σβήνουν το καμίνι και συσκευάζουν τα ξυλοκάρβουνα για να πάρουν το δρόμο των αγορών.
Οι αθρόες εισαγωγές βιομηχανικού ξυλοκάρβουνου (μπρικέτας) από την Ασία, και το φθηνό ξυλοκάρβουνο που έρχεται από την Βουλγαρία απειλεί ακόμη και τους λιγοστούς εναπομείναντες καρβουνιάρηδες της χώρας που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή όχι μόνο την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αλλά και μια παραδοσιακή τέχνη που έρχεται από την αρχαιότητα. Στο κοντινό παρελθόν τεχνίτες του ξυλοκάρβουνου από την Ικαρία, την Λέσβο, την Χαλκιδική και από άλλες περιοχές της χώρας, από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο πλημμύριζαν τα εκατοντάδες καμίνια της βόρειας Ελλάδας όπου η ξυλεία είναι σε αφθονία. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και επειδή οι εγχώριοι τεχνίτες είναι δυσεύρετοι «αναγκαζόμαστε και φέρνουμε καρβουνιάρηδες από την Αλβανία για να λειτουργήσουμε τα καμίνια μας».
Ο Ιωάννης Παπαλάμπρος είναι ο τελευταίος καρβουνιάρης των Γρεβενών αλλά δεν χάνει την ελπίδα του γιατί όπως αναφέρει «το προϊόν που παράγει είναι ακόμη περιζήτητο, το προτιμούν οι καλοί ψήστες και οι παραδοσιακές ψησταριές παρότι γνωρίζουν ότι είναι λίγο ακριβότερο».