Ο Γιάννης Φουρνάρος γράφει στο blog του για έναν ξεχωριστό Ισπανό, ο οποίος έγινε... Ελληνας, χωρίς να υιοθετήσει την ελληνική νοοτροπία

Έρχονται εκείνες οι στιγμές που οι κύκλοι κλείνουν,  που ο χρόνος σταματάει να γράφει και ξεκινούν οι αναμνήσεις (παράλληλα με την επόμενη μέρα, για το άνοιγμα ενός νέου κύκλου). Προφανώς και οι τίτλοι είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή ενός αθλητή. Στο δικό μου μυαλό και στη δική μου οπτική είναι το δεύτερο πιο σημαντικό που μπορεί να καταφέρει κάποιος ποδοσφαιριστής. Το πρώτο είναι το συναίσθημα που θα βγάλει στον κόσμο. Ο σεβασμός προς το πρόσωπό του. Το δέσιμό του με τη χώρα που εργάζεται (αν δεν είναι ημεδαπός). Κι όλα αυτά, με την αξιοπρέπειά του, χωρίς λαϊκισμούς. Χωρίς να «εκβιάζει» την αγάπη του κόσμου. Χωρίς να προκαλεί. Χωρίς να αποτελεί εκείνος το λόγο για έναν ακόμη φτηνό διχασμό.

Όλα αυτά, τον καθιστούν ξεχωριστό. Και όταν φτάνει η ώρα του αποχωρισμού, όλοι, ανεξαρτήτως οπαδικής ταυτότητας, έχουν να θυμηθούν ή να πουν κάτι καλό. Και αυτό στην Ελλάδα του 2016 μόνο εύκολο δεν είναι.

Δεν ξέρω αν ο Νταβίντ Φουστέρ υπήρξε καλό παράδειγμα μέσα στα αποδυτήρια, τι συμπεριφορά είχε στην καθημερινότητά του. Δεν είμαι ο κατάλληλος για να μιλήσει γι’ αυτά. Ξέρω όμως ότι μέσα στο γήπεδο προσπαθούσε για την ομάδα του, χωρίς να είναι εχθρός των υπολοίπων.

Στο βίντεο που συνοδεύει τις σκέψεις μου, δεν υπάρχει κάποιο γκολ του ή κάποιος πανηγυρισμός του σε τίτλο. Είναι η στιγμή που σημάδεψε το τελευταίο εντός έδρας παιγνίδι της ομάδας του, τη σεζόν 2014-15, όταν όλα έδειχναν ότι θα έφευγε από την Ελλάδα. Επέλεξα τη στιγμή αυτή, για διαφορετικούς λόγους: Πάντα επαγγελματίας, στις υποχρεώσεις του, απέναντί μας. Καλός συμπαίκτης, φίλος, συνάδελφος, καθώς εκφράζει τα συναισθήματά του δημόσια για τον Μέγερι. Και κυρίως ανθρώπινος, κάνοντας το δικό του flash back για την πενταετή παρουσία του στον Πειραιά. Έγινε «Έλληνας», χωρίς να αποκτήσει την ελληνική νοοτροπία. Πόσο δύσκολο. Και πόσο όμορφο…