Βρέθηκα στον τελικό της Βασιλείας, 24 ώρες μετά το δικό μας. Δε θέλω να εστιάσουμε στις πολλές, βασικές, δεδομένες διαφορές. Ακόμη και ένα κατάμεστο ολυμπιακό στάδιο, χωρίς «νεκρές» ζώνες, χωρίς επεισόδια, με ένα όμορφο και κοινώς αποδεκτό τελετουργικό προφανώς και δεν μπορεί να μεταφέρει σαν εικόνα τη λάμψη ενός ευρωπαϊκού τελικού. Ένας ελληνικός τελικός ανάμεσα σε δύο κορυφαίες ομάδες, προφανώς δεν έχει την αίγλη ενός ευρωπαϊκού, ιδίως όταν αναμετρώνται σ’ αυτόν η Λίβερπουλ των οκτώ ευρωτροπαίων και η Σεβίλλη των τεσσάρων europa (από χτες πέντε).
Τα παραπάνω βέβαια δεν αποτελούν εχέγγυο παρακολούθησης ενός τοπ ποδοσφαιρικού θεάματος (αν και χτες η Σεβίλλη παρουσιάστηκε αντάξια της φήμης που έχει αναπτύξει τη τελευταία δεκαετία στα γήπεδα της Ευρώπης), δεν είναι βέβαιο πως θα αποτελέσουν πηγή σεβασμού για μεθυσμένους που ξεπόρτισαν από τα σπίτια τους και θέλησαν να δείξουν τον ανδρισμό τους έως ότου εμφανιστεί η αστυνομία και σίγουρα ακόμη και ένας τέτοιος τελικός δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει σε συναίσθημα και ένταση για τους Έλληνες ενός αντίστοιχου δικού μας.
Το θέμα της συζήτησής μας είναι η νοοτροπία των ίδιων των ομάδων. Σε θέματα απλά, που δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί έστω και μια απλή δικαιολογία. Οι προσκεκλημένοι Ολυμπιακού και ΑΕΚ ήταν οργανωμένοι οπαδοί. Αυτό από μόνο του ενδεχομένως να μην αποτελούσε κάτι το μεμπτό. Μπορεί να ήθελε η κάθε ΠΑΕ να τιμήσει τους ανθρώπους που δεν έχουν χάσει ματς φέτος ή τα τελευταία χρόνια, εκείνους που δεν έχουν ξεφύγει από τα όρια ποτέ, κάποιους που τα τελευταία χρόνια έχουν πάντα τη θέση διαρκείας τους. Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο τις δύο αυτές ομάδες, αντιλαμβάνεται επακριβώς με ποια κριτήρια δόθηκαν οι προσκλήσεις και σε ποιους. Ακόμη και εκείνος που δεν γνωρίζει τις δύο ομάδες αρκεί να άκουσε τα συνθήματα για να δημιουργήσει μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα.
Στη Βασιλεία η θέση από την οποία παρακολούθησα το παιγνίδι ήταν στην μπροστινή σειρά από τα complimentary της Λίβερπουλ. Όχι εκεί που κάθεται η διοίκηση του συλλόγου, αλλά εκεί που είναι οι προσκεκλημένοι της. Ακριβώς από πίσω μου ήταν ο Ίαν Ρας. Καθόταν δίπλα δίπλα με τον Ρόμπι Φάουλερ. Πανηγύρισαν το γκολ του Στάριτζ, διαμαρτυρήθηκαν στο τρίτο γκολ μέχρι να δουν τη σέντρα που έδειξε ο διαιτητής και στο τέλος αποχώρησαν με τους οπαδούς της ομάδας τους. Λίγο πιο δίπλα τους ο πρωταγωνιστής του Ντόρτμουντ για τους κόκκινους, στην κατάκτηση του UEFA το 2001 Γκάρι Μακάλιστερ. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους άνθρωποι με το κοστούμι της ομάδας, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο club και προφανώς και εκείνο ήθελε να τους ανταμείψει σε αυτή τη μεγάλη στιγμή.
Πραγματικά προσπαθώ να καταλάβω γιατί στο ΟΑΚΑ Μαρινάκης και Μελισσανίδης έπρεπε να δώσουν τις προσκλήσεις στους οπαδούς. Ή για να ακριβολογήσω γιατί δεν τις μοίρασαν τιμής ένεκεν στους ανθρώπους που έχουν αγωνιστεί για την ομάδα τους. Που ήταν ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Ολυμπιακού και σε τελικούς Γιώργος Σιδέρης; Γιατί δεν έφεραν στην Ελλάδα τον Λάγιος Ντέταρι που ως προγενέστερος Μακάλιστερ είχε πετύχει ένα υπέροχο γκολ στον νικηφόρο τελικό του 90 με τον ΟΦΗ; Που είναι ο Ανδρέας Σταματιάδης ή ο Αντώνης Παραγυιός που κατέκτησαν το κύπελλο του 56 εναντίον του Ολυμπιακού σε μια περίοδο που γεννήθηκε το προσωνύμιο θρύλος; Που είναι ο Ντανιέλ Μπατίστα ή ο Βασίλης Τσιάρτας ή ο Τιμούρ Κετσπάγια, οι οποίοι έγραψαν ιστορία το 96 στην πιο μεγάλη σε έκταση νίκη σε τελικό κυπέλλου Ελλάδας; Που είναι ο Λύμπε ή ο Δέλλας που σήκωσαν το τελευταίο τρόπαιο (δεν κάνω λόγο στον ρόλο του Έλληνα προπονητή, ο οποίος «έτρεξε» την ομάδα για δυόμισι χρόνια);
Η λίστα είναι ατελείωτη, οπότε τα ονόματα όπως αντιλαμβάνεστε είναι ενδεικτικά. Η νοοτροπία όμως καθόλου. Οπότε μη γενικεύουμε την απαξίωση μας περί ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι αυτό τα καπρίτσια, τον εγωισμό, τα παιγνίδια, την έλλειψη οράματος και κουλτούρας των ιδιοκτητών ομάδων πληρώνει. Όπως όλοι μας. Απλώς στο συγκεκριμένο δεν υπήρχε ούτε δικαιολογία ούτε λόγος να συμβεί.
Πριν από τον αγώνα οι διοργανωτές έπαιξαν το seven nation army και αμέσως οι κόκκινοι έλαβαν το μήνυμα και φώναξαν το όνομα του Χαβιέ Ματσεράνο. Νυν παίκτη της Μπάρτσα θυμίζω. Πριν και μετά τον τελικό ο Σωτήρης Κυριάκος δε σταμάτησε να βγάζει φωτογραφίες με τους φίλους της Λίβερπουλ. Ο Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν έχει το παρελθόν του Νταλγκλίς στην ομάδα. Στην Ελλάδα υπάρχουν οι εξαιρέσεις με παίκτες του παρελθόντος και υπάρχει ο κανόνας. Κανόνας που θέλει τον οπαδό να μην αναγνωρίζει τον ποδοσφαιριστή από τη στιγμή που φεύγει, όπως και ο αντίπαλος ποδοσφαιριστής θα ακούει συνήθως τα εξ αμάξης, επειδή έτυχε ή επέλεξε να αγωνιστεί με τα χρώματα διαφορετικής ομάδας. Αυτό βέβαια για να αλλάξει θέλει διαφορετική παιδεία και κουλτούρα, πράγμα δύσκολο και χρονοβόρο. Ας περιοριστούμε για αρχή στην προσπάθεια αλλαγής των ιδιοκτητών και… έχει ο Θεός για τους πολλούς.
ΥΓ. 1: Ο τελικός έγινε κεκλεισμένων των θυρών για να μην βρεθούν στο γήπεδο αυτοί οι 120-150 που, τελικά, ήταν μόνο αυτοί που πήγαν. Τρομερό.
ΥΓ. 2: Με παρουσία παλαιών ποδοσφαιριστών θα γλυτώναμε και τα χρήματα που πήρε η αστυνομία. Υπήρχε ποτέ περίπτωση να ήταν χωρισμένοι οι ποδοσφαιριστές; να καθόντουσαν σε διαφορετικό σημείο; όλοι μαζί θα έβλεπαν τον αγώνα, “ανακατεμένοι”.