Στις 14 Μαρτίου 1989 έγινε στο ΣΕΦ ένας από τους μεγαλύτερους τελικούς όλων των εποχών. Ο Δημήτρης Καρύδας ξεφυλλίζει την βιογραφία του Ντράζεν Πέτροβιτς και γράφει όσα έγιναν πίσω από το προσκήνιο του αγώνα.

Ο μεγαλύτερος αγώνας μπάσκετ που έγινε ποτέ στο ΣΕΦ ήταν ο τελικός Ελλάδας-Σοβιετικής Ένωσης το 1987. Για προφανείς λόγους που δεν σηκώνουν αντίλογο. Ο δεύτερος μεγαλύτερος αγώνας όμως φιλοξενήθηκε στο Φαληρικό στάδιο δύο χρόνια αργότερα και έχει μείνει ως ανεξίτηλη μνήμη στο μυαλό των Ελλήνων μπασκετόφιλων και όχι μόνο! Ήταν η βραδιά που η Ρεάλ Μαδρίτης αντιμετώπισε την Ιταλική Καζέρτα ή καλύτερα η βραδιά που είχαν δώσει ραντεβού δύο από τους μεγαλύτερους σκόρερ στην ιστορία του μπάσκετ. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο Όσκαρ Σμιντ. Ήδη, τέσσερα χρόνια νωρίτερα το ΣΕΦ είχε αποδειχθεί πολύ….φιλόξενο για τον ‘’Μότσαρτ’’ του Ευρωπαϊκού μπάσκετ αφού η Τσιμπόνα καθοδηγούμενη από τον Ντράζεν είχε κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών δημιουργώντας μια μεγάλη έκπληξη νικώντας το φαβορί (Ρεάλ). Αυτή τη φορά όμως ο Ντράζεν φορούσε τη φανέλα των Los Blancos.

Η ιστορία είναι γνωστή: Η Ρεάλ σε ένα ματς θρίλερ νίκησε την Καζέρτα με 117-113 στην παράταση, ο Ντράζεν έκανε ρεκόρ όλων των εποχών για τελικό οποιουδήποτε Ευρωπαϊκού Κυπέλλου σκοράροντας 62 πόντους με 20/30 σουτ (εκ των οποίων τα 8 εύστοχα ήταν τρίποντα), ενώ ο Σμιντ ‘’σταμάτησε’’ στους 44!

Αρκετά άγνωστα στοιχεία για όσα προηγήθηκαν του αγώνα αλλά και για όσα ακολούθησαν αποκαλύπτει ο Αυστραλός Τοντ Σφερ που έγραψε την βιογραφία του Πέτροβιτς η οποία κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τον τίτλο ‘’Ρέκβιεμ’’ από την εκδοτική εταιρεία Μvpublications.

Σύμφωνα λοιπόν με τις μαρτυρίες που έχει καταγράψει ο Σφερ ανάμεσα στους δύο παίκτες υπήρχε μεγάλος και αμοιβαίος σεβασμός. Ο Σμιντ είχε μάθει για τις μεθόδους προπόνησης του Πέτροβιτς και τη συνήθεια του να δουλεύει καθημερινά και εξαντλητικά πάνω στο σουτ του. Και μάλιστα είχε διακρίνει πολλές ομοιότητες με τις δικές του συνήθειες στην προπόνηση.

Στη Μαδρίτη ο Πέτροβιτς ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον αγώνα. Ο Τζόνι Ρότζερς που αργότερα έπαιξε σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό και ήταν τότε συμπαίκτης του Ντράζεν στη Ρεάλ αποκάλυψε στον συγγραφέα ότι ο Πέτροβιτς ήταν σχεδόν….μανιασμένος παραμονές του αγώνα στο ξενοδοχείο της ομάδας στην Αθήνα. Ήξερε ήδη ποιος θα διαιτήτευε τον αγώνα, ενώ τον απασχολούσε σε βαθμό εμμονής ο δικός του ρόλος στο ματς και ήθελε να είναι σίγουρος ότι η Ρεάλ θα κέρδιζε. Ήταν ένα χαρακτηριστικό που ο Ρότζερς αλλά και οι υπόλοιποι μέσα στην ομάδα είχαν παρατηρήσει στον Πέτροβιτς στη διάρκεια της σεζόν. Ήταν ελάχιστα τα στατιστικά που δεν έμεναν στη μνήμη του. Ήξερε το ρεκόρ νικών-ηττών κάθε ομάδας, ποιος ήταν πρώτος σε διάφορες στατιστικές κατηγορίες, ακόμη και το πλήρες πρόγραμμα των επόμενων αγώνων με τις ώρες έναρξης τους. Είχε επίσης κάποιο κόλπο για να μετράει και να κρατάει στη μνήμη του τα δικά του στατιστικά-τόσο στη διάρκεια όσο και μετά το τέλος των αγώνων. Για τον Πέτροβιτς το μπάσκετ δεν ήταν μόνο το άθλημα που έπαιζε, αλλά και μια εσωτερική ‘’φλόγα’’.

Ένας άλλος συμπαίκτης του στη Ρεάλ ο Ισπανός Ενρίκε Βιγιαλόμπος είπε στον συγγραφέα ότι όσο προχωρούσε ο τελικός τόσο μεγάλωνε η αυτοπεποίθηση του Ντράζεν και αυτό δημιουργούσε μια μεγάλη ηρεμία και ανακούφιση σε όλη την ομάδα! Ο Βιγιαλόμπος λέει ότι ‘’ακόμη και όταν το ματς ήταν στην κόψη του ξυραφιού ήταν σχεδόν προκαθορισμένο τι θα συμβεί. Ο Ντράζεν θα έπαιρνε τη μπάλα, θα έβρισκε ένα τρόπο για να σκοράρει και η Ρεάλ θα νικούσε. Η αυτοπεποίθηση του ήταν τα πάντα, είχε τόσο μεγάλη πίστη στον εαυτό του ώστε αυτή η αυτοπεποίθηση επιδρούσε και σε μας με τον ίδιο τρόπο. Όταν είμαστε στο παρκέ και είχαμε προβλήματα, κάναμε το αυτονόητο, δίναμε τη μπάλα στον Πέτροβιτς για να σκοράρει».

Η Ρεάλ στέφθηκε Κυπελλούχος Ευρώπης αλλά η νίκη έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο ο κόουτς της Ρεάλ και παλιά δόξα της ομάδας Κλίφορντ Λιουκ αντιλήφθηκε ότι οι παίκτες του δεν πανηγύριζαν όπως έπρεπε μετά από μια τόσο μεγάλη επιτυχία αλλά το κλίμα ήταν μίζερο, σκυθρωπό και σχεδόν χωρίς κανένα ενθουσιασμό. Στα αποδυτήρια οι παίκτες ήταν διχασμένοι. Από τη μια εκείνοι που είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό από το κατόρθωμα του Ντράζεν και από την άλλη εκείνοι που είχαν εκνευριστεί με το ελάχιστα ομαδικό παιχνίδι του

Μερικοί από τους παίκτες με τη μεγαλύτερη θητεία στην ομάδα δεν είχαν εκτιμήσει τους ηρωισμούς του Πέτροβιτς και τους έβλεπαν σαν επίδειξη ατομισμού. Μια κραυγαλέα προσπάθεια ενός ανθρώπου που προσπαθούσε να νικήσει πέντε, ακόμη και όταν το αποτέλεσμα ήταν αυτό που όλοι ήθελαν. «Ήταν πολύ απογοητευτικό», θα πει ο Ρότζερς αργότερα για τη σκηνή στα αποδυτήρια της ομάδας. «Δεν το συζητήσαμε ποτέ, οι δύο μας αλλά ξέρω ότι επηρεάστηκε και ο ίδιος. Στη δική μου αντίληψη πρέπει να κάνεις τα πάντα για να κερδίσεις και αυτό ακριβώς έκανε. Αυτό ήταν καθοριστικό. Μπορούσε να καταστρέψει τη χημεία της ομάδας. Ήταν ήδη εύθραυστη αλλά όσα έγιναν κατέστρεψαν όποια χημεία υπήρχε». Ο μεγαλύτερος εσωτερικός αντίπαλος του Πέτροβιτς ήταν ο Ισπανός διεθνής σέντερ Φερνάντο Μαρτίν. Τραγική ειρωνεία αλλά ο Μαρτίν έχασε τη ζωή του τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς παραμονές ενός αγώνα με τον ΠΑΟΚ στη Μαδρίτη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που κόπηκε το νήμα της ζωής του Ντράζεν τέσσερα χρόνια αργότερα στη Γερμανία. Εκείνο το βράδυ στο ΣΕΦ ότι ο Μαρτίν είχε παίξει με ένα άσχημο κάταγμα στο δεξί του αντίχειρα, ένα τραυματισμό για τον οποίο γνώριζαν μόνο αυτός και οι φυσικοθεραπευτές της ομάδας. Ο Μαρτίν είχε υπομείνει υπομονετικά τον τραυματισμό του και τον έκρυψε όσο καλύτερα μπορούσε. Προτίμησε να παίξει και να κάνει όλες τις αναγκαίες θεραπείες μετά την επιστροφή της ομάδας στην Ισπανία. Ήταν μια θαρραλέα απόφαση η οποία σε μεγάλο βαθμό πέρασε χωρίς αναγνώριση. «Πραγματικά έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να παίξει σε εκείνο το παιχνίδι μ’ ένα σπασμένο δάχτυλο», θυμάται ο Βιγιαλόμπος. «Και κανείς ποτέ δεν του το αναγνώρισε».