O Δίας δυστρόπησε και άρχισε να ιππεύει! Η… Μίκυ Πατατάκι ήταν απόλυτη. Τον επηρέασε ο Κρόνος. Η… Θείτσα Μητέρα αγρίεψε στην ιδέα της ιππασίας. Έχει μπλέξει και ο Πλούτωνας. Μύλος.
Τα ζωύφια απαγγέλουν πτώση, έρχεται λέει μετά την άνοδο, της ηλεκτρομαγνητικής καμπύλης. Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά.
Ώρα 18.00. Άκρα του “Τάφου του Ινδού”, του Πακιστανού, του Αφγανού, του Έλληνα, καθημερινή σιωπή. Σαν να παίζει το ιστορικό σήμα της «Αθλητικής Κυριακής» λίγο πριν βγει ο παμμέγιστος Ζανό, δεκαετία 80.
Σωτήρια, καθάρεια φωνή μετράει κρούσματα και νεκρούς, σαν να απαλύνει τον πόνο σου για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας από το μακελειό της Καινούριου με την Τούνη (τσαντίστηκε ο Θανάσης και ρώτησε τι είναι Τούνη;).
Κουνάς το χέρι. Είσαι σπίτι και είσαι καλά. Τι απλή κίνηση, τι ασήμαντη. Κουνάς το χέρι.
Άγρια, στιβαρή φωνή κόβει κίνηση. Ο Θανάσης έκανε στην αρχή της κρίσης τη βόλτα του στη Βουλιαγμένη (όχι για να πάρει σπανακόπιτα όπως ο Γονίδης, αλλά για το πάρτι του Λουκιανού), έπαιξε με την καραμπίνα του εις μνήμην της πρώην Ντίνας που είχε καντίνα και τώρα είναι καραντίνα, ώρα να ακινητοποιηθεί για 14 ημέρες ως ασυμπτωματικός τύπος για να προλάβει το Πάσχα.
Η Κυριακή του Πάσχα θα προηγηθεί της Ανάστασης που πήγε Μάιο. Την πρωτομαγιά θα την πιάσουμε τον Αύγουστο. Διακοπές θα κάνουμε Οκτώβριο και Χριστούγεννα την άνοιξη, μετά την πρωτοχρονιά που η Πατατάκι προβλέπει ότι προγραμματίζεται για την 1η Ιανουαρίου.
Η συνήθεια δεν είναι δύναμη πλέον, έγινε αδυναμία. Το είπε και ο… Σκυλάκης στην εκπομπή που έχει στον τίτλο της την ώρα που τελειώνει και όχι αυτή που αρχίζει! Λάλησε ο Θανάσης. Αδυναμία, ε;
Για σκέψου λίγο. Δε σου ζήτησαν να σώσεις τον κόσμο πολεμώντας στο μέτωπο (εκεί σκοτώνονται ο Πανάκης με τον Γρηγόρη μικρογεύματα για την τηλεοπτική αλήθεια), αλλά να έχεις το μέτωπό σου καθαρό (γι΄αυτό άλλωστε πήρες ρύζια και μακαρόνια από το σουπερμαρσέ).
Δε σου ζήτησαν να βγεις στους δρόμους και να τρέξεις για τα προς το ζην (άσε που με την ταχύτητα που πατάς το 6, πας για υπερμαραθώνιο με το σκύλο της διπλανής που σου χτυπάει, ο σκύλος, όχι η διπλανή, την πόρτα), αλλά να μείνεις σπίτι και να σκυλοβαρεθείς, βλέποντας Novasports μέχρι να βρει με σέντρα ο Σιλά τον Ευθύμη (ποτέ δηλαδή).
Δε σου ζήτησαν ιδέες και σκέψεις προσφοράς, αλλά να κόψεις τη ζήτηση και τη συζήτηση. Για να ανακαλύψεις, αναγκαστικά, τον εαυτό σου και τους άλλους. Τον εαυτό σου που έχασες και τους άλλους που ξέχασες. Πριν την κρίση στην εποχή της ευμάρειας και των λουλουδιών και μετά την κρίση στην εποχή των μνημ(ον)είων. Και τώρα στην εποχή του ιού. Για να δέσει το γλυκό και το στόρι.
Τι θυμήθηκε ο Θανάσης τώρα! Θέατρο, δεκαετία 90. Η καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας συνηθισμένης, φανταστικής Αμερικανικής πόλης των αρχών του εικοστού αιώνα είναι πληκτική και ως τέτοια αναπαρίσταται στη «Μικρή μας Πόλη», θεατρικό έργο ύμνος στη ζωή, του Βορειοαμερικανού συγγραφέα Θόρντον Ουάιλντερ.
Ξημέρωμα στο Νιού Χαμσάϊρ, ο ένας τύπος μοιράζει το γάλα, ο άλλος στέλνει το παιδί του στο σχολείο, ο τρίτος ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο τέταρτος γυμνάζεται, ο πέμπτος ονειρεύεται, όλοι μαζί και χώρια μιλάνε, γελάνε, τσακώνονται, τρώνε, κοιμούνται, ξυπνάνε, δεν δίνουν σημασία, αλλά ζουν την καθημερινότητα, όσο πληκτικά παρακολουθεί το έργο στα δυο τρίτα της πλοκής που δεν έχει, ο θεατής Θανάσης.
Μετά τον έρωτα και τη ζωή όμως, έρχεται ο θάνατος και η αιωνιότητα και ο Ουάιλντερ, αφού για διάφορους λόγους οδηγεί τους πρωταγωνιστές του στον άλλο κόσμο, δίνει την ευκαιρία στην Έμιλυ να επιστρέψει στη Γη για να ξαναζήσει μια μόνο μέρα, αυτή των γενεθλίων της.
Και τότε, εσύ ο θεατής που έχεις βαρεθεί από την καθημερινότητα των άλλων επί σκηνής, εσύ ο θεατής που δεν ζεις την καθημερινότητά σου και τη διεκπεραιώνεις απλώς, συνειδητοποιείς μέσω της πρωταγωνίστριας που γυρίζει από το θάνατο στη ζωή «πόσο θα έπρεπε να εκτιμούμε τη ζωή, κάθε, μα κάθε στιγμή της». Η Έμιλυ διάλεξε να ξαναζήσει την πιο ασήμαντη στιγμή, να σου κουνήσει το χέρι, να σε αγκαλιάσει, να σε χτυπήσει στην πλάτη, αυτά που δεν έκανε όσο ζούσε.
Η Έμιλυ επιστρέφει στον τάφο της, αφού στην επιστροφή της διάλεξε να κάνει ό,τι πιο απλό και ασήμαντο, κι εσύ ρε Θανάση σπίτι σου συγκλονισμένος. Η επόμενη ημέρα σου είναι και πρέπει διαφορετική.
Γιατί εκτιμάς το ξύπνημα, την κίνηση του χεριού που πιάνει το φλυτζάνι και φτιάχνει καφέ, το κάθισμα στον καναπέ, το άνοιγμα της εφημερίδας, την ανάγνωση, τη γραφή, το διάβασμα, την ανθρώπινη επαφή, το καλημέρα μαμά, το τι κάνεις στο παιδί σου, νοιάζεσαι, σκέφτεσαι, υποφέρεις, πονάς, ζεις. Την κάθε στιγμή. Της δίνεις σημασία. Αυτή που χανόταν στο ρυθμό. Στην τρέλα της καθημερινότητας.
Η καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας συνηθισμένης πόλης των αρχών του εικοστού αιώνα είναι πληκτική, όσο πληκτική είναι και η δική σου ζωή, χαμένη στο χωρόχρονο και στα άστρα που θα σταματήσουν να σε μαλώνουν, αφού πλέον τραγουδάς γλυκά στη νύχτα. Τον οποίο χωρόχρονο όμως χάνεις τώρα και τον εκτιμάς στην καραντίνα.
Με τη διαφορά ότι εσύ γυρίζεις και μένεις σπίτι για να ξαναεκτιμήσεις και να επανεκκινήσεις και όχι, βάσει σεναρίου, στον τάφο, όπως η Έμιλυ. Είναι η ώρα για το προσωπικό μας restart. Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα. Τραγουδώ τη συγκλονιστικά αισθαντική Τάνια Τσανακλίδου.
Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
Τα βάζω στη σακούλα και στα φέρνω
Ρωτάς για την καριέρα μου τη νύχτα και τη μέρα μου
Κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω
Και σκέφτομαι που πίνω Coca cola
Για να ‘ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα
Κι ανοίγω το ψυγείο σου το έλα και το αντίο σου
Ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα
Μαμά, πεινάω μαμά
Φοβάμαι μαμά, γερνάω μαμά
Και τρέμω να ‘μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς
Ωραία νέα κι ατυχής