Ο Αργεντινός ”σπρίντερ” με την απίστευτη έκρηξη και το πλούσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο. Λατίνος με προβλήματα στην καριέρα του που δεν άφησε ιστορία τουλάχιστον σε συλλογικό επίπεδο. Γεννήθηκε στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής το 1967 και έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στη Ρίβερ Πλέιτ όπου πανηγύρισε πρωτάθλημα στην πρώτη κόλας σεζόν. Όπως κάθε νέος φέρελπις Λατίνος πήρε μεταγραφή για άλλες πολιτείες και μετακόμισε στην Ευρώπη και το Καπιονάτο, αλλά σε ομάδα με ”ελαφριά” φανέλα (Ελλάς Βερόνα). Παρέμεινε κάτοικος Ιταλίας μέχρι το 1994 όπου πήγε στην Μπενφίκα. Περιπλανήθηκε στην Αταλάντα, τη Ρόμα, επέστρεψε στο Μπέργκαμο, αγωνίστηκε στη Σκωτία με τη φανέλα της Ρέιντζερς και της Νταντί Γιουνάιτεντ, δoκίμασε στο Κατάρ και τερμάτισε την καριέρα του κρεμώντας τα παπούτσια του στην ημιεπαγγελματική ομάδα της Αγγλίας, την Γουέμπλεϊ το 2012.
Ποτέ δεν κατάφερε να δικαιώσει τις προσδοκίες σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο και οι καλύτερες και πιο ποιοτικές παραστάσεις που έδωσε ήταν στην πατρίδα του με την φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ αρχικά και με της μισητής αντιπάλου Μπόκα Τζούνιορς. Στη Μπόκα ”τόλμησε” να πάρει μεταγραφή το 1995 επιστρέφοντας στην Αργεντινή μετά από 7 χρόνια για να παίξει δίπλα στον καλό του φίλο και ποδοσφαιρικό του είδωλο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Κατά την θητεία του στην Ιταλία, παρουσιάστηκαν τα προβλήματα με τα ναρκωτικά. Η πλουσιοπάροχη ζωή από την φτώχεια της Αργεντινής στα λούσα του Καπιονάτο τον οδήγησαν στον λάθος δρόμο και το στραβό μονοπάτι. Η μανία του για την κοκαϊνη τον τιμώρησε με 13 μήνες αποκλεισμό και η θητεία του στην Ιταλία ολοκληρώθηκε άδοξα, παρόλο ότι επέστρεψε το 1999 αλλά δεν ”ακούμπησε” στο Μπέργκαμο και την Αταλάντα.
Στη Σκωτία αναγεννήθηκε και χάρη στον καλό του φίλο Ιβάνο Μπονέτι που γνώριζε από την Ιταλία, φόρεσε την φανέλα της άσημης Νταντί Γιονάιτεντ και η μεταγραφή του για το Άιμπροξ και τους Ρέιντζερς δεν άργησε να έρθει. Αμέσως έγινε ο αγαπημένος της κερκίδας στην Γκλασκώβη και έφυγε πρωταθλητής πανηγυρίζοντας τον δεύτερο τίτλο στην καριέρα του και πρώτο στην Ευρώπη.
Οι μεγάλες στιγμές διαδραματίστηκαν με την φανέλα της Εθνικής Αργεντινής. Στο Μουντιάλ της Ιταλίας, στα γήπεδα που είχε μάθει να παίζει, συστήθηκε καλύτερα στο παγκόσμιο κοινό και λατρεύτηκε από φίλους και εχθρούς. Ο φίλαθλος κόσμος απόλαυσε ένα ”ξανθό άτι” που έτρεχε και άφηνε χιλιόμετρα πίσω τους αντιπάλους του. Ο Κανίγια αποτέλεσε βασικό στέλεχος της ομάδας που πήγε στην Ιταλία το 1990 με αρχηγό τον Μαραντόνα και έφτασε μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης. Στο τελευταίο παιχνίδι του τουρνουά, κόντρα στην Δυτική Γερμανία, ο Ουρουγουανός διαιτητής της αναμέτρησης, Εντγκάρδο Κοντεσάλ, είχε διαφορετική άποψη για την νικήτρια του τροπαίου και η Γερμανοί με ένα πέναλτι- φάντασμα που κέρδισε ο Ρούντι Φέλερ και εκτέλεσε ο Αντρέας Μπρέμε, άφησαν τον Κανίγια με τις εντυπώσεις και τον μεγάλο Ντιέγκο να κλαίει παραλαμβάνοντας το αργυρό μετάλλιο.
Ο Κανίγια ήταν ο παίκτης κλειδί στην πορεία της Αργεντινής και στο επόμενο παγκόσμιο κύπελλο των ΗΠΑ το 1994. Στα γήπεδα της Γαλλίας τέσσερα χρόνια αργότερα έμεινε εκτός αποστολής από τον ομοσπονδιακό τεχνικό της χώρας Ντανιέλ Πασαρέλα. Συνολικά τίμησε την φανέλα με το εθνόσημο 50 φορές σημειώνοντας 16 γκολ με την μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του σε εθνικό επίπεδο να έρχεται ένα χρόνο μετά το μουντιάλ της Ιταλίας με την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα. Ο Κανίγια δεν κατάφερε να γνωρίσει στιγμές δόξας με την χώρα του καθώς ο Πασαρέλα στάθηκε αγκάθι στην πορεία του. Το μακρύ μαλλί του ήταν ένας από τους λόγους που μπήκε στο ”ψυγείο” και δεν έπαιξε ποτέ. Λίγα χρόνια αργότερα ο Μαρσέλο Μπιέλσα του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία όταν είχε πατήσει πλέον τα 35 και τον κάλεσε για το παγκόσμιο στα γήπεδα της Ιαπωνίας και της Κορέας το 2002. Ευκαιρία δεν πήρε ποτέ, δεν έπαιξε ούτε ένα λεπτό και μάλιστα έγινε και ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που αποβλήθηκε σε Μουντιάλ ευρισκόμενος στον πάγκο!
Για φινάλε, ήταν αδύνατο να παραλείψω την εκπληκτική του εμφάνιση ως αλλαγή, στην πρεμιέρα του παγκοσμίου κυπέλλου στα γήπεδα της Ιταλίας κόντρα στο Καμερούν. Οι Αφρικανοί είχαν κάνει την έκπληξη κερδίζοντας την ομάδα του Κάρλος Μπιλάρδο (1-0) με τον Κανίγια να έρχεται από τον πάγκο και όλο το γήπεδο στο Σαν Σίρο που διεξήχθη η αναμέτρηση να ψάχνει ”κιάλια” για να τον βρει…Ο Κανίγια αγωνίστηκε 45 λεπτά, δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ομάδα του να ξεκινήσει με το δεξί στο τουρνουά, αλλά η εμφάνιση του δεν άφησε πολλά περιθώρια στον Μπιλάρδο ο οποίος δεν τον άφησε ξανά στον πάγκο…
Όταν συνάντησα τον Κλαούντιο…
Καλοκαίρι 2009, Ανδαλουσία, είχα πάει διακοπές στον Νότο της Ισπανίας, στο εξοχικό θέρετρο της Μαρμπέγια. Γυρνούσα από την παραλία και στην επιστροφή μου στο ξενοδοχείο βλέπω ένα ξανθό μακρύ μαλλί μέσα σε ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, αντικρίζω τον ποδοσφαιριστή που θαύμαζα από μικρός στα γήπεδα της Ιταλίας. Αμέσως τρέχω προς το μέρος του και αρχίζω να τον πυροβολώ με ερωτήσεις. Η συζήτηση κινήθηκε γύρω από το μουντιάλ του 90΄ και πως έτρεχε με την μπάλα καρφωμένη στα πόδια του με την μισή ομάδα του Καμερούν να τον κυνηγάει...”Όταν πήρα την μπάλα γνώριζα πως κανένας δεν μπορούσε να με σταματήσει, παρά μόνο με φάουλ” είπε με περηφάνια και αρχίσαμε να γελάμε. Στήθηκε ταπεινός και βγάλαμε όσες φωτογραφίες ήθελα, αργότερα μου κάλεσε σε ένα πάρτυ στην Ίμπιζα που θα πήγαινε με τον γαμπρό του όμως την ίδια μέρα θα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Μόνο και μόνο που τον γνώρισα μου έφτανε. Μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε σαν άτι, έγινε καπνός, όπως έκανε τα χρόνια που έπαιζε ποδόσφαιρο.
Απολαύστε και θυμηθείτε 30 χρόνια πριν, το ”ξύλο” που έδωσαν οι συμπαίκτες του μεγάλου Ροζέ Μιλά στον Κανιγια και φυσικά την κούρσα του 100αρη με τα ”δρεπάνια” από το Καμερούν να προσπαθούν να τον σταματήσουν και να τελειώνουν το ματς με 9 παίκτες. Όμως στο τέλος αυτό που μέτρησε ήταν η νίκη και η Αργεντινή, που έχασε τον βασικό της τερματοφύλακα (Πουμπίδο), αλλά εξελίχθηκε σε καλό, ελέω Μάουρο Γκοιγκοετσέα, μπήκε με το αριστερό…