Ο σκόρερ του γκολ της πιο σπουδαιας πρόκρισης ελληνικής ομάδας στο Κύπελλο Πρωταθλητριών (μετέπειτα Champions League) θυμήθηκε με πάσα λεπτομέρεια τον ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα της 28ης Απριλίου 1971 και απάντησε στους επικριτές.

Ο άνθρωπος που έστειλε για πρώτη και μοναδική τα χρονικά φορά ελληνική ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθήτριών σε συνέντευξή του θυμήθηκε όλα όσα είχαν γίνει εκείνη την 28η Απριλίου του 1971 και όχι μόνο, 49 ολόκληρα χρόνια πριν. Ο Φνήμηέρεντς Πούσκας που τους απελευθέρωσε, ο πρώτος  ημιτελικός στο Βελιγράδι, η ατμόσφαιρα της Λεωφόρου στον επαναληπτικό, το ματς, φυσικά το δικό του χρυσό γκολ αλλά και τα επινίκια ανασύρθηκαν από τη μνήμη του.

Είπε αναλυτικά: 

Για τον Φέρεντς Πούσκας και την πορεία μέχρι τον τελικό: “Όταν ήρθε ο Πούσκας το 1970 ήμαστε πιο ελεύθεροι. Ο Λάκης Πετρόπουλος ήταν πιο αμυντικογενής. Ο Πούσκας ήρθε και έλυσε τα δεσμά. Ανέδειξε στον κάθε ποδοσφαιριστή το παραπάνω που μπορούσε να προσφέρει. Έτσι ξεκίνησε και μας έριξε κατευθείαν στα βαθιά. Θυμάμαι ότι το πρώτο παιχνίδι ήταν ένα δυνατό φιλικό με την Άντερλεχτ στην προετοιμασία. Μας έλεγε πως μόνο αν παίζουμε με μεγάλες ομάδες θα φτάσουμε σε υψηλό επίπεδο. Μετά μας έβαλε να παίξουμε ένα φιλικό με τη Ρεάλ όπου ήρθαμε 1-1 στο Μπερναμπέου, μπροστά σε 80.000 φιλάθλους. Καταλαβαίνετε τι αυτοπεποίθηση μας  έδινε αυτό. Η χαρακτηριστική ατάκα του στα αποδυτήρια ήταν: 11 αυτοί, 11 και εσείς, μη φοβάστε! Μπείτε μέσα και παίξτε το παιχνίδι σας! Έτσι ξεκίνησε η μετέπειτα πετυχημένη πορεία μας, χτίζοντας αυτοπεποίθηση από αυτά τα παιχνίδια. Η πορεία μέχρι τον τελικό, γνωστή. Αποκλείσαμε πρώτα τη Ζεν Εσές, κερδίσαμε έπειτα την σπουδαία Μπρατισλάβας, πρωταθλήτρια Τσεχοσλοβακίας τότε, την Έβερτον και φτάσαμε στην  ημιτελική φάση με τον Ερυθρό Αστέρα, όπου πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να περάσουμε και αυτόν τον αντίπαλο. Είχαμε μια αγωνιστική “αυθάδεια”, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο”.

Για τον πρώτο ημιτελικό στο Βελιγράδι:

“Το έχω πει πολλές φορές και το ξαναλέω. Ο Παναθηναϊκός έκανε στο Βελιγράδι, ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του. Είχαμε τη συμπαράσταση 20.000 περίπου φιλάθλων μας από τη Βόρεια Ελλάδα, τη Γερμανία και την Αυστρία, όπου ζούσαν πολλοί ‘Ελληνες. Ξεκινήσαμε επιθετικά, παίξαμε ανοικτά και είχαμε μάλιστα ένα δοκάρι του Ελευθεράκη στο πρώτο δεκάλεπτο. Όμως ήμαστε άτυχοι και δεχτήκαμε ένα γκολ, αρκετά νωρίς με τον Όστοιτς. Ήταν ένα “κρύο” γκολ. Στο δεύτερο γκολ, το σουτ του Όστοιτς, το απομάκρυνε πριν περάσει τη γραμμή ο Σούρπης. Σημειώνω ότι ο επόπτης έμεινε στη γραμμή του και δεν πήγε στη σέντρα. Όμως ο Αυστριακός διαιτητής Λινεμάιερ, από τη σέντρα που βρισκόταν και δεν είχε επαφή, υπέδειξε ότι η μπάλα πέρασε τη γραμμή και άρα ήταν γκολ. Να σας πω αυτή την εικόνα που δεν πρόκειται να την ξεχάσω. Ορμήσαμε όλοι πάνω του, με πρώτο τον Πούσκας που τον τράβαγε και τον έβριζε στα γερμανικά. Διακόπηκε το παιχνίδι για 2 λεπτά, αλλά το γκολ τελικά μέτρησε. Ήταν άδικη η εξέλιξη. Όταν μειώσαμε το σκορ σε 3-1, με δική μου κεφαλιά, μετά από 5 λεπτά μου κάνει πέναλτι ο Πάβλοβιτς, αλλά δεν το καταλόγισε. Στο τέλος φάγαμε και 4ο γκολ. Να σας πω και ένα περιστατικό με τον Ατσίμοβιτς του Ερυθρού Αστέρα, τον οποίο είχα αναλάβει να “φρουρώ” στο παιχνίδι. Αυτός ήταν αλαζόνας και μόλις τελείωσε το παιχνίδι μας  έκανε προκλητικές χειρονομίες με την “τεσσάρα”. Δε μπόρεσα να συγκρατηθώ και στο τέλος στα σκαλοπάτια προς τα αποδυτήρια του έριξα μια ανάποδη. Αν δεν ήταν ο Πούσκας, θα είχε αφήσει εκεί τα κόκκαλα του. Μετά το παιχνίδι ο Πούσκας μας συγκέντρωσε στο ξενοδοχείο “Γιουγκοσλάβια” και μας είπε ότι δεν έχει τελειώσει τίποτα. Ήμαστε όλοι θυμωμένοι. Ελπίζαμε αυτός ο θυμός να μας βγει στις 28 του Απρίλη… Δεν παραδεχτήκαμε ποτέ αυτή την ήττα.”.

Για τον ημιτελικό της μυθικής ανατροπής:

“Θα σας πω κάτι. Πριν αρχίσει το παιχνίδι, βλέπαμε στα βενζινάδικα και τους τοίχους Παναθηναϊκός-Αστέρας Τρίπολης 3-0. Πανό παντού, επικρατούσε τεράστιος ενθουσιασμός, ενώ 10000 άνθρωποι βρίσκονταν έξω από το γήπεδο. Μέχρι και  σειρήνα υπήρχε που βούιζε και ήταν σαν αυτές του πολέμου. Το φαντάζεστε; Εν πάσει περιπτώσει, οι παίκτες του Αστέρα μπήκαν φοβισμένοι, βάλαμε το πρώτο γκολ νωρίς στο 2΄ με τον Αντωνιάδη και μετά ο κόσμος δεν τους άφησε σε “χλωρό κλαρί”. Μετά στο 64΄ και αφού ήμαστε μπροστά 2-0, προωθήθηκα στην επίθεση ενώ την μπάλα την είχε ο Φυλακούρης  δημιουργήθηκε κενός χώρος στα αριστερά, καθώς ο Αντωνιάδης τράβηξε πάνω του 2 Γιουγκοσλάβους αμυντικούς. Τότε εγώ έφυγα βολίβα και ο Πούσκας φώναξε στον Φυλακούρη, Καμάρας, Καμάρας, οπότε και με ψιλοκρεμαστή πάσα πήρα την μπάλα. Κόντρόλαρα τη μπάλα με το δεξί και έπειτα με το αριστερό εξαπέλυσα το σουτ. Αν δείτε τις φωτογραφίες, θα καταλάβετε με τι λύσσα με τι θυμό είχα σουτάρει. Ακόμη και πάνω στον Ντουίγκοβιτς (τερματοφύλακα) να πήγαινε η μπάλα, θα τον “τρύπαγε”. Αφού η μπάλα πήγε πρώτα στο σίδερο και μετά στα δίχτυα και έγινε το 3-0. Θυμάμαι είχε γίνει ένας μικρός χαμός, είχα “πνιγεί” στα σώματα των συμπαικτών μου. Το ματς πιστεύαμε από την αρχή ότι θα το πάρουμε. Τους είχαμε κλείσει στα καρέ τους, κεφαλιές, σουτ κ.λ.π. Εγώ είχα εξουδετερώσει τον…αληταρά Ατσίμοβιτς, που ήταν ο κινητήριος μοχλός τους. Είχα φάει απίστευτο κυριολεκτικά φτύσιμο από αυτόν. Είχαμε προηγούμενα, αλλά έφερα εις πέρας την αποστολή μου. Πάντως ανησυχήσαμε σε 2 περιπτώσεις,  σε ένα συρτό σουτ του Κάρασι στη γωνία που απέκρουσε ο Κωνσταντίνου και η άλλη μία σε  κεφαλιά του Φιλίποβιτς. Στο τέλος πίεσε αρκετά ο Αστέρας. Όσο για τις…περίεργες και αντιπαναθηναϊκές ιστορίες που ακούγονται αβάσιμα, ο Κάρασι είπε αν ήταν στημένο το παιχνίδι, τότε ούτε εγώ ούτε ο Φιλίποβιτς θα σημαδεύαμε τα γκολπόστ του Κωνσταντίνου, αλλά θα ανταλλάσσαμε πάσες προς τα πίσω. Δυστυχώς είναι στο dna του Έλληνα ο φθόνος. Πού αλλού έχετε δει να συμβαίνει αυτό; Να προσβάλλουν έτσι μία επιτυχία; Μάλιστα ο Όστοιτς είπε ότι το μόνο παρατράγουδο ήταν ότι είχαν μαζευτεί οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού έξω από το ξενοδοχείο της αποστολής του Ερυθρού Αστέρα με μηχανάκια, αλλά η αστυνομία τους έδιωξε.

Οι πανηγυρισμοί μετά την λήξη:

“Τι να σας πω. Επικρατούσε πανζουρλισμός. Κάναμε μια ώρα για να περάσουμε από τα αποδυτήρια για να πάμε  στις ντουζιέρες  για να πλυθούμε. Θα σας πω και τι έγινε μέχρι να φύγουμε. Δε μπορούσαμε να βγούμε από τη θύρα 11,  ή από τη θύρα 9 και 10 όπου συνήθως φεύγαμε μετά την ολοκλήρωση των αγώνων, γιατί όποιος “ξεμυτούσε”, τον σήκωνε ο κόσμος στα χέρια. Εμένα μου είπαν μη βγεις, θα σε ξεσκίσουν(γέλιο), εσύ ειδικά που πέτυχες το γκολ. Τότε ρώτησα, πώς θα φύγω; Εσύ θα πας από τη θύρα των επισήμων, από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δηλαδή. Άνοιξε η πόρτα και βγήκα. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί από την άλλη πλευρά. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα στρατιωτικό τζιπ, και με ανέβασαν τα παιδιά και με πήγαν στο σπίτι μου στο Κολωνάκι. Ο δρόμος που έμενα στην περιοχή, είχε “πλημμυρίσει” από κόσμο, όπως και η Βασιλίσσης Σοφίας και η Ομόνοια. Αυτά είναι πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Η ευαισθησία του κόσμου δεν ξεχνιέται. Να σας πω και ένα τελευταίο. Κάποτε χρόνια αργότερα, όταν νοσηλευόμουν στο “Υγεία”, με πλησίασε ένας ηλικιωμένος και μου έδειξε με το κινητό του την φάση όπου σουτάρω για να πετύχω το τρίτο γκολ. Μου λέει αυτό το κουβαλάω από το 1971 μαζί μου και…θα το “πάρω” μαζί μου. Καταλαβαίνετε τι απήχηση είχε αυτή η επιτυχία του  Παναθηναϊκού τότε”.