Για να είσαι μέγιστος σουτέρ (αλλά και σκόρερ) δεν αρκεί να διαθέτεις υπερπλήρες τεχνικό ρεπερτόριο. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να έχεις άγνοια κινδύνου. Να γνωρίζεις πως στην επόμενη κατοχή θα βρεις απέναντί σου ολόκληρη την αντίπαλη άμυνα, έτοιμη να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί προκειμένου να σε σταματήσει και παρόλα αυτά να αντιμετωπίζεις την πρόκληση όπως θα αντιμετώπιζες έναν διαγωνισμό… τριπόντων ή ελεύθερων βολών. Να ετοιμάζεσαι για την επίθεση που θα κρίνει το παιχνίδι μετρώντας μέχρι εκείνη την ώρα 0/8 τρίποντα και να αισθάνεσαι τόσο σίγουρος όσο θα αισθανόσουν αν είχες 8/8. Να είσαι άνιωθος δηλαδή, όπως ονομάζονται αυτού του είδους οι παίκτες στην “αργκό” του μπάσκετ.
Ειδικότερα για τους σουτέρ ωστόσο, ισχύει ένας ακόμα άγραφος κανόνας: είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεις γνήσιο εκτελεστή πρώτης κλάσης, ο οποίος να είναι κάτω από 1,90 και χωρίς εκτόπισμα. Οι λόγοι είναι δύο:
Σουτέρ που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά ευάλωτοι τόσο στην αδύνατη πλευρά, όπου λόγω μεγέθους η άμυνα μπορεί να τους περιμένει τουλάχιστον μισό βήμα πιο μέσα, όσο κυρίως στην κίνηση πίσω από τα σκριν. Σε καταστάσεις δηλαδή κατά τις οποίες θα βρουν απέναντί τους αντιπάλους που (πέρα απ’ το να σπάνε με περίσσιο θάρρος τα σκριν που στήνουν ψηλοί-“βουνά”, όπως ο Ταβάρες, ή… κινούμενες γκιλοτίνες, όπως παλαιότερα ο Σάβιτς κι ο Τομάσεβιτς) ξέρουν να παίξουν με κλειστά τα μάτια το παιχνίδι της προβοκάτσιας.
Ποιος είναι ο βασικός στόχος όταν μαρκάρεις έναν σουτέρ που κινείται χωρίς την μπάλα; Να του καταστρέψεις έστω μισό βήμα, αφού τόσο χρειάζεται συνήθως για να εκτελέσει έχοντας πλεονέκτημα. Τι μπορείς να κάνεις επ’ αυτού, πέρα βεβαίως από τα ορθόδοξα μέσα; Τράβηγμα φανέλας, τράβηγμα χεριών, γονατιές στο πρώτο βήμα, μπουνιές στα νεφρά και μερικά ακόμα τέτοια κόλπα συνθέτουν το πλήρες ρεπερτόριο των “εξολοθρευτών” που φημίζονται για τις αμυντικές τους ικανότητες μακριά από την μπάλα.
Είναι λοιπόν το ίδιο εύκολο να εφαρμόσεις αυτές τις τακτικές απέναντι στο “τανκ” των 192 εκατοστών (με εκτόπισμα δίμετρου), που ονομάζεται Τρέιτζαν Λάνγκτον ή στον ύψους 1,95μ. (κι επίσης “αμετακίνητο”) Αρτούρας Μιλάκνις και το ίδιο να έχεις απέναντί σου μια “τσίχλα” με μπόι σκάρτο 1,87μ., που δεν ζυγίζει περισσότερα από 85 κιλά, όπως ο Τζέισι Κάρολ;
Όταν καλείσαι να επιλέξεις ανάμεσα σε τρεις “ελεύθερους σκοπευτές” του επιπέδου του παλαίμαχου Αμερικανού της ΤΣΣΚΑ, του Λιθουανού της Ζαλγκίρις και του Αμερικανού της Ρεάλ, νομοτελειακά θα προσμετρήσεις και το προσωπικό σου γούστο, αφού κι οι τρεις αναμφίβολα ανήκουν στην κορυφαία βαθμίδα. Όταν όμως μπει στην εξίσωση ο παράγοντας “pound for pound” (όπως συνηθίζουν να λένε οι Αμερικανοί εδώ και πάνω από 100 χρόνια, κάθε φορά που επιχειρούν να συγκρίνουν έναν μποξέρ των ελαφρών ή μεσαίων βαρών, με έναν των υπερβαρέων), τότε ουσιαστικά δεν υπάρχει ερώτημα. Ο Κάρολ είναι μια κατηγορία μόνος του.
Μια κατηγορία η οποία είναι τόσο ξεχωριστή, που ακόμα κι αν ξεφύγουμε από τα στενά πλαίσια της Ευρωλίγκας, θα συναντήσουμε μονάχα έναν ακόμα που ανήκει σε αυτή. Κι αυτός δεν είναι βεβαίως ο Στεφ Κάρι, που αποτελεί “υβρίδιο” σουτέρ, αφού πρακτικά είναι το ίδιο επικίνδυνος με ή χωρίς την μπάλα στα χέρια, αλλά ο Τζέι Τζέι Ρέντικ.
Μονάχα εκείνος διαθέτει αντίστοιχα χαρακτηριστικά με τον Κάρολ σε αυτά τα “κυβικά”. Δεν εκτελεί μονάχα με ένα αφύσικο (για σουτέρ) μεγάλο άλμα, προκειμένου να αποφύγει τα χέρια των αντιπάλων. Το κάνει με την ίδια ισορροπία που έχει όταν βρίσκεται στην γραμμή των βολών, παρότι πέρα από το άλμα, χρειάζεται να γείρει το κορμί του μπροστά, πίσω ή ακόμα και στο πλάι, προκειμένου να δημιουργήσει τον απαιτούμενο χώρο. Κι όλα αυτά αφού έχει βγει με… 200 χιλιόμετρα από τα σκριν, αφού είναι δεδομένο πως ο μοναδικός εγγυημένος
τρόπος για να αποφύγει όλα τα παραπάνω, που θυμίζουν περισσότερο πολεμικές τέχνες κι όχι μπάσκετ, είναι να βρίσκεται σταθερά μισό μέτρο πιο μπροστά απ’ αυτόν που τον κυνηγάει για να τον “θερίσει”.
Πως τα καταφέρνει όλα αυτά ακόμα και τώρα, στα 37 του χρόνια; Επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στην ισχύ, όχι του σώματος, αλλά του μυαλού.