Η φυγή του καλύτερου παίκτη του Παναθηναϊκού μοιάζει με λευκή πετσέτα, αλλά στην τωρινή συγκυρία ο 31χρονος point guard είναι μια πολυτέλεια που οι «πράσινοι» δεν χρειάζονται πλέον. Γράφει ο Χρήστος Καούρης. 

Απομένουν μόλις τέσσερις μέρες για να μάθουμε αν η φετινή Ευρωλίγκα θα συνεχιστεί ή θα ματαιωθεί οριστικά, με την πλάστιγγα αυτή τη στιγμή να κλίνει προς το δεύτερο σενάριο. Όμως ό,τι από τα δύο και να συμβεί, τα δεδομένα που αφορούν το μέλλον των ομάδων της διοργάνωσης αλλά και γενικότερα του ευρωπαϊκού μπάσκετ είναι λίγο έως πολύ δεδομένα. Με τον χρονικό ορίζοντα της τέλεσης αγώνων παρουσία θεατών να είναι, στην καλύτερη περίπτωση, στις αρχές του 2021 και τα οικονομικά τους έσοδα καταβαραθρωμένα, οι σύλλογοι είναι αναγκασμένοι να περικόψουν τους προϋπολογισμούς τους τουλάχιστον κατά 30% και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ περισσότερο. Σποραδικές εξαιρέσεις όπως αυτή της Αρμάνι Μιλάνο δεν αλλάζουν το γενικό κανόνα, αφού όλες οι επίσημες αναφορές που έχουν έρθει από το εξωτερικό (ΤΣΣΚΑ, Εφές, Φενέρ) συνηγορούν με το παραπάνω.

Είναι προφανές ότι παγκόσμια brands με ποδοσφαιρικό «αδελφάκι» θα είναι σε θέση να αντέξουν το χτύπημα πιο εύκολα από ότι άλλες ομάδες: πχ δεν μπορεί κανείς να βάλει στο ίδιο ζύγι τον κύκλο εργασιών της Μπαρσελόνα και του Ολυμπιακού. Φυσικά όσο μεγαλύτερο το καράβι, άλλο τόσο είναι και οι φορτούνες, αφού η έλλειψη χορηγών είναι σε θέση να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς σε ένα αθλητικό οικοδόμημα που πλησιάζει όλο και περισσότερο στο σκάσιμο της φούσκας: αυτό αφορά περισσότερο το ποδόσφαιρο, αλλά δεν αφήνει ανεπηρέαστο το μπάσκετ. 

Ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής, ο Παναθηναϊκός φυσιολογικά αναμένεται να μειώσει σημαντικά το μπάτζετ της επόμενης περιόδου. Το ποια θα είναι αυτή η μείωση αναμένεται να ανακοινωθεί από τον ιδιοκτήτη της ομάδας, όμως οτιδήποτε κάτω από 35% θα πρέπει να θεωρείται έκπληξη πρώτου μεγέθους, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως ο ίδιος άνθρωπος ανέλαβε την αναμόρφωση του ερασιτέχνη και συνεχίζει να είναι ενεργός και στο ποδοσφαιρικό τοπίο του συλλόγου. Είναι περίπου αυταπόδεικτο πως όλα τα συμβόλαια θα μπουν σε διαδικασία αναπροσαρμογής προς τα κάτω και άλλο τόσο φανερό πως στους πρωτοκλασάτους θα προταθεί η μεγαλύτερη μείωση. Με δεδομένο ότι Καλάθης και Φρεντέτ κόστισαν την σεζόν 2019-20 ένα ποσό που έφτανε τα 4 εκατομμύρια ευρώ, ο κλήρος πέφτει πρώτα από όλα εκεί. 

Η περίπτωση Τζίμερ

Δεν είμαι σίγουρος αν ο Τζίμερ Φρεντέτ όντως πιστεύει ότι «έκανε πολύ καλή σεζόν», αλλά η ψυχρή λογική λέει ότι η περίπτωση του λαμπερού και χαμογελαστού Αμερικανού δεν απέχει καθόλου από το να χαρακτηριστεί φιάσκο. Με απολαβές που προσέγγιζαν τα 1.7 εκατομμύρια ευρώ, ο Φρεντέτ υπήρξε ένα από τα βασικά προβλήματα και των τριών προπονητών της ομάδας με την πρωτοφανή ανικανότητα του στην άμυνα που εξέθετε ακόμα περισσότερο την ήδη ελλιπή ικανότητα της ομάδας στην οπισθοφυλακή. Φυσικά δεν ήταν δική του ευθύνη ότι η ομάδα έπαιξε πρακτικά μια σεζόν χωρίς τέταρτο γκαρντ, ούτε ότι η επιλογή του Ταϊρίς Ράις ήταν απλά ασύμβατη με την δική του για λόγους που είχαν να κάνουν με το μέγεθος και τις αγωνιστικές συνήθειες. Σε κάθε περίπτωση, ο δεύτερος χρόνος του Αμερικανού στον Παναθηναϊκό θα πρέπει να θεωρείται καταδικασμένος – γεγονός που πιθανότατα θα ίσχυε ακόμα και αν δεν είχε εμφανιστεί η πανδημία. 

H διαδρομή του Νικ

Στα 31 του χρόνια, ο Νικ Καλάθης είναι ο καλύτερος πασέρ της Ευρώπης, με σημαντική διαφορά από οποιονδήποτε δεύτερο (Καμπάσο, Σλούκα, Ντιλέινι, Τζέιμς, Τσάτσο, κλπ). Είναι επίσης ένας ελίτ αμυντικός και ταυτόχρονα καλός συμπαίκτης. Το δεδομένο μειονέκτημα του σουτ έχει συζητηθεί τόσο πολύ στο διάστημα των πέντε ετών του στον Παναθηναϊκό που δεν έχει μεγάλο νόημα να επεκταθεί εδώ. Ακόμα και στα χρόνια της μπασκετικής του ακμής, ο Καλάθης δεν βελτίωσε ποτέ το εντός πεδιάς ποσοστό του και ειδικά το τρίποντο, το οποίο παρέμεινε στα επίπεδα κάτω του 30% για τέταρτη σερί σεζόν. 

Η προσφορά του γεννημένου στο Ορλάντο Ελληνοαμερικανού δεν μπορεί φυσικά να υποτιμηθεί. Είναι μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς πολλούς παίκτες που θα έριχναν άγκυρα για 5 σερί χρόνια στο Ο.Α.Κ.Α και θα είχαν τον συνδυασμό της κλάσης και προσωπικότητας για να πάρουν την σκυτάλη από τον Δημήτρη Διαμαντίδη χωρίς να τους πέσει από το βάρος των προσδοκιών. Οι έχοντες ασθενή μνήμη θα έχουν πιθανότατα ξεχάσει πως πριν την άφιξη του Νικ ο Παναθηναϊκός είχε ρεκόρ 12-12 σε regular season και Top 16 και έγινε μεζεδάκι στα χέρια της ΤΣΣΚΑ, χάνοντας 3-1 με μέση διαφορά στις ήττες τους 22 πόντους. 

Προϊόντος του χρόνου και με τον Τσάβι Πασκουάλ να δημιουργεί για πρώτη φορά ένα ρόστερ που πραγματικά συμπλήρωνε τις ικανότητές του και τον βοηθούσε να αναδείξει τα χαρακτηριστικά του, ο Παναθηναϊκός έφτασε πιο κοντά από ποτέ στο φάιναλ-φορ στην μετά-Ομπράντοβιτς εποχή. Φυσικά ο Καλάθης δεν είναι άμοιρος ευθυνών για τους αποκλεισμούς της διετίας 2017 και 2018: στη σειρά με την Φενέρ απογοήτευσε με 6.0 πόντους και 7/27 σουτ, μαζί με 4.0 ασίστ για 2.7 λάθη, με 3.7 αξιολόγηση σε τρία παιχνίδια. Τα καλύτερα του παιχνίδια ήρθαν απέναντι στην Ρεάλ, με 16.8 πόντους και 7.2 ασίστ απέναντι στον Ντόντσιτς. Τις δύο τελευταίες σεζόν παρακολουθήσαμε την καλύτερη έκδοση του Νικ, γεγονός συνεπές με την αυτοπεποίθηση που έχτισε σαν ηγέτης της ομάδας αλλά και τα χρόνια της ακμής (29-31), όμως η συνολικά ασθενική παρουσία του στα πλέι-οφ είναι το σταθερό επιχείρημα των επικριτών του. 

Η πολυτέλεια και η ηλικία

Έχοντας πατήσει τα 31 του χρόνια και προερχόμενος από τρεις σεζόν στις οποίες αγωνιζόταν για 29΄, 31΄ και 32΄ ανά παιχνίδι, η ρεαλιστική προσέγγιση λέει ότι ο Νικ έχει στη διάθεση του δύο ακόμη κυριαρχικές σεζόν, από τις πέντε που υποθετικά απομένουν για το κύριο κομμάτι της καριέρας του. Αυτό φυσικά ισχύει αν δεν υπάρξουν σοβαροί τραυματισμοί που θα εκτροχιάσουν την πορεία του, όπως συνέβη π.χ στην περίπτωση του Σέρχιο Γιουλ. 

Όντας ένας από τους παίκτες που είναι ικανοί να κάνουν τη διαφορά και να αλλάξουν επίπεδο μια ομάδα, ο συνδυασμός κλάσης, εμπειρίας και προσωπικότητας του Καλάθη ανήκει σε ομάδα που θα διεκδικεί το τρόπαιο. Ο Παναθηναϊκός – τουλάχιστον – της επόμενης σεζόν δεν προαλείφεται για κάτι τέτοιο, και ο λόγος δεν έχει να κάνει μόνο με τη μείωση του μπάτζετ. Μπορεί ο ελληνικός κορμός που έχει δημιουργηθεί (Καλάθης, Παπαπέτρου, Μήτογλου, Παπαγιάννης, Παππάς, στο βάθος Καλαϊτζάκης) να εγγυάται κάποιου είδους συνέχεια, εντούτοις η έλλειψη σταθερότητας στον πάγκο φέρνει τους πράσινους σε de facto μειονεκτική θέση σε σχέση με ανταγωνιστές με σταθερό modus operandi από τον πάγκο. 

Πιστεύω ακράδαντα πως αν την περασμένη σεζόν τα περίπου 2.5 εκατομμύρια ευρώ που κόστισαν οι Φρεντέτ και Τζόνσον είχαν δαπανηθεί σε πραγματικά κελεπούρια που θα τον ανέβαζαν επίπεδο αντί να τον ταλαιπωρούν, ο Παναθηναϊκός θα ήταν σε θέση να ζήσει λιγότερες προπονητικές παλινωδίες και εν τέλει να διεκδικήσει επί της ουσίας την 4η θέση από την ποιοτική αλλά συχνά ευάλωτη ΤΣΣΚΑ και από την σκληρή αλλά κουρασμένη από τους τραυματισμούς Μακάμπι. Από τη στιγμή όμως που άλλη μια σεζόν χάθηκε (ανεξαρτήτως από το αν θα τελειώσει ή όχι) και στον ορίζοντα διαφαίνεται εποχή λιτότητας, η παρουσία του Καλάθη στο ρόστερ είναι μια πολυτέλεια που οι πράσινοι δεν έχουν λόγο να διατηρούν: ο Νικ μπορεί να είναι βιονικός, αλλά ήταν 26 ετών πριν πέντε χρόνια.

Μένοντας μακριά από προϋπολογισμούς που θα τον κρατήσουν έστω σε οπτική επαφή με τους πλούσιους ανταγωνιστές, ο Παναθηναϊκός μοιάζει προτιμότερο να μπει σε μια εποχή ελεγχόμενου rebuilding γύρω από αδιαπραγμάτευτους άξονες: 
1)    Την εύρεση και στήριξη του προπονητή που θα τρέξει το πρότζεκτ 
2)    Την αξιοποίηση και εξέλιξη των τριών Ελλήνων παικτών που έχουν φανερά δυνατότητες να κάνουν πρωταθλητισμό (Παπαπέτρου, Μήτογλου, Παπαγιάννης), την επανεκκίνηση του Παππά και την σταδιακή αξιοποίηση του Καλαϊτζάκη 
3)    Την χρησιμοποίηση του «Green Lab» με σκοπό να βρεθούν οι ξένοι παίκτες που έχουν τις δυνατότητες να εξελιχθούν σε παίκτες – πρωταγωνιστές σε 2 χρόνια από τώρα. 

Το εναλλακτικό σενάριο

Η παραμονή του Καλάθη στον Παναθηναϊκό με μειωμένες φιλοδοξίες για τον ένα ακόμη χρόνο που απομένει στο υπάρχον συμβόλαιό του δεν έχει κανένα νόημα, ακόμη και αν το αυτό μειωθεί κατά…60%. Το μοναδικό σενάριο που έχει λογική στην παρούσα φάση και με δεδομένη την μείωση του μπάτζετ είναι να δεσμευτεί ο παίκτης σε ένα νέο, μακροχρόνιο συμβόλαιο που θα τον δένει με τον Παναθηναϊκό για τα επόμενα 3-4 χρόνια. Κοντολογίς, μια συμφωνία που θα έκανε τον Νικ παίκτη – σημαία της ομάδας, εγγυητή της συνέχειας και της ανταγωνιστικότητας του συλλόγου, ό,τι δηλαδή υπήρξε ο Δημήτρης Διαμαντίδης στα τελευταία χρόνια της καριέρας του.