Μάλλον θεωρείτε ότι ο Λούσιο έπαιζε ποδόσφαιρο πριν από αρκετά χρόνια. Όταν «σάρωνε» τους τίτλους με τις ομάδες του.

Παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία το 2002, σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο, τον περασμένο Ιανουάριο, μόλις τέσσερις μήνες προτού μπει στο 42ο έτος της ηλικίας του! Το κοντέρ έγραψε 671 παιχνίδια (49 γκολ) παίζοντας σε 4 διαφορετικές χώρες (Βραζιλία, Γερμανία, Ιταλία, Ινδία).
Ήταν ο τύπος ποδοσφαιριστή που ονομάζουμε «ηγετική φυσιογνωμία». Ξεκίνησε τη σπουδαία καριέρα του στην Ευρώπη από τη Μπάγερ Λεβερκούζεν και το 2002, έφτασε πολύ κοντά στη κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά έχασε από τη Ρεάλ Μαδρίτης 2-1, με τον Λούσιο να πετυχαίνει το γκολ της ομάδας του.

Επόμενη μεγάλη πρόκληση στην καριέρα του, η Μπάγερν. «Ο Λούσιο θα είναι βασικός παίκτης στη νέα μας ομάδα», είχε πει με την απόκτηση του, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των Βαυαρών, Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε. Ο Λούσιο δεν ήταν επίσης φειδωλός στα λεγόμενα του. «Θέλω όσο το δυνατόν περισσότερους τίτλους. Πάντα στόχευα να παίξω σε ένα μεγάλο κλαμπ και η Μπάγερν είναι ένα μεγάλο κλαμπ».

Και κράτησε την υπόσχεση του. Στο Μόναχο αρχίζει τη συλλογή τροπαίων. Μέσα σε μία πενταετία κατέκτησε 3 νταμπλ. Παρά την σπουδαία συνεισφορά του σε αυτές τις επιτυχίες, ο Λουίς Φαν Χάαλ δεν είχε γι΄αυτόν μία θέση στο ρόστερ, το καλοκαίρι του 2009. Λες και ήξερε τη σωστή στιγμή, μετακόμισε στο Μιλάνο και την Ίντερ.

Στην πρώτη του σεζόν στους «νερατζούρι» κατέκτησε το μαγικό τρεμπλ και μάλιστα πως τα έφερε έτσι η μοίρα, που στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, αντιμετώπισε τη Μπάγερν και «πλήγωσε» την πρώην του ομάδα. 
Κάποτε ο Φέλιξ Μάγκατ είχε πει γι΄αυτόν: «Ο Λούσιο είναι ένας παίκτης που δεν θέλει να χάσει και δεν μπορεί να χάσει. Έχει μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να προχωράει μπροστά, μια έντονη παρόρμηση να κερδίζει παιχνίδια. Δεν ξέρω άλλον παίκτη σαν κι αυτόν!».

Αν και είναι κυρίως έγινε γνωστός για την αμυντική του ικανότητα και τη συνέπεια του, ο ρυθμός του, η αντοχή και η ικανότητα στη ντρίμπλα, του επέτρεπαν συχνά να προωθείται. Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του. Έτρεχε μεγάλο μέρος του γηπέδου με τη μπάλα στα πόδια, απειλούσε την αντίπαλη περιοχή και γι΄αυτό του βγήκε το προσωνύμιο «O Cavalo» (Το Άλογο). Μετά την Ίντερ ακολούθησε η Γιουβέντους, αλλά στο Τορίνο έμεινε μόλις 6 μήνες και ουσιαστικά εκεί τελειώνει η σημαντική του καριέρα.

Επέστρεψε στην πατρίδα του, πήγε και στην Ινδία και τον Ιανουάριο του 2020, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του Βραζιλιάνου αμυντικού ανιχνεύονται εύκολα, αφού διαβάσετε τα παρακάτω λεγόμενα του: «Στρέψτε το πρόσωπό σας προς τον ήλιο, και οι σκιές θα είναι πίσω σας, αλλά θυμηθείτε τα καλά πράγματα του παρελθόντος σας».

Σημαντική στιγμή της καριέρα του, όταν το 2016 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο πήρε την Ολυμπιακή φλόγα στο «Εθνικό Στάδιο Μανέ Γκαρίντσα». Όσο για το πώς μπόρεσε να βρίσκει κίνητρο και να παίζει ποδόσφαιρο μέχρι τα 42 του χρόνια; «Αυτό που με παρακινεί και συνεχίζω να παίζω, είναι η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο, η χαρά να μπορώ να προπονούμαι, το κίνητρο να ξυπνάω κάθε μέρα με καλή υγεία. Προφανώς, έχω παίξει σε μεγάλα κλαμπ και κέρδισα μεγάλους τίτλους, αλλά, για μένα, η κάθε ημέρα είναι σημαντική. Η στιγμή είναι σημαντική. Και θέλω να μεταδίδω την εμπειρία μου στους νέους παίκτες».