29 Μαΐου 1985: Δύο από τις καλύτερες ομάδες της εποχής, από τη μια η Λίβερπουλ του Κένι Νταλγκλίς και του Ίαν Ρας, από την άλλη η Γιουβέντους του Γκαετάνο Σιρέα και του Μισέλ Πλατινί διεκδικούσαν στον τελικό το στέμμα της πρωταθλήτριας Ευρώπης.
Σε ό,τι μπορούσε να χαρακτηριστεί «κλασική αναμέτρηση», αλλά χαρακτηρίστηκε η χειρότερη τραγωδία των διοργανώσεων της ΟΥΕΦΑ.
Τριάντα εννέα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, περισσότεροι από εξακόσιοι τραυματίστηκαν, ενώ είναι χιλιάδες εκείνοι που δεν ξεπέρασαν ποτέ την ψυχολογική επιβάρυνση που τους προξένησε ο εφιάλτης στο στάδιο «Χέιζελ» των Βρυξελλών.
Ένα στάδιο ακατάλληλο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας αναμέτρησης σαν κι αυτή, ένα στάδιο που επιβεβαίωσε με τον πιο αποκρουστικό τρόπο εκείνους που είχαν εκδηλώσει τις ανησυχίες τους για τη συγκεκριμένη επιλογή από τους διοργανωτές…
Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε φιλοξενήσει τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων ανάμεσα στη Βαλένθια και την Άρσεναλ. Η εγκατάσταση είχε χαρακτηριστεί από τους Άγγλους «χωματερή», ωστόσο η ΟΥΕΦΑ το επέλεξε ξανά χωρίς να έχει υποστεί την παραμικρή επέμβαση.
Η λανθασμένη κατανομή των εισιτηρίων, το αναποτελεσματικό σχέδιο αστυνόμευσης του χώρου και των οπαδών, η αφελής αμέλεια στην οργάνωση από την πλευρά των αξιωματούχων της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και των βελγικών αρχών, θαρρείς συνωμότησαν στο εσωτερικό αυτού του φρικτού σκηνικού, για να προκύψει η πιο σκληρή στιγμή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Η επιδρομή Άγγλων χούλιγκαν – οι οποίοι δεν είχαν ξεχάσει τις επιθέσεις που δέχθηκαν την προηγούμενη σεζόν στον τελικό της Ρώμης – σε παρακείμενη της δικής τους κερκίδα, όπου λανθασμένα είχαν τοποθετηθεί Ιταλοί εκδρομείς, κυρίως οικογένειες που είχαν αγοράσει εισιτήρια από γραφεία τουρισμού, οδήγησε σε ένα θρίλερ θανάτου.
Εκατοντάδες ποδοπατήθηκαν, τραυματίστηκαν, πνίγηκαν από ασφυξία στριμωγμένοι ανάμεσα σε έναν τοίχο και την παράνοια που κυριεύει κάποια δηλητηριασμένα με το οξύ του άρρωστου οπαδισμού μυαλά.
Τριάντα εννέα ψυχές χάθηκαν… πήγαν στο γήπεδο και δεν επέστρεψαν σπίτι…!
Όσοι το βίωσαν κι επέζησαν κάνουν λόγο για υπερβολική τύχη που προέκυψε από την κατάρρευση του τοίχου, καθώς πολλοί κατάφεραν να διαφύγουν. Ο αριθμός των νεκρών θα ήταν πολύ μεγαλύτερος…!
Δραπέτευσαν από την κόλαση, όχι όμως και από τις σκληρές μνήμες που τους μαστιγώνουν ακόμη και σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά. Προσπαθούν να ξεχάσουν, αλλά είναι αδύνατον όταν φτάνεις τόσο κοντά στο θάνατο.
Κάποιοι τον προσπέρασαν, κάποιοι είδαν τους διπλανούς τους, τον πατέρα τους, το γιο τους, το φίλο τους να μην τον προσπερνούν. Μέσα σε ένα βλεφάρισμα τον έχασαν από μπροστά τους…
«Κρυβόταν» κάτω από ανθρώπινες σορούς, που περνούσαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο από τις αγωνιώδεις ανάσες του τρόμου, στην τελευταία τους πνοή…
Το σενάριο της βραδιάς είχε κι άλλες απάνθρωπες σελίδες. Οι αξιωματούχοι υπό το φόβο να γενικευθούν τα επεισόδια ζήτησαν από τους ποδοσφαιριστές να αγωνιστούν κανονικά.
Με τα τσιμέντα και τα καθίσματα καυτά από το αίμα και την ανάσα των νεκρών, λίγα μέτρα πιο μακριά οι παίκτες «έπαιζαν» ποδόσφαιρο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι και από τις δύο πλευρές που ζήτησαν να μη διεξαχθεί το ματς.
Δυστυχώς δεν επρόκειτο για ταινία που μπορούσες να πατήσεις το STOP και να γλυτώσεις. Ήταν μια πραγματικότητα…
Κάποιοι προσπαθούν να την ξεχάσουν για να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς τις βροντές της φρίκης…
Κάποιοι αναγκάζονται να τη θυμούνται τιμώντας τη μνήμη εκείνων που έχασαν. Σφίγγουν με οδύνη τα χείλη τους, γεμίζουν με δάκρυα τα μάτια τους και ταξιδεύουν πίσω σε εκείνη την 29η Μαΐου για να βρουν την τελευταία φορά που είδαν εκείνα τα τριάντα εννέα πρόσωπα…