Μάικ Μπατίστ, εκ βαθέων! Τα παιδιά χρόνια, η πρώτη επαφή με Ομπράντοβιτς, οι απογοητεύσεις και ο τίτλος στην Αθήνα το 2007.

Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης ο θρύλος του Παναθηναϊκού μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, το κολλέγιο, τις πρώτες εμπειρίες στην Ευρώπη, την πρώτη επαφή με τον Ομπράντοβιτς, τις απογοητεύσεις του 2005 και 2006 και τον θρίαμβο του 2007. 

Το σχετικό podcast μπορείτε να βρείτε εδώ: 

Αναλυτικά η συνέντευξη: 

Για τα παιδιά του χρόνια:
«Μεγαλώνοντας στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια, μεγάλωνες γρήγορα. Νομίζω ότι πήρα μαθήματα από τη μεγάλη μου αδερφή η οποία ήταν παγιδευμένη σε έναν κόσμο βίας, πουλώντας ναρκωτικά, φέρνοντας σπίτι όπλα… Όλα τα αδέρφια ξέραμε τι έκανε, αλλά όσο γύριζε στο σπίτι ασφαλής και μας αγαπούσε, δεν μας ένοιαζε. Αλλά όταν συνελήφθη και πήγε στη φυλακή και όταν την επισκεπτόμασταν εκεί και προσπαθούσα να την αγκαλιάσω μέσα από μια γυάλινη πόρτα, όλο αυτό ήταν επιζήμιο για μένα. Όλος αυτός ο κύκλος της βίας δεν με είχε επηρεάσει μέχρι να χτυπήσει ένα μέλος της οικογένειας μου. 

Τότε σκέφτηκα πως αυτός δεν είναι ο δρόμος που θέλω να πάρω. Στον δεύτερο μου χρόνο στο λύκειο ο προπονητής μου στην ομάδα με κάθισε κάτω και μου έδειξε ένα σωρό γράμματα από κολέγια. Μου είπε: “Μάικ, ξέρω τι κάνεις έξω από εδώ, αλλά έχεις την ευκαιρία να αλλάξεις τη ζωή σου και αυτή της οικογένειας σου”. Τότε σκεφτόμουν πως δεν ήμουν αρκετά καλός για να γίνω σαν αυτούς που έβλεπα στην τηλεόραση, όμως το κολέγιο μου έδωσε προοπτική, ειδικά όταν έφυγα από το Long Beach και πήγα στο Arizona State. Από τότε, δεν κοίταξα ποτέ ξανά πίσω. Ήξερα ότι τότε ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Αν δεν την έπιανα από τα κέρατα, δεν ξέρω αν θα υπήρχε ο Μάικ Μπατίστ που ο κόσμος γνώρισε τελικά». 

Για την πρώτη του καριέρα στην Ευρώπη: 
«Γενικά είχα επαφή με το μπάσκετ εκτός Η.Π.Α., γιατί ήξερα κόσμο ο οποίος είχε παίξει στην Ιαπωνία και στην Κορέα και τα είχε καταφέρει. Φυσικα ο πρώτος στόχος ήταν το ΝΒΑ, όμως είχα στο μυαλό μου πως υπάρει μια εναλλακτική αν αυτό δεν πήγαινε καλά. Έτσι, όταν αποφάσισα να φυγω από το Μέμφις και να πάω στον Παναθηναϊκό, ήξερα πως θα ήταν κάτι καινούριο. 

Την πρώτη φορά που πήγα στην Ευρώπη, στο Βέλγιο (σ.σ Σαρλερουά), δεν ήξερα καν που ήταν η χώρα στον χάρτη. Εκείνη την εποχή υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, έβλεπα την μητέρα μου να μην παραπονιέται, όμως δυσκολευόταν να πληρώσει τους λογαριασμούς. Ήθελα να βοηθήσω, να πάρω αυτό το βάρος από πάνω της. Έτσι όταν είχα εκείνη την προσφορά από το Βέλγιο, ήξερα πως έπρεπε να πάω εκεί. Ήταν λεφτά που που δεν είχα ξαναδεί, 150.000 δολάρια το χρόνο! Ερχόμουν από το μηδέν και αυτά τα χρήματα ήταν πάρα πολλά για μένα, για το τι μπορούσα να κάνω με αυτά για την μητέρα μου, όπως και συνέβη. 

Όταν πήγα στην Μπιέλα, η ομάδα μόλις είχε ανεβεί από την δεύτερη κατηγορία. Αλλά εκείνη την εποχή η ιταλική λίγκα ήταν πολύ δυνατή: είχε Τζινόμπιλι, Γιάριτς, Ντελφίνο, Γκριφιθ, Άντερσον, Ποτσέκο, Έντνι, σκληρός ανταγωνισμός. Πέρασα ωραία σε αυτή τη μικρή πόλη που θύμιζε κολέγιο, νομίζω πως έμαθα πολλά, πως να είμαι επαγγελματίας. Χάρη σε εκείνη την χρονιά πήρα το εισιτήριο για να παίξω στο ΝΒΑ, στο Μέμφις, γιατί ένας τραυματισμός στο γόνατο ήταν ο λόγος που δεν είχα γίνει ντραφτ. 

Γενικά η νοοτροπία μου ήταν ότι ήθελα να γίνω ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς που έχουν παίξει ποτέ στην Ευρώπη. Όταν ήρθε ο Τρέισι Μάρεϊ στον Παναθηναϊκό, μπορεί να ήταν ένας παίκτης που παρακολουθούσα να παίζει στο ΝΒΑ όταν ήμουν παιδί, όμως ήθελα να του δείξω ποιος είναι ο καλύτερος Αμερικανός στην ομάδα». 

Για την εποχή της μεταγραφής του στον Παναθηναϊκό: 
«Νομίζω πως είχα παίξει αρκετά καλά στο Μέμφις, ο Τζέρι Γουεστ μου είχε πει ότι θα με κρατούσαν, αλλά όταν ήρθε η ώρα του Σαμερ Λιγκ ξεκίνησαν διάφορα παιχνίδια για τα οποία δεν ήμουν έτοιμος, γιατί είχα παίξει ήδη 2 χρόνια στην Ευρώπη και ήξερα πως υπήρχε εναλλακτική. Τότε ήρθε η πρόταση του Παναθηναϊκού: 500.000 δολάρια, αφορολόγητα χρήματα, πληρωμένο σπίτι και αυτοκίνητο και από την άλλη το μίνιμουμ συμβόλαιο στο ΝΒΑ: υπολογίζεις τα νούμερα και βλέπεις εύκολα τη διαφορά. Σκέφτηκα “είναι εξαιρετική προσφορά, πάω να κάνω το καλύτερο που μπορώ” και μετά κοιτάζω να επιστρέψω στο ΝΒΑ». 

Για το τι ήξερε για τον Παναθηναϊκό: 
«Δεν ήξερα πολλά για τον Παναθηναϊκό, αλλά ήξερα πως ήταν καλή ομάδα. Όταν ήμουν στην Μπιέλα είχα ένα συμπαίκτη, τον Μαλίκ Ντίξον με τον οποίο κάναμε παρέα και βλέπαμε μαζί τηλεόραση. Μια μέρα έρχεται στο δωμάτιο μου και μου λέει να δούμε Ευρωλίγκα, και του απαντώ “τι είναι αυτό;”. Είδαμε Ολυμπιακός – Μακάμπι, με Αλφόνσο Φορντ και Άντονι Πάρκερ. Αυτή ήταν η εισαγωγή μου στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και τότε σκέφτηκα “πρέπει να πάω σε αυτό το επίπεδο”. 

Δύο μήνες αργότερα είδα τον τελικό Κίντερ – Παναθηναϊκού το 2002, η Κίντερ έπαιζε καλά και είχε διαφορά, αλλά ο Παναθηναϊκός επέστρεψε από διαφορά 20 πόντων. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Παναθηναϊκό. Τότε είχα πάρει τον μάνατζερ μου και του είχα πει: «αν δεν παίξω στο ΝΒΑ, θέλω να παίξω στην Ευρωλίγκα». Είχα πάρει μια γεύση με την Σαρλερουά, αλλά ήταν μόνο 10 παιχνίδια». 

Για την πρώτη εμπειρία με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς: 
«Στην πρώτη μου προπόνηση στον Παναθηναϊκό, ο Δημήτρης Ιτούδης έχει το γενικό πρόσταγμα. Δεν έχω γνωριστεί ως τότε με κανέναν και νομίζω ότι ο Ιτούδης είναι ο Ομπράντοβιτς! Και ο άλλος κόουτς, που είναι όντως ο Ομπράντοβιτς, απλά παρακολουθεί, εγώ όμως υποθέτω ότι όποιος διευθύνει την προπόνηση είναι και ο πρώτος προπονητής! Θυμάμαι πως ένας παίκτης έκανε ένα λάθος σε μια άσκηση και ξαφνικά εκείνος ο προπονητής ξεκίνησε να μιλάει μια πολύ απαιτητική φωνή, που ο Δημήτρης (Ιτούδης) δεν είχε. Τότε πήγα στον Κένιον Τζόουνς και τον ρώτησα: «ποιος είναι αυτός»; Και μου λέει «αυτός είναι ο Ομπράντοβιτς»! 

Δεν περίμενα πως θα έβρισκα κάποιον τόσο απαιτητικό από την πρώτη ημέρα, φανταζόμουν  ότι θα είχα σιγά – σιγά τον χρόνο να προσαρμοστώ και να βρω τον ρόλο μου, αλλά ο Ομπράντοβιτς είχε διαφορετικά σχέδια. Δεν ήξερα την ιστορία και την παράδοση του Παναθηναϊκού, την πίεση, την θέληση να κερδίζει η ομάδα τίτλους. Εγώ είχα την νοοτροπία του «ήρθα από το ΝΒΑ και δώστε μου ελευθερία», και αυτό εξαφανίστηκε γρήγορα! Ήταν δύσκολα, απαιτητικά, καθώς ο Ζέλικο απαιτεί επαγγελματισμό. Εγώ ήμουν 24 ετών, όμως δεν είχα τέτοια παραδείγματα ως τότε στην καριέρα μου. Ήταν δύσκολα, όμως ήμουν αποφασισμένος να μην τα παρατήσω, όμως το είδα σαν προσωπική πρόκληση». 

Τον πρώτο 1.5-2 χρόνια στην ομάδα το μόνο πρόσωπο του Ομπράντοβιτς που είχα δει ήταν το υπέρ-απαιτητικό, αυτό που απαιτεί τελειότητα και επαγγελματισμό, που ζητά 110% προσπάθεια από εσένα. Τον έβλεπες και έλεγες «δεν γλιτώνεις από αυτόν»! 

Για το πρώτο του ελληνικό ντέρμπι με τον Ολυμπιακό: 
«Ο Γιώργος Καλαϊτζής μου έλεγε διάφορες ιστορίες και νόμιζα ότι μου έλεγαν επίτηδες πράγματα για να με φοβίσουν! Τους έλεγα ότι «εγώ είμαι από το Λονγκ Μπιτς και τα έχω δει όλα», αλλά όταν βγήκα να κάνω προθέρμανση σκέφτηκα «οκ, εδώ είναι σαν πεδίο μάχης!». Ήταν παιχνίδι κυπέλλου στο Σ.Ε.Φ, με φιλάθλους και των δύο ομάδων. Ξαφνικά ένας από τους δικούς οπαδούς σκίζει ένα πανό του Ολυμπιακού και ξαφνικά γίνεται κόλαση, αστυνομία στη μέση, χαμός. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τον Ομπράντοβιτς που μας κάνει νεύμα να ξαναπάμε μέσα. Όταν πήγα μέσα, βλέπω τον Καλαϊτζή να με κοιτάει με ύφος «εγώ στα είχα πει». Θυμάμαι να σκέφτομαι «αυτό δεν είναι μπάσκετ, πως θα παίξω, πως θα θυμηθώ την τακτική, τον αντίπαλο μου με όλα αυτά να με αποσπούν;». Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό για μένα. Ο Ομπράντοβιτς μας έλεγε πάντα: «ασχοληθείτε με αυτά που μπορείτε να ελέγξετε και μην ασχολείστε με το τι συμβαίνει στην κερκίδα». 

Τα δύο γήπεδα που ήταν πολύ δύσκολο να παίξει κανείς ήταν η Χάλα Πιονίρ και το Σ.Ε.Φ. Όταν όμως το συνηθίσεις, είναι φανταστικό να παίζεις αυτά τα παιχνίδια. Ήμουν πάντα ενθουσιασμένος όταν παίζαμε με τον Ολυμπιακό. Αν κάποιος μπορεί να μείνει στην Αθήνα για μία εβδομάδα πριν από αυτά τα παιχνίδια, θα καταλάβει ότι η ενέργεια της Αθήνας και του Πειραιά είναι διαφορετική. Όταν αυτές οι δύο ομάδες βρίσκονται αντιμέτωπες, είναι η ευρωπαϊκή ελίτ στα καλύτερα της. Πολλές πόλεις δεν το έχουν αυτό, αλλά σε εμάς υπήρχε, γιατί ο Ολυμπιακός ήταν μια ομάδα με ιστορία και παράδοση και γνωρίζαμε ότι ήταν αυτοί που ήθελαν να μας «πιάσουν» και νομίζω ότι κάναμε καλή δουλειά σε αυτό!». 

Για τα πρώτο F4 που έπαιξε στη Μόσχα: 
«Ξέρεις, στο σχολείο σου έλεγαν ότι εκεί είναι… οι εχθροί! Τώρα φυσικά η αντίληψη μου έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, αλλά τότε ήμουν επιφυλακτικός. Τότε ήμουν πολύ χαρούμενος που ήμουν εκεί, όχι και τόσο συγκεντρωμένος στον στόχο του τίτλου. Το παιχνίδι ήταν στο ΝΒΑ TV, θα με έβλεπε η οικογένεια μου, υπήρχε προβολή. Όμως όταν ήρθε η ώρα του παιχνιδιού με την Μακάμπι αισθάνθηκα ότι απογοήτευσα την ομάδα μου. Είχα παίξει αρκετά καλά ως το F4, όμως σε εκείνο το ματς με έπαιξαν double team και triple team και δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος για να κάνω τις σωστές επιλογές. Δεν ξέρω αν θα κερδίζαμε αν ήμουν πιο συγκεντρωμένος, γιατί η Μακάμπι ήταν φοβερή ομάδα, αλλά προσωπικά ήμουν απογοητευμένος με τον εαυτό μου, είχα βάλει μόνο 2 πόντους με 1/5 σουτ». 

Για το 2006 και τον αποκλεισμό από την Μπασκόνια και την πίεση που έφερε: 
«Μετά τον αποκλεισμό από την Μακάμπι το 2005, εγώ, ο Διαμαντίδης, ο Τσαρτσαρής και άλλος ένας που δεν θυμάμαι μείναμε στο γήπεδο μετά τον μικρό τελικό για να δούμε τον τελικό Μακάμπι – Τάου. Ήθελα να δω το επίπεδο του F4, να πάρω το μάθημα μου. Όταν αποκλειστήκαμε την επόμενη χρονιά, ήταν οδυνηρό χτύπημα. Είχα δουλέψει σκληρά και θεωρούσα πως παίζαμε το καλύτερο μας μπάσκετ την κατάλληλη στιγμή. Κερδίσαμε το πρώτο παιχνίδι, χάσαμε το δεύτερο στην Βιτόρια και θα παίζαμε την πρόκριση μπροστά στους φιλάθλους μας.

Θυμάμαι πως όταν κάναμε προθέρμανση υπήρχε ένας λαϊκός τραγουδιστής  που τραγούδαγε στο κέντρο, λες και είχαμε ήδη κερδίσει και προκριθεί! Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πίσω μου ήταν ο Αλβέρτης, ο οποίος είχε γυρίσει και μου είχε πει: «αυτό δεν είναι καλό, μαλ…α. Κάνουμε πάρτι χωρίς να έχουμε κερδίσει». Όταν τελείωσε το παιχνίδι, κατάλαβα τι εννοούσε ο Φράνκι. Ήταν μεγάλο πλήγμα. Θυμάμαι πως ήμουν πολύ θυμωμένος με τον αποκλεισμό και δεν είχα δει καν τους αγώνες. Με είχε πάρει τηλέφωνο ο Γιάκα Λάκοβιτς και όταν μου είπε πως η ΤΣΣΚΑ κέρδισε τον τίτλο, πέταξα το τηλέφωνο μου στον τοίχο, γιατί τους είχαμε κερδίσει δύο φορές εκείνη τη σεζόν. Δεν λέω ότι ήμασταν καλύτεροι, αλλά ήμασταν στο ίδιο επίπεδο, οπότε είχαμε την ευκαιρία. Εκείνη την εποχή η Μακάμπι δεν είχε τον Σάρας, και ήθελα να είμαστε εμείς αυτοί που θα τους εκθρονίζαμε.

Στο τέλος εκείνης της σεζόν κάναμε sweep απέναντι στον Ολυμπιακό στο πρωτάθλημα και μαθαίνουμε ότι το F4 θα γίνει στην Αθήνα, οπότε έχω αφηνιάσει. Όμως πριν ξεκινήσει η σεζόν έχουμε δύο πισωγυρίσματα: ο Γιάκα πάει στην Μπαρσελόνα και ο καλύτερος μου φίλος και συγκάτοικος μου ως τότε, ο Βασίλης Σπανούλης, φεύγει για το Χιούστον! Ήταν οι δύο πρώτοι μας σκόρερ, οπότε σκεφτόμουν «πως θα τα καταφέρουμε όταν χάσαμε τους δύο πρώτους μας σκόρερ, τους δύο καλύτερους μας παίκτες»;

Όμως το κίνητρο μου ήταν στο… Θεό! Θυμάμαι πως εκείνο το καλοκαίρι η εθνική Ελλάδας νίκησε τις Η.Π.Α και έχασε στον τελικό από την Ισπανία, κερδίζοντας το αργυρό μετάλλιο. Θυμάμαι πως από την πρώτη ημέρα της προετοιμασίας, στη Ρόδο, ήμασταν έτοιμοι, συγχρονισμένοι, σαν να το κάναμε χρόνια. Θυμάμαι πως σκέφτηκα «κανείς δεν μπορείς να μας σταματήσει». Παίξαμε σε υψηλό επίπεδο από την αρχή της σεζόν ως το τελος, κάτι που σπάνια συμβαίνει. Ήμασταν αποφασισμένοι, συγκεντρωμένοι, είχαμε στόχο. Κατά τη διάρκεια της σεζόν θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε πως θα ήμασταν η μία από τις τέσσερις ομάδες του F4». 

Για το τι του δίδαξαν οι αποτυχίες στο F4 της Αθήνας: 
«Οι αποτυχίες ήταν στο μυαλό μου. Στον ημιτελικό του 2007, ο αντίπαλος μας ήταν η ομάδα που μας είχε αποκλείσει ένα χρόνο νωρίτερα: προφανώς ήταν θέμα εξιλέωσης. Δεν ήταν θέμα εκδίκησης για μας, γιατί το θέμα δεν ήταν η Τάου, αλλά ο τελικός στόχος. Αυτό το παραδέχομαι στον Ομπράντοβιτς, έχει τον τρόπο να σε πείθει πως το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν. Δεν ήταν προσωπικό για μένα, δεν ήταν εκδίκηση. Απέναντι μου ήταν οι Σκόλα και Σπλίτερ, πολύ καλοί παίκτες και έπρεπε να μείνω συγκεντρωμένος στο πλάνο. Για αυτό ο Ομπράντοβιτς είναι ένας από τους καλύτερους αν όχι ο καλύτερος, γιατί δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να σε έχει τόσο συγκεντρωμένο.

Νικήσαμε την Τάου και πλέον είχαμε απέναντι μας τους πρωταθλητές Ευρώπης, την ΤΣΣΚΑ. Όταν καταφέραμε να υπερισχύσουμε, εκείνος ο πρώτος μου ευρωπαϊκός τίτλος ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή. Και κατά δεύτερον, ο προπονητής δικαιώθηκε και μας έπεισε για όλα όσα έλεγε, για όλες τις φωνές και τις απαιτήσεις. Από εκεί και πέρα, ότι δίδασκε ήταν πιστευτό. Γιατί με αυτές τις αρχές και την φιλοσοφία είχαμε ήδη κερδίσει. Έτσι από εκεί και πέρα, αν παίζαμε με την Μακάμπι και έπρεπε να αλλάξουμε την άμυνα μας εξαιτίας ενός παίκτη, και οι 15 παίκτες ήταν πεπεισμένοι πως αυτή ήταν η σωστή ιδέα. Είχαμε ήδη την συνταγή της επιτυχίας, είχε φυτευτεί στο χώμα της ομάδας».