Πριν καν συμπληρωθούν δύο μήνες από την ημέρα που ο μεγαλομέτοχος του Παναθηναϊκού, Δ. Γιαννακόπουλος ανακοίνωσε την απόφαση αποχώρησής του, ξεκινώντας παράλληλα την διαδικασία πώλησης της ΚΑΕ, το βέβαιο είναι το εξής:
Οι “πράσινοι” δεν έχουν πλέον την την δυνατότητα να κινηθούν στο μεταγραφικό παζάρι με την σιγουριά και την ευελιξία που τους έδινε το “πορτοφόλι” της οικογένειας Γιαννακόπουλου, αλλά έχουν ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό τον ρεαλισμό που στερούνταν τα προηγούμενα χρόνια.
Ας συμφωνήσουμε, για την οικονομία της συζήτησης, πως ο Δ. Γιαννακόπουλος είναι ικανός “τζογαδόρος”:
Έπεισε τον Πιτίνο να επιστρέψει τον περασμένο χειμώνα, παρότι εκείνος του είχε πει δύο φορές “όχι” το διάστημα που είχε προηγηθεί, ρύθμισε σε ένα βράδυ το πρόβλημα που είχε προκύψει προ ετών με τον Καλάθη, ο οποίος ετοιμαζόταν να κάνει προσφυγή και να μείνει ελεύθερος, αργότερα έπεισε εν μία νυκτί τον Μάικ Τζέιμς να επιστρέψει στην ομάδα μόλις αποδεσμεύτηκε από το ΝΒΑ κι άλλα πολλά.
Στη σύγχρονη Ευρωλίγκα ωστόσο δεν κερδίζει αυτός που είναι ικανότατος σε καταστάσεις της “μίας ζαριάς”, αλλά εκείνος που έχει την μεθοδικότητα, την υπομονή και την αυτοκυριαρχία να καταστρώσει ένα λειτουργικό πλάνο και το κυριότερο, να το υποστηρίξει με συνέπεια όταν νομοτελειακά η ομάδα του θα βρεθεί υπό πίεση.
Όποιος πει πως ο μεγαλομέτοχος έδειξε κατά την 8ετία της ενασχόλησής του με την ΚΑΕ πως διαθέτει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί το λιγότερο υπερβολικός.
Δεν είναι μονάχα οι αμέτρητες αλλαγές προπονητών (με εξαίρεση την περίοδο που στο τιμόνι της ομάδας βρισκόταν ο Τσάβι Πασκουάλ) και οι μεγάλης έκτασης προσθαφαιρέσεις που συνέβαιναν στο ρόστερ σχεδόν κάθε καλοκαίρι, αλλά κυρίως η αίσθηση πως στον Παναθηναϊκό προτιμούσαν να πάρουν ένα μεγάλο ρίσκο, παρά να υποστηρίξουν όσα είχαν οι ίδιοι “χτίσει” μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Το αποκορύφωμα ήταν αναμφίβολα η περσινή συμφωνία με τον Τζίμερ Φριντέτ.
Δεν ήταν μονάχα το γεγονός πως στον Παναθηναϊκό αποφάσισαν να προσφέρουν ένα ηγεμονικό κλειστό διετές συμβόλαιο σε έναν παίκτη που έγινε μεν θρύλος στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ στο ξεκίνημα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά από εκεί και πέρα απέτυχε να δικαιολογήσει τη φήμη του όχι μόνο στο ΝΒΑ, αλλά σε οποιοδήποτε “κανονικό” πρωτάθλημα, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο πλαισιώθηκε ο Αμερικανός.
Όταν στον Παναθηναϊκό έχασαν τον Στρέλνιεκς από την ΤΣΣΚΑ και βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στην περίπτωση του Φριντέτ (του οποίου, όπως παραδέχτηκε κι ο ίδιος, χτυπούσαν σχεδόν κάθε χρόνο την πόρτα), είχαν ήδη συμφωνήσει με τον Ταιρίς Ράις.
Αντί λοιπόν να αποδεχτούν την σκληρή πραγματικότητα, που λέει πως στη σύγχρονη Ευρωλίγκα των “πτερόσαυρων” ουσιαστικά “απαγορεύεται” να συνυπάρχουν στο βασικό ροτέισιον της περιφέρειας δύο γκαρντ με τόσο μεγάλο έλλειμμα μεγέθους, αθλητικότητας και αμυντικού φίλτρου, έβαλαν και τους δύο μαζί δίπλα στον Καλάθη.
Σαν να μην έφτανε αυτό, την ώρα που έψαχναν να περιορίσουν το πρόβλημα με “μπαλώματα” της τελευταίας στιγμής που εμπεριείχαν κι εκείνα ρίσκο (ουδείς εκ των Τζόνσον και Μπράουν είχε ξαναπαίξει στην Ευρωλίγκα), δεν φρόντισαν καν να κατέβουν οι τόνοι.
Ο τρόπος που είχε παρουσιαστεί η συμφωνία με τον Φριντέτ είχε ήδη δημιουργήσει (όπως ήταν αναμενόμενο) υπερπροσδοκίες κι ήταν θέμα χρόνου άπαντες στον Παναθηναϊκό (και κυρίως ο προπονητής, που όπως κι αν είχαν έρθει τα πράγματα, έχει πάντα την ευθύνη) να βρεθούν παγιδευμένοι στον “ιστό” που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Όπως και συνέβη.
Έναν χρόνο αργότερα, μπορεί πλέον να μην υπάρχει Γιαννακόπουλος, Καλάθης, Πιτίνο, Μάικ Τζέιμς, Φριντέτ, κλπ, αλλά αν μη τι άλλο στο ΟΑΚΑ έχει επιστρέψει ο ρεαλισμός.
Αυτό δεν χρειάζεται να είναι κανείς βαθύς γνώστης της Ευρωλίγκας για να το αντιληφθεί.
Αρκούν το “λίγα λόγια και καλά” και το “πάμε μέχρι εκεί που φτάνει η τσέπη μας” από την πλευρά του προπονητή και των δύο “τοτέμ” (Αλβέρτη και Διαμαντίδη) που τον υποστηρίζουν μαζί με τον κ. Τριαντόπουλο.
Μια λογική την οποία επιδεικνύουν με συνέπεια σε κάθε τους κίνηση, από την πρώτη μέρα που ανέλαβαν το βαρύ αυτό φορτίο.