Ο Χρήστος Καούρης προχωρά σε μια πρώτη αποτίμηση του «πράσινου» ρόστερ, μακριά από ανακούφιση ή θριαμβολογίες.
Η αισιοδοξία ταιριάζει με την εποχή, είναι ούτως ή άλλως σύμφυτη με τα νέα ξεκινήματα. Και γιατί όχι δηλαδή; Ο Παναθηναϊκός του 2019-20 ολοκλήρωσε το χτίσιμο του ρόστερ σε ένα καλοκαίρι που κλήθηκε να κολυμπήσει σε αχαρτογράφητα νερά και με ελαφρύ πορτοφόλι. Φυσιολογικά στην πορεία άκουσε «όχι», έψαξε τις δεύτερες και τρίτες επιλογές, άλλαξε πλάνα. Υπήρξε προσαρμοστικός, όσο ακριβώς ελπίζει πως θα είναι και η ομάδα που θα παρατάξει φέτος.
Αισιοδοξία λοιπόν, αλλά και μπόλικος ρεαλισμός.
Για αρχή, ας ξεμπερδέψουμε με τα προφανή. Οι πράσινοι θα χρειαστούν χρόνο. Την ώρα που ο δείκτης ποιότητας έχει πέσει, η ομάδα θα χρειαστεί να μάθει να παίζει μετά από πέντε χρόνια χωρίς την ασφάλεια που της έδινε από το «1» η κλάση και η προσωπικότητα του Νικ Καλάθη: όχι ακριβώς η πιο εύκολη προσαρμογή. Επιπλέον, ουδείς από αυτούς που κινούσαν την ομάδα είναι ακόμη κάτοικος Ο.Α.Κ.Α. Ο Φρεντέτ επέστρεψε στην Κίνα για να βγάλει χαμογελαστά, άκοπα δολάρια, ο Ράις περιορίζεται στο twitter. Ο κεντρικός επιθετικός πόλος Τόμας μετανάστευσε στην Ιαπωνία. Ο μόνος πραγματικός θεμέλιος λίθος της περσινής ομάδας που μένει στη θέση του είναι ο Ιωάννης Παπαπέτρου.
Μήτογλου και Παπαγιάννης καλούνται να πάρουν θέση κεντρικά στο κάδρο, Κασελάκης και Μποχωρίδης να αποδείξουν ότι χωράνε στις γωνίες του. Από τους πρώτους προσδοκάται step up, από τους έτερους step in. Πιερ Τζάκσον, Νέμανια Νέντοβις, Μάρκους Φόστερ, Χάουαρντ Σαντ-Ρος θα αναλάβουν να γεμίσουν το «1» και το «2».
Το διαγώνισμα της χημείας στέκει απειλητικό μπροστά στον Γιώργο Βόβορα, όπως σε κάθε προπονητή. Στην επί χάρτου ανάλυση πάντως, ο – στην ουσία ρούκι – Έλληνας προπονητής έχει αποκτήσει κομμάτια που κουμπώνουν σε περισσότερα από ένα παζλ.
Ναι, Τζάκσον και Φόστερ δεν κουνιούνται από το «1» και το «2» αντίστοιχα, αλλά αυτοί είναι μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα. Ο Νέντοβιτς θα παίξει «2» στο χαρτί, αλλά θα στήσει pick n roll σαν καθαρόαιμος point guard. Ο Σαντ-Ρος θα πάρει τη μπάλα στα χέρια χωρίς να πολυσκοτίζεται για το ποιος από τους άλλους τρεις γκαρντ θα είναι δίπλα του, αφού όλοι μπορούν να σουτάρουν. Ο Παπαπέτρου θα είναι ο βασιλιάς του «3», αλλά μπορεί να ανέβει μια θέση αν ο Κουβανός έρθει δίπλα του για λίγα λεπτά. Ο Μήτογλου θα ακροπατά ανάμεσα στις δύο θέσεις των ψηλών, ικανός να λειτουργήσει σε παραπάνω από ένα αμυντικά πλάνα σε σχέση με τον πιο μονοκόμματο Παπαγιάννη. Ο Γουάιτ είναι τόσο καλός περιφερειακός αμυντικός που μπορεί να περάσει ευκαιριακά και το «3» σε switch all σχήματα που στόχο θα έχουν να κρύψουν το καλάθι. Ο Μπέντιλ, όπως και πέρσι, θα παίξει όπου του πει ο προπονητής και θα είναι χαρούμενος με αυτό.
Με δεδομένο ότι ο Παναθηναϊκός απέχει παρασάγγας από ρόστερ που διεκδίκησαν με αξιώσεις θέση στο F4, όπως αυτά της διετίας 2016-18, οι πράσινοι καλούνται να είναι σε θέση να προσαρμόζονται με τον εκάστοτε αντίπαλο που θα αντιμετωπίζουν και να είναι ικανοί να ανταπεξέρχονται στις εκάστοτε δυσκολίες του Euroleague μαραθωνίου. Αυτό φαίνεται πως είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του φετινού ρόστερ, με τις δυσκολίες που το έφτιαξε το επιτελείο. Επιπλέον, οι παράγοντες επιθυμία και νιάτα είναι διακριτός στο μεγαλύτερο τμήμα του, όπως αρμόζει σε αυτόν που ξεκινά από θέση αουτσάιντερ.
Τούτων ειπωθέντων, η φετινή μεταγραφική αναζήτηση του Παναθηναϊκού τον έφερε λίγο-πολύ σε σίγουρα μονοπάτια, αφού μόνο ο Φόστερ αποτελεί άγνωστη ποσότητα σε επίπεδο Ευρωλίγκας: από τους υπόλοιπους ξέρει κανείς σε τι μπορεί να προσδοκά. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως στο «τριφύλλι» δεν έψαξαν εναλλακτικές, όπως τον Γκρεγκ Γουίτινγκτον τον οποίον δεν κάθισαν να περιμένουν άλλο. Πιθανώς η –δικαιολογημένη – ανασφάλεια που συνοδεύει μια πειραματική χρονιά ώθησε διοίκηση και επιτελείο σε επιλογές μειωμένου ρίσκου όπως ο Νέντοβιτς και ο Γουάιτ, ειδικά από τη στιγμή που βρέθηκαν διαθέσιμη σε τιμή ευκαιρίας σε σχέση με τα προηγούμενα μεροκάματά τους.
Παρόλα αυτά, δεν γίνεται να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι ο Βόβορας αποπειράται μια μικρή επιστροφή στο παρελθόν με κάποιους από τους νεοφερμένους: θέλει να ξαναδεί τον Νέντοβιτς της τελευταίας χρονιάς του στη Μάλαγα, τον Τζάκσον της Μακάμπι, τον Γουάιτ της Ζάλγκιρις. Δεν είναι απαραίτητα άστοχο: ο Μέλι έφυγε από το Μιλάνο σαν ημί-αποτυχημένος και μέσω της Μπάμπεργκ κατέληξε στο ΝΒΑ, ο Μπουρούσης έκανε all-star χρονιά σαν απόβλητος από τη Ρεάλ και οδήγησε την Μπασκόνια στο φάιναλ φορ του Βερολίνου. Εντούτοις στο μέλλον μοιάζει φρονιμότερο – ακόμα και αν τα οικονομικά βελτιωθούν – να αναζητηθούν και να αποκτηθούν οι Πάνγκος, Γουόναμέικερ, Ντέιβις, Γκουντάιτις, Βιλδόσα, Ντεκ, Γουίτινγκτον, Πόιθρες, Γκιλ πριν γίνουν παίκτες Ευρωλίγκας.
Σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας που θα κρίνει τον βαθμό ανταγωνιστικότητας του φετινού Παναθηναϊκού θα είναι η μπασκετική δημιουργική λογιστική, αυτή που στο παρκέ θα βγάζει άθροισμα μεγαλύτερο από αυτό της θεωρητικής αξίας των πέντε που θα αγωνίζονται. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την αυταπάρνηση και την φλόγα μπορεί να πείσουν τον κόσμο πως το διακοσμημένο με έξι αστέρια τριφύλλι δεν υπεισέρχεται σε περίοδο μαρασμού.