Μπορεί ο Πελέ να ήταν ο κορυφαίος όλων, ακόμη όμως κι αυτός ο «Βασιλιάς» της μπάλας υποκλίθηκε στον μεγάλο Νοέλ Σίλβα Ζιζίνιο.

Μπορεί ο Πελέ να ήταν ο κορυφαίος όλων, ακόμη όμως κι αυτός ο «Βασιλιάς» της μπάλας υποκλίθηκε στον μεγάλο Νοέλ Σίλβα Ζιζίνιο.

Ο Πελέ αυτόν είχε πρότυπο όταν έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα. Έπαιζαν στην ίδια θέση, φορούσαν τον ίδιο αριθμό φανέλας. Είχαν και το ίδιο χρώμα κι ίσως εάν δεν ήταν ο Ζιζίνιο με τους αγώνες του κατά των φυλετικών διακρίσεων ο Πελέ να μην έβρισκε τόσες πολλές ανοιχτές πόρτες.
Ο Πελέ τον θαύμαζε κι ήθελε να του μοιάσει.

Μεγάλος βιρτουόζος που ξεσήκωσε με τις ενέργειές του το καινό. Τον φώναζαν «ο μάγος Ζίζα». Παίκτης με υψηλή τεχνική κατάρτιση και πανέξυπνος.
Από τους πρώτους που καταδίκασε τις φυλετικές διακρίσεις στο ποδόσφαιρο τις οποίες ως μαύρος τις έζησε κι αυτός. Χαρακτηριστική έμεινε η φράση του για τον Ζοάο Χαβελάντζε, τον Βραζιλιάνο και λευκό τέως πρόεδρο της ΦΙΦΑ: «Ας βάψει το πρόσωπό του μαύρο κι ας βγει μια μέρα στους δρόμους του Ρίο αν θέλει να καταλάβει ότι όλοι δεν είμαστε ίσοι!».

Γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1921, στο Σάο Γκονσάλο της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο. Γνωστός για την απίστευτη ποικιλία των επιθετικών δεξιοτήτων του, όπως η ντρίμπλα, οι μεταβιβάσεις, η εξαιρετική αντίληψη του παιχνιδιού και η ικανότητά του να σκοράρει και με τα δύο πόδια, καθώς και για την ακρίβειά του από στημένες φάσεις, ήταν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές στη δεκαετία του 1940 και ένας από τους μεγαλύτερους στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Μέγας βιρτουόζος, ένας πραγματικός καλλιτέχνης, που ξεσήκωνε με τις ενέργειές του το κοινό. Παίκτης με υψηλή τεχνική κατάρτιση, απαράμιλλη δεξιοτεχνία πανέξυπνος, ένας ζωγράφος στο χορτάρι.

Ο Πελέ τον είχε πρότυπό του όταν έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα και πάντα έλεγε ότι ο Ζιζίνιο ήταν ο καλύτερος παίκτης που είδε ποτέ.
Έχοντας ξεκινήσει στα τμήματα υποδομής της Μπάιρον του Νιτερόι, πήγε στα αντίστοιχα της Φλαμένγκο και το 1939, έκανε ντεμπούτο στη πρώτη ομάδα ως αλλαγή, 10 λεπτά πριν απ’ το τέλος ενός αγώνα εναντίον της αργεντίνικης Ιντεπεντιέντε, όταν αντικατέστησε τον εμβληματικό Λεονίντας, σκοράροντας 2 γκολ, πείθοντας τα στελέχη του συλλόγου να του προσφέρουν συμβόλαιο.
 Ήταν ο παίκτης αστέρι της Φλαμένγκο με την οποία κατέκτησε 3 πολιτειακά πρωταθλήματα Ρίο ντε Τζανέιρο, το 1942, το 1943 και το 1944. Άφησε τη Φλαμένγκο μετά από 329 παιχνίδια και 146 γκολ και θεωρείται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του συλλόγου, μέχρι την εμφάνιση του Ζίκο.
Η τελευταία του χρονιά, ήταν το 1950, πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, όταν και παραχωρήθηκε στη Μπανγκού, για το βάρος του σε χρυσάφι (!!!) αντίπαλο της Φλαμένγκο στο Ρίο, παρά την αντίθετη γνώμη του, έχοντας έλθει σε ρήξη με την νέα ηγεσία της, που την κατηγόρησε ότι ενεργεί για τα δικά της συμφέροντα και όχι αυτά του συλλόγου. Φημολογείται ότι ήταν και η αιτία που δεν συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Στη Μπανγκού αγωνίστηκε για μια εξαετία, από το 1951 έως το 1957. Άφησε τη Μπανγκού ως ο 5ος υψηλότερος σκόρερ, με 122 γκολ, ο μόνος που έχει σημειώσει 5 γκολ σε έναν αγώνα και ως ο Καλύτερος Παίκτης στην ιστορία του συλλόγου.

Το 1957 μεταγράφηκε στη Σάο Πάουλο, με την οποία, ύστερα από 24 γκολ σε 60 παιχνίδια, κατέκτησε κι ένα πολιτειακό πρωτάθλημα στο Σάο Πάουλο το 1957, κερδίζοντας την αγάπη των οπαδών της. Στα 40 του χρόνια, το 1961, δεν δίστασε να ξενιτευτεί, στη Χιλή για λογαριασμό της Αουντάξ Ιταλιάνο, για να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο! Αποσύρθηκε, ύστερα από μια χρονιά εκεί, το 1962.
Το πρώτο παιχνίδι του για την εθνική ομάδα, το έπαιξε στις 17 Ιανουαρίου του 1942, σε μια ήττα 1-2 από την Αργεντινή, για το πρωτάθλημα της Νότιας Αμερικής, τον πρόγονο του Κόπα Αμέρικα. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1946, οδήγησε την «σελεσάο» για πρώτη φορά ως αρχηγός της, σε μια νίκη 5-1 επί της Χιλής. Συνολικά, την υπηρέτησε 18 φορές ως αρχηγός της. Στην υψηλότερη διεθνή νίκη της Βραζιλίας, στο 10-1 επί τη Βολιβίας στις 10 Απριλίου του 1949, σημείωσε 2 γκολ. Ήταν Πρωταθλητής Νοτίου Αμερικής το 1949, όταν σκόραρε 5 γκολ στη διοργάνωση, στον μοναδικό του τίτλο με την εθνική ομάδα.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 βοήθησε τη Βραζιλία να φτάσει στον τελικό, αλλά έζησε τη τραυματική εμπειρία της απώλειας του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μέσα στο Ρίο, αυτό που παρέμεινε στη μνήμη ενός ολόκληρου λαού ως «Μαρακανάσο» (Maracanaço -έχει την έννοια της ‘’Τραγωδίας του Μαρακανά’’) κι αυτό τον σημάδεψε, όπως και όλους τους συμπαίκτες του, αμαυρώνοντας τη φήμη του.
Συμμετείχε και σε 6 διοργανώσεις του Πρωταθλήματος Νοτίου Αμερικής (Κόπα Αμέρικα – 1942, 1945, 1946, 1949, 1953, 1957), κατέχοντας το ρεκόρ σκοραρίσματος με 17 γκολ, μαζί με την Αργεντίνο Νορμπέρτο Μέντεζ.

Είναι επίσης ο κάτοχος του ρεκόρ συμμετοχών στη διοργάνωση, μαζί με τον Χιλιανό τερματοφύλακα, Σέρτζιο Λίβινγκστον, έχοντας παίξει 34 παιχνίδια στην κορυφαία διεθνή διοργάνωση της Λατινικής Αμερικής.
Το 1958, πλέον στα 36 του, είχε συμπεριληφθεί στην προκαταρκτική ομάδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά το προπονητικό επιτελείο επέλεξε στη συνέχεια, έναν αναδυόμενο 17χρονο με το όνομα Πελέ.
Έπαιξε συνολικά 54 φορές για τη βραζιλιάνικη εθνική ομάδα, με απολογισμό, 37 νίκες, 4 ισοπαλίες και 13 ήττες, σκοράροντας 30 γκολ. Μέχρι τις 13 Μαΐου του 1959, ήταν ο ρέκορντμαν συμμετοχών για τη Βραζιλία.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, έζησε στο Νιτερόι στη πολιτεία του Ρίο, όπου του δόθηκε μια θέση εργασίας στις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους, θέση που κράτησε μέχρι την συνταξιοδότησή του.

Ο Ζιζίνιο, πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 2002, σε ηλικία 80 ετών, στο Νιτερόι, από καρδιακή προσβολή.