Σαν σήμερα, στις 2 Νοεμβρίου του 1939 γεννήθηκε ο Ενρίκο Αλμπερτόζι, ένας από τους κορυφαίους αλλά και «στιγματισμένους» τερματοφύλακες που έβγαλε ποτέ το Ιταλικό ποδόσφαιρο.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του Ενρίκο Αλμπερτόζι ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Η υπέρμετρη φιλοδοξία του. Έτσι ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν ανώτερος κι αυτού του Ντίνο Τζοφ κατάφερε τελικά να μείνει στην ιστορία ως ο ήρωας των στημένων αγώνων που συντάραξε το ιταλικό ποδόσφαιρο το 1980.
Σταθερός, αποτελεσματικός και αποφασιστικός. Είχε έντονη παρουσία κάτω από τα δοκάρια του, θεαματικές εκτινάξεις και ευελιξία.
Ήταν ο τερματοφύλακας της Εθνικής Ιταλίας στο 4-3 επί της Γερμανίας, στον αξέχαστο εκείνο ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Μεξικού το 1970 στο «ματς του αιώνα» όπως το έχουν αποκαλέσει πολλοί.
Ο Αλμπερτόζι γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1939 στην πόλη Ποντρεμόλι της Τοσκάνης. Είναι πια 80 χρόνων αλλά πάντα στο μυαλό και στην καρδιά του θα υπάρχει μια σκιά…
Θεωρείται ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες που ανέδειξε το ιταλικό ποδόσφαιρο, φορώντας αρκετές φορές της φανέλα της «Σκουάντρα Ατζούρα» και συμπληρώνοντας 532 συμμετοχές στο Καμπιονάτο, στο οποίο έκανε μεγάλη καριέρα με τη Φιορεντίνα, την Κάλιαρι και τη Μίλαν.
Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και ο «Ρίκι», όπως είναι το παρατσούκλι του, διαπίστωσε πόσο αχάριστη είναι κάποιες φορές η μπάλα, αλλά και οι άνθρωποι που κινούνται γύρω της.
Ο ίδιος λέει: «Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στο ποδόσφαιρο. Ήμουν γκολκίπερ σε ομάδες πρώτης κατηγορίας μέχρι να γίνω 41 χρόνων. Ήλπιζα πως θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την εμπειρία μου και να προσληφθώ ως προπονητής των τερματοφυλάκων κάποιας ομάδας Α’ ή Β’ κατηγορίας. Κανείς, όμως, δεν μου έδωσε ποτέ αυτήν την ευκαιρία. Για το παρελθόν μου, την ειλικρίνεια μου, όλα…».
Ο «Ρίκι» δεν τα είχε με κάποιον συγκεκριμένα. Απλώς, υπογραμμίζει με τον τρόπο του πως το «Κάλτσο» δεν μπορεί να χωνέψει ότι δεν είναι «politically correct».
Ο Αλμπερτόζι πάντα ήταν ένας άνθρωπος που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από το ποδοσφαιρικό κατεστημένο παρά τη μεγάλη κλάση του.
Είχε ψηφιστεί ως ένας από τους τρεις καλύτερους γκολκίπερ στην ιστορία της Μίλαν…
Ο Ενρίκο Αλμπερτόζι θυμάται: «Ήμουν επτά χρόνων όταν η μητέρα μου άρχισε να με πηγαίνει στα παιχνίδια του πατέρα μου, που ήταν τότε τερματοφύλακας της Ποντρεμολέζε. Εκείνη την εποχή οι ποδοσφαιριστές δεν πήγαιναν στα αποδυτήρια στο ημίχρονο και ο μπαμπάς με έβαζε στο τέρμα και μου χτυπούσε πέναλτι. Εκεί κόλλησα το μικρόβιο!».
Στα δέκα του ο Αλμπερτόζι υπέγραψε το πρώτο του «συμβόλαιο» και τέσσερα χρόνια μετά πήρε τη θέση του πατέρα του κάτω από τα δοκάρια της Ποντρεμολέζε. Δεκαεπτά χρόνων μεταγράφηκε στη Λα Σπέτσια που δεν έμεινε πολύ, αφού τον πρόσεξε η μεγάλη Φιορεντίνα, στην οποία πήγε το καλοκαίρι του 1958. Εκεί έμεινε για μια περίοδο δέκα χρόνων της οποίας το πρώτο μισό ήταν πολύ δύσκολο: «Σε πέντε χρόνια έπαιξα μόνο 30 ματς, αφού βασικός ήταν ο Τζουλιάνο Σάρτι. Το 1961, μάλιστα, έπαιξα στην Εθνική αν και ήμουν η ρεζέρβα του στους “Βιόλα”!». Τα πράγματα πήγαν καλύτερα στη συνέχεια και ο Αλμπερτόζι έγινε το είδωλο των οπαδών της Φιορεντίνα. Το 1968, όμως, άλλαξε ομάδα: «Μιλούσαν για μένα στην Ίντερ και είχα αρχίσει να το πιστεύω και εγώ περιμένοντας να με καλέσει ο πρόεδρος στο γραφείο του να μου το ανακοινώσει. Εκείνος, όμως, μου είπε: “Ετοίμασε τις βαλίτσες σου για Κάλιαρι”.
Ήταν ένα σοκ για μένα, δεν ήθελα να πάω». Την εποχή εκείνη οι ποδοσφαιριστές ουσιαστικά δεν είχαν κανένα λόγο στη μεταγραφή τους και ο «Ρίκι» με βαριά καρδιά ταξίδευσε στη Σαρδηνία.
Γρήγορα, όμως, η διάθεσή του άλλαξε και ο Αλμπερτόζι έδωσε το «παρών» στη μεγαλύτερη Κάλιαρι όλων των εποχών. Δεύτερη το 1969, κατέκτησε το «σκουντέτο» τη χρονιά που ακολούθησε. Ήταν η πρώτη και η τελευταία χρονιά που μία ομάδα η οποία δεν προέρχεται από την ηπειρωτική Ιταλία στέφεται πρωταθλήτρια. Εκείνη η Κάλιαρι στηρίχθηκε σε δύο ανθρώπους: στον Αλμπερτόζι που δέχθηκε μόνο 11 γκολ σε ολόκληρη τη σεζόν και τον μεγάλο Τζίτζι Ρίβα στην επίθεση που βγήκε πρώτος σκόρερ με 21 επιτυχίες. Προπονητής ήταν ο Μάνλιο Σκοπίνιο. Ο «Ρίκι» έχει ευχάριστες αναμνήσεις από αυτόν: «Ήταν παραμονή ενός κρίσιμου αγώνα στη Ρώμη με τη Λάτσιο. Όλη η ομάδα είχε μαζευτεί στο δωμάτιό μου για να παίξουμε χαρτιά και να καπνίσουμε τσιγάρα. Στη μία το πρωί τηλεφώνησα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για να μας φέρουν σάντουιτς και μπίρες. Κάποια στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα και ανοίξαμε πιστεύοντας πως μας τα έφεραν. Ήταν, όμως, ο Σκοπίνιο που μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνούς, άναψε ο ίδιος ένα τσιγάρο και μας ρώτησε: “Σας πειράζει αν καπνίσω;”. Την άλλη ημέρα κερδίσαμε 5-2».
Για τον Αλμπερτόζι ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής δεν χρειάζεται να ακολουθεί στρατιωτική πειθαρχία: «Μου άρεσε να καπνίζω πριν από τα ματς, να κάνω έρωτα την Παρασκευή, χωρίς να με νοιάζει ότι θα αγωνιστώ στο Καμπιονάτο την Κυριακή, να πηγαίνω στον ιππόδρομο το Σάββατο… Δεν έβαλα ποτέ όρια στον εαυτό μου και αυτό δεν επηρέασε ούτε την απόδοσή μου ούτε τη φυσική μου κατάσταση. Απόδειξη: Κατέκτησα ένα πρωτάθλημα το 1979 με τη Μίλαν, όταν ήμουν 40 χρόνων».
Ένα χρόνο μετά το ιταλικό αθλητικό δικαστήριο τον απέκλεισε διά βίου για συμμετοχή σε παράνομα στοιχήματα, κάτι το οποίο ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να αρνείται: «Δεν είχα συμφωνήσει για ήττα της ομάδας μου. Είχα απλώς ποντάρει χρήματα σε νίκη της Μίλαν. Οι δικαστές, όμως, δεν ήθελαν να ακούσουν».
Μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ του 1982 από τη «Σκουάντρα Ατζούρα» δόθηκε γενική αμνηστία και ο Αλμπερτόζι επέστρεψε στα γήπεδα, παίζοντας για δύο χρόνια στη τρίτη κατηγορία, φορώντας τη φανέλα της Ελπιντιένζε: «Δυστυχώς, ένας τραυματισμός στο γόνατο το Δεκέμβριο του 1983 με έβγαλε νοκ άουτ. Μέχρι να αποθεραπευτώ ο προπονητής άλλαξε και ο καινούργιος δεν μου είχε εμπιστοσύνη. Τελικά η ομάδα υποβιβάστηκε».
Είναι ο «Ρίκι» θύμα της αιώνιας αχαριστίας του ποδοσφαίρου; «Αχαριστία… Ξέρω τι θα πει! Το 1970 όταν γυρίσαμε από το Μεξικό οι τιφόζι προσπάθησαν να αναποδογυρίσουν το λεωφορείο μας, επειδή ο Ριβέρα έπαιξε μόνο έξι λεπτά στον τελικό. Τέσσερα χρόνια πριν μας είχαν ρίξει αυγά και ντομάτες όταν αποκλειστήκαμε από τη Βόρεια Κορέα. Τότε, όμως, είχαν δίκιο!».
Μπορεί το στίγμα των στημένων αγώνων να μην έφυγε ουσιαστικά ποτέ από πάνω του, αλλά αυτό που δεν αλλάζει είναι ότι υπήρξε ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες που είδε ποτέ το Ιταλικό αλλά και παγκόσμιο ποδόσφαιρο.