Ύστερα από 7 αγωνιστικές στο ιταλικό πρωτάθλημα έχουν σημειωθεί 241 γκολ, η δεύτερη επίδοση στην ιστορία του calcio και οι λόγοι είναι αρκετοί.

Μια όχι και τόσο μακρινή εποχή εάν κοίταζες τα στατιστικά των 5 μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων και έβλεπες δίπλα στην πρόταση «γκολ στη Serie A ύστερα από 7 αγωνιστικές» τον αριθμό 241, θα τσιμπιόσουν. Κι όμως είναι αλήθεια. Ο μέσος όρος γκολ στο ιταλικό πρωτάθλημα είναι στο 3,44. Προφανώς δεν προσμετρούμε το Ελλάς Βερόνα-Ρόμα που ελέω αντικανονικής συμμετοχής του Ντιαβαρά κατακυρώθηκε ως 3-0 για τους γηπεδούχους και το Γιουβέντους-Νάπολι, το οποίο κρίθηκε στις δικαστικές επιτροπές.

Μπροστά η Serie A λοιπόν και πίσω όλοι οι υπόλοιποι: Bundesliga, Premier League, Ligue 1, La Liga. Μόνο μία φορά οι Ιταλοί είχαν δει περισσότερα γκολ ύστερα από 7 αγωνιστικές, όταν το 1949-50 είχαν επιτευχθεί 254 γκολ. Και τότε πρώτος σκόρερ ήταν ένας Σουηδός που φορούσε τη φανέλα της Μίλαν, ο Γκούναρ Νόρνταλ. Τώρα στην κορυφή του πίνακα των σκόρερ βρίσκεται επίσης ένας Σουηδός που βρίσκει δίχτυα με τη rossonero φανέλα: ο Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς.

Πέρασαν 16 χρόνια από τότε που οι Ιταλοί επέστρεψαν σε πρωτάθλημα 20 ομάδων στην πρώτη κατηγορία. Το 2004-05 στις 7 πρώτες στροφές του πρωταθλήματος είχαμε δει 180 γκολ, δηλαδή 2,56 γκολ/αγώνα. Το άλμα του μέσου όρου κατά σχεδόν ένα γκολ (0,89) είναι τεράστιο. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ο…Πεπ Γουαρδιόλα. Όχι, ο Καταλανός δεν έχει αλλάξει γειτονιά, παραμένει προπονητής στη Μάντσεστερ Σίτι.

Η αλλαγή που επέφερε στον τρόπο παιχνιδιού με τη δική του Μπαρτσελόνα προς τα τέλη της δεκαετίας των δύο μηδενικών, παραμένει πιο ζωντανή από ποτέ. Στην Ιταλία, όλο και περισσότερες ομάδες προσπαθούν να μεταφέρουν την μπάλα στο τελευταίο τρίτο του γηπέδου εκκινώντας από τον τερματοφύλακα και την πίσω γραμμή. Κάτι που απαιτεί άρτια τεχνική, επιδεξιότητα και προσωπικότητα. Αρετές που προφανώς δε διαθέτουν όλοι οι αμυντικοί της Serie A, με αποτέλεσμα τα λάθη να έχουν αυξηθεί, και ως γνωστόν λάθη=γκολ. 

Παράλληλα υπάρχει έλλειψη ισορροπίας μεταξύ της άμυνας και της επίθεσης. Οι χώροι είναι πιο διευρυμένοι, οι ζώνες απέχουν μεταξύ τους, άρα μπόλικος χώρος δράσης για τους μεσοεπιθετικούς. Οι προπονητές είναι έτοιμοι να πάρουν το ρίσκο. Η έλευση του VAR και η αλλαγή στον κανονισμό για το χέρι, είναι παράγοντες που αύξησαν τα πέναλτι άρα και τα γκολ

Η απουσία κόσμου αποτελεί έτερο σημαντικό παράγοντα. Όπως εκμυστηρεύονται οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, με τους φιλάθλους στην εξέδρα, νιώθεις (και είσαι) πιο συγκεντρωμένος, οι επιδοκιμασίες/αποδοκιμασίες σε διατηρούν σε εγρήγορση, δεν έχεις την αίσθηση του φιλικού ματς ή της προπόνησης, εκεί όπου τα γκολ δεν σε νοιάζουν και τόσο.

Η πανδημία έχει δημιουργήσει κι άλλες πρωτόγνωρες συνθήκες. Η μετάβαση από την προηγούμενη σεζόν που ολοκληρώθηκε στο fast forward στην τρέχουσα, ήταν ανώμαλη. Λίγοι φιλικοί αγώνες, προβληματική προετοιμασία. Κάτι που σημαίνει πως για ένα νέο προπονητή που θέλει να πειραματιστεί, να δει μέχρι που πηγαίνει η ομάδα του (π.χ. Αντρέα Πίρλο στη Γιουβέντους) ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός του. Άρα τα πειράματα γίνονται στα επίσημα παιχνίδια.

Τα διαγνωστικά τεστ, οι θετικοί/αρνητικοί διαταράσσουν τη συνοχή μιας ομάδας, αφού άλλοι είναι διαθέσιμοι τη μία αγωνιστική κι άλλοι την επόμενη. Οι ποδοσφαιριστές είναι ήδη κουρασμένοι, επομένως οι αποφάσεις που λαμβάνουν δεν είναι οι σωστές, άρα λάθη, άρα γκολ. Οι 5 αλλαγές δίνουν διαφορετική διάσταση στο παιχνίδι, όσοι έρχονται από τον πάγκο (συνήθως στο τελευταίο 20λεπτο) αλλάζουν την ισορροπία, με αποτέλεσμα να υπάρχει αύξηση γκολ στο τελευταίο διάστημα του αγώνα. 

Και προφανώς υπάρχει και η ικανότητα των επιθετικών. Πριν από τρία καλοκαίρια η Γιουβέντους πήγε στο Τορίνο το βαρύ πυροβολικό ονόματι Κριστιάνο Ρονάλντο, ενώ τον Ιανουάριο επέστρεψε στη Λομβαρδία ο…γηραλέος αλλά φορτωμένος με προσωπικότητα και «δολοφονικό» ένστικτο Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς. Κάπως έτσι η Serie A έχει γίνει το πιο χορταστικό ευρωπαϊκό πρωτάθλημα!