Ο Κρέσιμιρ Τσόσιτς πέθανε στις 25 Μαΐου του 1995 στην Βαλτιμόρη του Μέριλαντ. Ήταν μόλις 47 ετών, αλλά σε αυτά τα 47 χρόνια, κατάφερε να επιτύχει τόσα πολλά και να γίνει μία θρυλική φιγούρα για το Brigham Young University, αλλά κυρίως για τα έθνη που παλιότερα απάρτιζαν την Γιουγκοσλαβία.
Ο Κρέσο (το παρατσούκλι του) ήταν ένα φανταστικός παίκτης και προπονητής, που είχε μεγαλύτερη επιρροή στο άθλημα του μπάσκετ από πολλούς σπουδαίους της εποχής. Αν ήσασταν τυχεροί να δείτε τον Τσόσιτς να παίζει live, θα βλέπατε έναν λεπτό τύπο με ύψος 2.09 μέτρα, να “κατεβάζει” τα ριμπάουντ σαν… φιστίκια και να προστατεύει το καλάθι σαν τον Μπιλ Ράσελ! Επίσης πάσαρε εξαιρετικά για το ύψος του και σκόραρε με σουτάκια από μέση απόσταση συνέχεια.
Με λίγα λόγια ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, καθώς αυτό που υποστήριζε λίγα χρόνια μετά θεσπίστηκε ως “stretch five” στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ήταν δηλαδή, ένας από τους πρώτους (για να μην πούμε ο πρώτος) center στο Κολλεγιακό και στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ που ξεκίνησε να βγαίνει εκτός ρακέτας, και δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να τον δεις στην περιφέρεια να κατευθύνει τους συμπαίκτες του σαν πλέι μέικερ.
Και το αξιοθαύμαστο με τον Τσόσιτς δεν είναι πως το έκανε αυτό επειδή κάποιος κόουτς του το ζήτησε. Το έκανε επειδή κατανοούσε το παιχνίδι καλύτερα από τους περισσότερους προπονητές και πλέι μέικερ. Ό,τι έκανε στο παρκέ (ο θεός να το κάνει) είχε λόγο και εξήγηση. Η λογική του και η εξυπνάδα του ήταν μία επανάσταση στον κόσμο του μπάσκετ.
Ήταν αυτό που οι περισσότεροι προπονητές θέλουν από τους παίκτες τους. Δηλαδή, να είναι η προέκταση τους εντός των τεσσάρων γραμμών. Σε όσες ομάδες αγωνίστηκε από τα 16 του (1964), όταν έκανε το ντεμπούτο του με την Ζαντάρ, έως και την απόσυρση του το 1983 (σε ηλικία 35 ετών) στην Τσιμπόνα, ήταν πάντα ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή στο παιχνίδι.
Όπως ακριβώς έκανε και ο Μπιλ Ράσελ με τους Μπόστον Σέλτικς, ο Τσόσιτς ήταν παίκτης-προπονητής, αλλά η σημαντική διαφορά είναι ότι ο Τσόσιτς έπαιζε σε μία ομάδα, και προπονούσε μία άλλη του ίδιου πρωταθλήματος την ίδια αγωνιστική περίοδο! Ναι, όσο περίεργο και αν σας ακούγεται, ο Cosic οδηγούσε με τις ώρες για να προλαβαίνει τα πάντα!
Όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι παίκτες, ο Τσόσιτς ήταν πολύ παρορμητικός, και πολλές φορές αυτή του η παρορμητικότητα τον… πρόδωσε. Εκνευριζόταν με τον εαυτό του, τους συμπαίκτες του και με τους διαιτητές.
Τις περισσότερες φορές, πολύ γρήγορα ηρεμούσε πάντως και δεν τον ένοιαζε αν έπαιζε στην έδρα του ή εκτός έδρας με οπαδούς να τον βρίζουν. Ο Τσόσιτς είχε τεράστια χέρια και μία σπάνια αντίληψη του χώρου που θα πάει η μπάλα μετά από χαμένο σουτ. Τις περισσότερες φορές γράπωνε την μπάλα με το ένα χέρι στα ριμπάουντ.
Του άρεσε πολύ να κατεβάζει την μπάλα σαν πλέι μέικερ και να δημιουργεί προϋποθέσεις για αιφνιδιασμό. Έβαζε και το μυαλό του στην εξίσωση του παιχνιδιού και έτσι κατάφερνε να κερδίσει παίκτες πιο ταλαντούχους και πιο δυνατούς από αυτόν. Όπως και ο Kαρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ χρησιμοποιούσε με επιτυχία και το χουκ για να σκοράρει πάνω από ψηλούς αντιπάλους και να αποφύγει τα σκληρά φάουλ.
Και όποτε κουραζόταν να “μάχεται” στο ζωγραφιστό, έβγαινε στην περίμετρο όπου όταν άρχιζε να σκοράρει τα mid-range σουτ του δεν σταματούσε με τίποτα. Ο σπουδαίος Ιταλός center, Ντίνο Μενεγκίν έχει παραδεχθεί πολλές φορές πως ο Τσόσιτς είναι ένας από τους καλύτερους αθλητές που έχει αντιμετωπίσει στην καριέρα του. Χαρακτηριστικά ο Ιταλός θρύλος έχει πει: «Για μένα, ο Τσόσιτς ήταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του αθλήματος που μπορούσε να αγωνιστεί από το 1-5 (σε όλες τις θέσεις), και συμπεριλαμβάνω σε αυτό και το NBA».
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ο Τσόσιτς σε ηλικία 16 ετών ξεκινάει από την τοπική ομάδα της γενέτειρας του, την Ζαντάρ (Κροατική πόλη), η οποία έχει σπουδαία φήμη για την παραγωγή παικτών. Πολύ γρήγορα γίνεται εμβληματική φιγούρα και συνθέτει αχτύπητο δίδυμο (ψηλού-κοντού) με τον Γιόσιπ Γκιέργκια (ο πρώτος στην φωτογραφία, δεύτερος ο Τσόσιτς με την κούπα και δίπλα τους ο Ζνράβκο Γιέρακ).
Οι δυο τους έπαιζαν “μαγικά” οδηγώντας την ομάδα σε κούπες στην λίγκα της Γιουγκοσλαβίας (1965,1967,1968). Παρέα αγωνίστηκαν και στην Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας όπου κέρδισαν το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1967 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στο Μεξικό.
Το 1969, ο Τσόσιτς αποδέχθηκε μία πρόσκληση του BYU να φοιτήσει εκεί και να παίξει μπάσκετ. Τότε το NCAA δεν επέτρεπε στους πρωτοετείς να συμμετέχουν στο κανονικό πρωτάθλημα. Υπήρχε ένα πρωτάθλημα μόνο για τους πρωτοετείς έτσι ώστε να πάρουν χρόνο συμμετοχής για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του κανονικού πρωταθλήματος από την επόμενη σεζόν.
Στην, ας την πούμε, “θυγατρική” ομάδα του BYU ο Τσόσιτς έκανε… πλάκα. Σε 12 ματς είχε μέσο όρο 17 πόντους και 12 ριμπάουντ και έστειλε το “μήνυμα” του στους αντιπάλους για το τι πρόκειται να ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, στο κανονικό πρωτάθλημα. Έτσι και έγινε. Στα επόμενα τρία χρόνια ο Κροάτης είχε ανά αγώνα 18.9 πόντους και 11.9 ριμπάουντ, οδηγώντας το BYU στο πρωτάθλημα της περιφέρειας Western Athletic το 1971. Μάλιστα, ο Τσόσιτς έγινε ο πρώτος μη Αμερικανός που συμπεριλαμβάνεται στην All-American ομάδα (και το 1972 και το 1973).
Το 1983, μπήκε στο Hall of Fame του BYU, ενώ η φανέλα του με το νούμερο 11 αποσύρθηκε και κρέμεται δίπλα σε εκείνη του Ντάνι Έιντζ (νούμερο 22, νυν General Manager στους Σέλτικς). Επίσης το 2001 μπήκε και στο Hall of Fame της Γιούτα.
Ο Τσόσιτς το 1972 έγινε Draft από τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς στο νούμερο 144 της διαδικασίας και στον δέκατο δηλαδή γύρο! Μία χρονιά που τα δύο πρώτα pick ήταν ο ΛαΡούε Μάρτιν (Λογιόλα Σικάγο) και ο Μπομπ ΜακΑντού (UNC).
Ο Τσόσιτς αποφάσισε να αγωνιστεί και την τελευταία του χρονιά στο Κολλέγιο και να τελειώσει τις σπουδές του. Μετά από ακόμα μία πληθωρική σεζόν, ο Τσόσιτς έγινε ξανά draft στο νούμερο 73 από τους Λος Άντζελες Λέικερς αλλά αποφάσισε να μην αγωνιστεί στο NBA.
Ακούγεται τρελό, έτσι; Ένας τύπος γίνεται δύο φορές draft, είχε την ευκαιρία να παίξει με τον Σίντνεϊ Γουικς στο Πόρτλαντ και θα μπορούσε ακόμα-ακόμα να είχε τέτοια επίδραση που οι Τρέιλ Μπλέιζερς δεν θα επέλεγαν το 1974 τον Μπιλ Γουόλτον. Ο Ουίλτ Τσάμπερλέιν έφυγε από τους Λέικερς το 1973, ο Τζέρι Γουέστ επίσης μία χρονιά αργότερα. Χώρος και χρόνος υπήρχε λοιπόν και τις δύο φορές.
Φανταστείτε τον Τσόσιτς να αγωνίζεται παρέα με τον Μάτζικ Τζόνσον. Μπορούμε μόνο να το υποθέσουμε, αλλά το μπάσκετ θα είχε υποστεί τρομερές αλλαγές σε ένα τέτοιο συναπάντημα.
Ο Τσόσιτς ήταν πατριώτης και αγαπούσε την Ζαντάρ και την Εθνική της χώρας του πάρα πολύ. Για αυτό αποφάσισε να μην ακούσει τις… σειρήνες του “μαγικού κόσμου” και να επιστρέψει στην Γιουγκοσλαβία. Μετά την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη θα οδηγήσει, την Εθνική στο ασημένιο μετάλλιο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος το 1974, στις κούπες στα Eurobasket του 1975 και του 1977, την Παγκόσμια κορυφή το 1978, το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το 1976 και το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980!
Στην καριέρα του με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας, μάζεψε 14 μετάλλια, ανεξαρτήτως χρώματος. Μόνο ο θρύλος Σεργκέι Μπελόβ (USSR) έχει περισσότερα. Σε 305 ματς με την χώρα του, πέτυχε 3.180 πόντους το οποίο είναι το πέμπτο καλύτερο όλων των εποχών.
Σε συλλογικό επίπεδο, ο Τσόσιτς κέρδισε ακόμα δύο κούπες με την Ζαντάρ το 1974 και το 1975. Από το 1976 έως το 1978 ήταν παίκτης και προπονητής στην Ολίμπια Λιουμπλιάνας χωρίς να πανηγυρίσει κάτι. Προτού ξεκινήσει η σεζόν 1975-1976, ο Τσόσιτς ήθελε να αγωνιστεί στην Λιουμπλιάνα με την φανέλα της Ολίμπια. Όμως, η Ζαντάρ δεν ήθελε να τον χάσει, δίνοντας τον μάλιστα σε ένα αντίπαλο, έτσι έβαλε την ομοσπονδία να μπλοκάρει την επιθυμία του για μεταγραφή.
Ο Τσόσιτς που δεν έκανε εύκολα πίσω σε αυτά που ήθελε, υπέγραψε με την Olimpija σαν προπονητής για την σεζόν, ενώ παράλληλα υπηρετούσε ως παίκτης την Ζαντάρ! Η απόσταση με το αυτοκίνητο μεταξύ Ζαντάρ και Λιουμπλιάνας ήταν τότε περίπου επτά ώρες!
Ο Τσόσιτς δεν πτοήθηκε, έκανε πολλά χιλιόμετρα αλλά τα προλάβαινε όλα. Το ωραίο της υπόθεσης είναι όταν οι δύο ομάδες ερχόντουσαν αντιμέτωπες. Εκεί ο Τσόσιτς αυτοσχεδίαζε και την μία φορά έπαιζε ενώ την άλλη καθόταν στον πάγκο της Ολίμπια Λιουμπλιάνας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για μία άλλη-διαφορετική εποχή, πολύ πιο ρομαντική.
Το 1978 ο Τσόσιτς πήγε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Σινουντίνε Μπολόνια όπου είχε κατά μέσο όρο, 16.9 πόντους, 9.9 ριμπάουντ και 1.6 ασίστ, βοηθώντας τα μέγιστα στην κατάκτηση δύο διαδοχικών πρωταθλημάτων. Όταν η Τσιμπόνα ιδρύθηκε, ο ιδιοκτήτης της, ήθελε τον Τσόσιτς για ηγέτη της ομάδας, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Το 1982, η Τσιμπόνα κέρδισε στις Βρυξέλλες το Winners Cup κόντρα στην Ρεάλ με 96-95 στην παράταση (ο Τσόσιτς σκόραρε 22 πόντους). Η Τσιμπόνα πανηγύρισε και το πρώτο της πρωτάθλημα την σεζόν 1983 στην Γιουγκοσλαβία παίρνοντας την πρόκριση για την τοπ διασυλλογική διοργάνωση της Ηπείρου (πλέον γνωστή ως… Euroleague). Στην τελευταία του αγωνιστική σεζόν, 1983-1984, η Τσιμπόνα γνώρισε δέκα ήττες σε ισάριθμα παιχνίδια στο ντεμπούτο της στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση και αυτό ώθησε τον Τσόσιτς να σκεφτεί το μέλλον και να εισηγηθεί την υπογραφή ενός μικρού Κροάτη περιφερειακού, ονόματι Drazen Petrovic, το καλοκαίρι του 1984! Αυτή η προσθήκη βοήθησε πολύ την Τσιμπόνα τα επόμενα χρόνια… Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία για μια άλλη φορά.
Με το που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ο Τσόσιτς μεταπήδησε στην άλλη του μεγάλη αγάπη: την προπονητική. Ανέλαβε την Εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας και δούλεψε με παίκτες όπως ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο Βλάντε Ντίβατς, ο TΤόνι Κούκοτς, ο Ντίνο Ράντζα και ο Αλεξάντερ Ντζόρτζεβιτς.
Όλοι αυτοί οι παίκτες και πολλοί ακόμα που προπονήθηκαν από τον Τσόσιτς στην Εθνική Ομάδα, είχαν τεράστια επίδραση στο μπάσκετ τις επόμενες δεκαετίες. Έχει έμμεση επιρροή σε προπονητές του σήμερα για το πως χρησιμοποιούσε τους παίκτες και πως έχτιζε ένα ρόστερ.
Όλα τα ρόστερ του είχαν παίκτες που μπορούσαν να αγωνιστούν σε παραπάνω από μία θέση. Δεν επέλεγε ποτέ βαρύ πεντάρι ή πλέι μέικερ που μόνο να δημιουργήσει μπορεί. Ουσιαστικά ήθελε ένα ρόστερ με έξι γκάρντ και έξι φόργουορντ που παίζουν γρήγορα. Επηρεασμένος από τον ίδιον, επιζητούσε σέντερ που μπορούσαν να σουτάρουν την μπάλα από την περιφέρεια, να κάνουν ντράιβ προς το καλάθι, να πασάρουν σαν πλέι-μέικερ και να παίρνουν τα ριμπάουντ σαν γίγαντες.
Οι γκάρντ των ομάδων του έπρεπε να μπορούν να μαρκάρουν τους πάντες, να σουτάρουν από παντού και να είναι καλοί χειριστές και πασέρ. Μπόνους επιζητούσε το τρίποντο στον αιφνιδιασμό! Τι μας θυμίζει αυτό το στυλ παιχνιδιού; Μα φυσικά το σύγχρονο NBA και κατ’επέκταση, μπάσκετ.
Ο Τσόσιτς σταμάτησε να κοουτσάρει όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία (αλλά πρόλαβε να περάσει και από την ΑΕΚ για τρεις σεζόν, 1988-1989 και 1990-1992, όπου ειδικά την δεύτερη φορά δεν έφυγε και με τον καλύτερο τρόπο). Επέστρεψε στις ΗΠΑ για να υπηρετήσει την αγαπημένη του Κροατία ως διπλωμάτης και πέθανε εκεί το 1995, πολύ νωρίς, από ένα είδος καρκίνου του αίματος (Non-Hodgkin lymphoma).
ΤΙΜΕΣ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Στο Ζαντάρ χτίστηκε ένα άγαλμα του και λίγο μετά το νέο κλειστό γυμναστήριο πήρε το όνομα του. Το Κύπελλο Κροατίας επίσης πλέον λέγεται “Kresimir Cosic Cup”. Αν ποτέ βρεθείτε στο Μιρόγκοζ, το νεκροταφείο του Ζάγκρεμπ, θα βρείτε τον τάφο του Τσόσιτς και λίγα μέτρα μακριά τον τάφο του Ντράζεν Πέτροβιτς.
Κρέσιμιρ Τσόσιτς, ένας παίκτης θρύλος που απέρριψε το NBA, την μεγάλη ευκαιρία να διεκδικήσει τίτλους-δόξα και την είσοδο του στο Hall of Fame, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει την καρδιά του και να υπηρετήσει την πατρίδα του με… θρυλικούς τρόπους!