Ο Μάικ Μπατίστ δεν έκρυψε την αγάπη του για την Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον αμερικανικό Τύπο.

Ο Μάικ Μπατίστ δεν έκρυψε την αγάπη του για την Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον αμερικανικό Τύπο. Ο παλαίμαχος παίκτης των “πράσινων” δήλωσε στο “Orlando Magic Pod Squad” πως η Ελλάδα είναι το δεύτερο σπίτι του, ενώ αναφέρθηκε στην καριέρα του στους “πράσινους”. 

Αρχικά, ο βοηθός προπονητή των Ορλάντο Μάτζικ δήλωσε: “Η διαδρομή ήταν δύσκολη. Στο κολέγιο, το Arizona State, είχα όνειρα να μπω στο ντραφτ, οποτεδήποτε, είτε στο τέλος του πρώτου γύρου, είτε στο δεύτερο γύρο. Πήγα στο pre draft camp και έπαθα ρήξη χιαστού και αυτό ήταν άσχημο συναίσθημα γιατί πέρναγες από όλη αυτή τη διαδικασία και είχες τους γιατρούς, έκανες εξετάσεις. Ήξερα τι έκανα. Ακόμα θεωρώ ότι ίσως να ήμουν τυχερός να γίνω ντραφτ σε κάποια ομάδα που θα μου έδινε τη σωστή αποκατάταση. Αυτό δεν έγινε και πήγα πίσω στο Arizona State. Ο φίλος μου Έντι Χάουζ στη senior σεζόν του είχε τρομερά νούμερα και από εκεί κατάλαβα πως έπρεπε να πορευτώ. Έκανα σκληρές ερωτήσεις στον εαυτό μου γιατί ήταν αυτό που ήθελα να κάνω γιατί είναι πολύ απογοητευτικό όταν σε προδίδει το σώμα σου επειδή μοιάζεις με… σούπερ ήρωα στο παρκέ. Τότε έπαιξα το παιχνίδι της υπομονής. Αυτό που συνέβη σε εμένα κράτησε 9-12 μήνες. Όλοι οι φίλοι σου έπαιζαν και διασκέδαζαν και δεν μπορούσες. Μετά την επέμβαση βιαζόμουν να πάω να παίξω κάπου και ο ατζέντης μου βρήκε ένα συμβόλαιο στο Βέλγιο. Πηγαίνοντας εκεί είχα μια πολύ καλή σεζόν. Επέστρεψα πήγα στο summer league με το Μιλγουόκι είχα κάποιες καλές εικόνες αλλά τα πράγματα δε δούλεψαν με τον τρόπο που έπρεπε. Πήγαν στην Ιταλία. Η Μπιέλα είναι 45 λεπτά από το Μιλάνο. Έχει τρομερή κουλτούρα, φαγητό, ιστορία. Αλλά είναι διαφορετικά. Σου λείπει το σπίτι σου κάποιες στιγμές, άλλες στιγμές δε θες να πας σπίτι. Είχα ευθύνες στους ώμους μου για να φροντίσω την οικογένειά μου, οπότε έπρεπε να προχωρήσω. Το εύκολο ήταν να τα παρατήσω, αλλά υπήρχε πίεση στους ώμους μου και δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Είχα μια ακόμα πολύ καλή σεζόν στην Ιταλία και είχα την ευκαιρία να παίξω με πολύ καλούς παίκτες, όπως ο Τζινόμπιλι. Η ιταλική λίγκα ήταν πολύ ανταγωνιστική και ένιωθα πως ήταν η λίγκα μου. Αλλά ταυτόχρονα ένιωθα πως ήθελα παραπάνω πράγματα, ένιωθα πως μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω. Τότε έλαβα κλήση από τους Κλίπερς που με κάλεσαν στο καμπ των βετεράνων τους και είχα πολύ καλή εμπειρία με παίκτες όπως ο Κουέντιν Ρίτσαρντσον, ο Έλτον Μπραντ, ο Ολοβακάντι, ο Λαμάρ Όντομ. Θυμάμαι όλοι ήταν αυτοί εκτός και ο Άλβιν Τζέντρι που έδωσε την ευκαιρία και μου είπε όταν είμαι ελεύθερος να σουτάρω. Είχα πολύ καλό summer league. Θυμάμαι οδηγούσα και ο Τζέντρι ήταν δίπλα μου είπε ότι δεν μπορούσα να παίξω στην ομάδα. Ήταν ξανά απογοητευτικό Ακόμα και αν αγαπώ τους Λέικερς, το να παίζω για τους Κλίπερς ήταν πολύ καλό γιατί έπαιζα στο σπίτι μου. Δεν πέρασαν 24 ώρες και έλαβα κλήση από τον Τζέρι Ουέστ, τον θρύλο των Λέικερς. Μπορείτε και μόνο να καταλάβετε πως ένιωθα, εγώ ένας φαν των Λέικερς από μικρός και ξαφνικά μιλούσα με αυτόν τον θρύλο. Λίγο αργότερα πήγα στο Μέμφις και τους Γκρίζλις αλλά στην πορεία άλλαξε το προπονητικό σταφ. Έμαθα πράγματα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Ήθελα να μείνω στο ΝΒΑ, αλλά στην πορεία ήρθε η πρόταση από την Ελλάδα και δεν ήξερα τι να κάνω Δεν είχα πρόβλημα να επιστρέψω στην Ευρώπη, αλλά ένιωθα ότι είχα μια αρκετά καλή σεζόν στο ΝΒΑ και μπορούσα να βρω κάτι άλλο εδώ. Αυτό δε συνέβη και έτσι υπέγραψα σε μια ομάδα στην Ελλάδα, τον Παναθηναϊκό, που κάνοντας έρευνα στην Ευρώπη έβλεπες ότι ήταν μια από τις πιπ σημαντικές ομάδες. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πού πήγαινα, δεν ήξερα πόσο μεγάλο κλαμπ ήταν ο Παναθηναϊκός. Οπότε είμαι σε μια νέα ξένη χώρα και μου πήρε χρόνο να προσαρμοστώ. Ευτυχώς, έκανα αυτό το πράγμα για χρόνια και είχα μια πολύ παραγωγική καριέρα και είναι δεύτερο σπίτι πλέον για μένα. Κάποιες φορές βλέπω φωτογραφίες από την Ελλάδα και είναι πολύ έντονο το συναίσθημα για μένα, όταν βλέπεις μια φωτογραφία όλες οι σπουδαίες αναμνήσεις επανέρχονται στο μυαλό σου και εγώ έχω μια δεκαετία σπουδαίων αναμνήσεων. Η εμπειράι για μένα ήταν σπουδαία. Άρχισα στην Ευρώπη, πήγα στο ΝΒΑ είχα κάποια work outs. Ήταν μια καλή κατάσταση αυτή που βρέθηκα και κατάφερα να πετύχω πράγματα”.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στον τελικό του 2007 με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας: “Έπαιξα εννιά χρόνια συνεχόμενα, μετά επέστρεψα για ένα χρόνο και αποσύρθηκα. Εάν έχετε τη δυνατότητα να δείτε κοινό στην Ευρώπη ζωντανά, πρέπει να το κάνετε. Θα ανατριχιάσετε με τη στήριξη του κόσμου. Πριν από το τζάμπολ υπάρχουν 15.000 στο γήπεδο Υπάρχει τεράστια ένταση στο κοινό και αυτό ήταν που ήθελα. Κάποιες φορές χρησιμοποιείς την ενέργεια από τον κόσμο. Εκείνος ο τελικός του 2007 στο ΟΑΚΑ, ήταν στο γήπεδο που χρησιμοποιήθηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και αυτό το γήπεδο χωράει 18.000 αλλά αν δείτε βίντεο πρέπει να ήταν περίπου 25.000 κόσμος! Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν φάιναλ φορ στην Αθήνα ήταν μεγάλη υπόθεση και είχαμε μια ομάδα που εκπροσωπούσε την Ελλάδα. Ήταν μεγάλη υπόθεση για εμάς. Αντιμετωπίσαμε μια εξαιρετική ομάδα, την Ταού Κεράμικα με παίκτες όπως ο Λουίς Σκόλα, ο Τιάγκο Σπλίτερ, ο Πάμπλο Πριχιόνι. Τους κερδίσαμε στον ημιτελικό και αντιμετωπίσαμε την ΤΣΣΚΑ στον τελικό. Ήταν πολύ έντονο παιχνίδι, κερδίσαμε με 2 πόντους. Η ΤΣΣΚΑ είχε κατακτήσει τον τίτλο την προηγούμενη σεζόν και ήταν η ομάδα που υπερασπιζόταν το στέμμα της. Ο Τζέι Αρ Χόλντεν ήταν στην ομάδα και ήταν τρομερά ανταγωνιστικό. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα κερδίζαμε γιατί παίζαμε μπροστά στον κόσμο μας”.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη σχέση του με τους φιλάθλους του “τριφυλλιού”: “Όταν πήγα στον Παναθηναϊκό είχαν τον Ρόντνεϊ Μπιούφορντ και οι ιστορίες που είχα ακούσει δεν ήταν καλές και ξέρω τον Ρόντνεϊ προσωπικά, δεν είναι κακό παιδί. Αλλά έτσι προχωράνε τα πράγματα. Εγώ λειτούργησα διαφορετικά με τον τρόπο μου και αυτό άλλαξε το πώς βλέπει ο κόσμος τους Αμερικανούς που πηγαίνουν στην Ευρώπη. Όλοι θεωρούσαν ότι είμαστε τεμπέληδες και θέλουμε να σκοράρουμε. Εγώ προσπάθησα να προσαρμοστώ σε ένα διαφορετικό στυλ. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα για μένα. Είχα έναν πολύ απαιτητικό προπονητή. Εννοώ πως αν δεν ήσουν στο σωστό σημείο και δεν ήσουν στη γωνία θα στο έδειχνε και αυτό ήταν μεγάλη προσαρμογή για μένα γιατί στο ΝΒΑ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Εάν δεν έκανες τη δουλειά, δεν τον ένοιαζε εάν η γυναίκα σου ήταν στο γήπεδο θα στο έδειχνε. Δεν ήταν κάτι προσωπικό, αλλά ήταν ένας τρόπος να σου δώσει το μήνυμα ότι πρέπει να κάτσεις στον πάγκο. Γι αυτό ήταν πολύ δύσκολα τα πρώτα δύο χρόνια μου. Από την τρίτη σεζόν μου έκανα όλα όσα ήθελε η ομάδα από μένα Στην πρώτη μου σεζόν έπαιξα στο 4, αλλά την επόμενη μεταφέρθηκα στο 5 και οι προπονητές έλεγαν “Μάικ είσαι πιο γρήγορος από τους περισσότερους ψηλούς, είσαι δυνατός και μπορείς να φτιάξεις το δικό σου σουτ. Και θυμάμαι έλεγα στους προπονητές να μην ανησυχούν και να με βάλουν μέσα στο παρκέ. Και αυτό οδήγησε από την καταστροφή στην εκτόξευση. Φυσικά, υπήρχαν και άλλοι παίκτες γιατί δεν μπορεί να τα κάνει όλα ένας παίκτης, αλλά αυτή η αλλαγή μας έκανε μια από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη και είχαμε μια δυναστεία για 9 χρόνια. Αν δείτε το πόσους τίτλους κατακτήσαμε, δεν υπάρχει ομάδα στην Ευρώπη που να κατέκτησε τόσους τίτλους Το να είσαι μέρος αυτής της ιστορίας είναι πάρα πολύ καλό. Όταν κατακτήσαμε τον πρώτο μας τίτλο στην Ελλάδα είχα την πρώτη μου νικηφόρα εμπειρία. Και αυτό με πήγε σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Ένιωσα πως ήθελα να το κάνω ξανά. Μετά την πρώτη μου σεζόν με τον Παναθηναϊκό επέστρεψα στις ΗΠΑ να δω αν υπάρχει κάποια θέση ανοιχτή για ΝΒΑ. Το ίδιο έκανα και μετά τη δεύτερη σεζόν. Από την τρίτη σεζόν και μετά ήρθε σαν… έκρηξη. Ένιωθα σαν ροκστάρ όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, στη Γαλλία υπήρχε κόσμος που σε ήξερε ήθελε αυτόγραφο, μια φωτογραφία και ήταν μια πολύ τρελή εμπειρία για μένα”.

Τέλος, έπλεξε το εγκώμιο του Δημήτρη Διαμαντίδη: “Θα πω ένα όνομα παίκτη που έπαιξα μαζί του, Δημήτρης Διαμαντίδης. Ήταν μέλος της Εθνικής του 2006 όταν κέρδισε τις ΗΠΑ. Εάν κάνετε έρευνα για μένα και γι αυτόν θα δείτε ότι είμαστε στο καλύτερο ζευγάρι πικ εν ρολ στην Ευρωλίγκα. Τρομερό μάκρος. Εάν ρωτάτε τη γνώμη μου είναι… σιωπηλός φονιάς. Μπορεί να μη μιλάει πολύ, αλλά όταν φορούσε το νούμερο 13 όλοι ήξεραν πού θα πάει η μπάλα στα τελευταία 5 λεπτά. Πραγματικά, ευχόμουν να δοκίμαζε να έρθει εδώ. Το παιχνίδι του ήταν φτιαγμένο για το ΝΒΑ, αλλά πήγε από μια μικρή πόλη της Ελλάδας, την Καστοριά, στην Αθήνα και αυτό ήταν ένα σοκ για τον ίδιο. Στα πρώτα χρόνια του στην Αθήνα δεν οδηγούσε, λόγω του κυκλοφοριακού. Περπατούσε με τα πόδια στην Καστοριά. Εάν είχε τη δυνατότητα να πάει στο ΝΒΑ θα είχε το ίδιο σοκ”.

Το σχετικό βίντεο